Του Νίκου Λακόπουλου
Στη συζήτηση για τη συνταγματική αναθεώρηση την παράσταση έκλεψε ο αντιπρόεδρος -τελικά όχι ο …πρόεδρος- του Εδεσσαϊκού, αλλά δεν έλειψε και η Ρόζα Λούξεμπουργκ. Ο Αλέξης Τσίπρας θύμισε τη φράση της «προτιμώ εκατό λάθη του λαού από μια σωστή απόφαση της κυβέρνησης” και ο γραμματέας του ΚΚΕ Δημ. Κουτσούμπας του θύμισε πως -με νόημα- πως υπήρξε θύμα της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας.
Κατά τα άλλα η συζήτηση έγινε με όρους φτηνού συνδικαλισμού από τον Κυριάκο Μητσοτάκη που πρότεινε να ψηφίσουν όλοι την αναθεώρηση όλων των άρθρων -που θα προταθούν, βέβαιος ότι θα έχει την πλειοψηφία -των 151 εδρών- πια ώστε η επόμενη βουλή να κάνει μια “ριζική” αναθεώρηση του μισού συντάγματος, αλλά χωρίς τον ΣΥΡΙΖΑ.
Το Σύνταγμα εκλαμβάνεται περίπου ως πολυ-νομοσχέδιο με έμφαση στα περί εκλογών. Για την ακρίβεια- δεδομένης της προεκλογικής συγκυρίας- οι προτάσεις των δύο κομμάτων μοιάζουν ως ιδεολογικά μανιφέστα με την μορφή εκλογικού προγράμματος, όπου ο λαός- χωρίς να αποφασίσει ο ίδιος- θα κληθεί να διαλέξει. “ Αυτές είναι απόψεις ενός άλλου συστήματος, της αριστοκρατίας» θα πει ο Αλέξης Τσίπρας, λίγο πριν αφότου ο Πάνος Καμμένος διαπιστώσει ότι η συζήτηση γίνεται με άδεια αίθουσα.
Ο Βασίλης Λεβέντης μιλάει στη Βουλή, λίγο παραπάνω -γιατί έχει τέσσερις μήνες να μιλήσει. Ο Σταύρος Θεοδωράκης -πιο “διαβασμένος”- κάνει χιούμορ με την πρόταση να χτυπάμε πέναλτι αν δεν υπάρχει εκλογή προέδρου. Μήπως πράγματι- όπως θέλει ο Ευ.Βενιζέλος- δεν είναι η κατάλληλη ώρα για συνταγματική αναθεώρηση; Αλλά αν όχι τώρα, πότε;
Η βασική θέση του Μητσοτάκη αφορά την αλλαγή του άρθρου για τα πανεπιστήμια, την ώρα που ο Αλέξης Τσίπρας εστίασε στο θέμα της της ενίσχυσης των κοινωνικών δικαιωμάτων “για να προστατεύσουμε το νερό και την ηλεκτρική ενέργεια από την επέλαση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, να κατοχυρώσουμε εμφατικά την προστασία της εργασίας και των εργαζομένων, να αναγνωρίσουμε την αποκλειστική αρμοδιότητα των κοινωνικών εταίρων να ορίζουν τον κατώτατο μισθό, να ενισχύσουμε τις κρατικές εγγυήσεις για παροχή υπηρεσιών υγείας σε όλους».
Πρόκειται για σαφείς ιδεολογικές αντιπαραθέσεις με στόχο να κατοχυρωθεί ο νεοφιλελευθερισμός ή ο σοσιαλισμός στο Σύνταγμα με “τεχνικές” λεπτομέρειες για τον εκλογικό σύστημα, την εκλογή προέδρου δημοκρατίας και τις σχέσεις κράτους- εκκλησίας υπό το βάρος μιας κοινής διαπίστωσης: Αν δεν γίνουν τώρα αλλαγές θα χρειαστεί μια δεκαετία για να ξανασυζητηθούν αυτά τα θέματα- όπως το άρθρο 16- δηλαδή δυο θητείες και μια πενταετία- συν την επόμενη θητεία.
Η συζήτηση γίνεται ερήμην του λαού, αλλά και των συνταγματολόγων με όρους προεκλογικού αγώνα. Αν την πρώτη φορά υπάρξει πλειοψηφία 180 βουλευτών, την επόμενη θα χρειαστούν 151 κι αντιστρόφως. Συνεπώς κανένα κόμμα μόνο του δεν μπορεί να αλλάξει τίποτα κι αυτό σημαίνει πως το μόνο που θα αλλάξει είναι κατά πάσα πιθανότατα το άρθρο περί ευθύνης υπουργών -υπό το βάρος της κατακραυγής- με πιθανότατο το ενδεχόμενο να χρειαστεί νέα αναθεώρηση για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που θα προκύψουν -στην αντίθετη κατεύθυνση.
Προφανώς το Σύνταγμα για να επιτρέπεται… η μετάφραση στη δημοτική της Αγίας Γραφής (!)-όπως παρατήρησε ο πρωθυπουργός- αλλά ποιος και πώς θα τις κάνει; H παγίδα που το ίδιο το Σύνταγμα δημιουργεί είναι να κριθούν αναθεωρητέα άρθρα -με διευρυμένη πλειοψηφία 180 ψήφων- που θα αναθεωρήσει μια εύκολη πλειοψηφία -με 151 ψήφους- στην επόμενη Βουλή – πράγμα που δεν απηχεί τη βούληση του νομοθέτη.
Η δεύτερη παγίδα είναι πως αν αυτό δεν συμβεί, όπως φαίνεται με το άρθρο 16, δεν θα μπορεί αυτό να αναθεωρηθεί ίσως και πριν το ….2032- αν δεν έχουμε στο μεταξύ πρόωρες εκλογές. Όπως φαίνεται το προοίμιο “εις το όνομα της Αγίας και ομοουσίου και αδιαιρέτου Αγίας Τριάδας” -κατάλοιπο του προπερασμένου αιώνα θα μας συνοδεύσει για πολύ ακόμα.
Ο περίφημος χωρισμός εκκλησίας και κράτους θα εξελιχθεί απλώς σε μια οικονομική συνεργασία κράτους και Εκκλησίας-υπό την σκέπη της Αγίας Τριάδος.Με την δέσμευση του Συντάγματος να είναι δημόσιοι υπάλληλοι οι ιερείς, όπως θέλει η Νέα Δημοκρατία, αν δεν αλλάξει άποψη, αφού αυτό που …προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ -είναι παλιές απόψεις της Νέας Δημοκρατίας.
Τα ζητήματα για την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και τα όρια της δικαστικής εξουσίας -που μπορεί τώρα να ακυρώνει πράξεις της Βουλής ως αντισυνταγματικές κάνοντας οικονομική πολιτική τίθενται ως επιμέρους αλλαγές που θα περιπλέξουν κι άλλο τα πράγματα με βάσιμο αυτό που είπε ως αστείο ο πρωθυπουργός να χρειάζεται όχι αναθεωρητική, αλλά μια συντακτική συνέλευση.
Αποσπασματικές ιδέες και προτάσεις που θα περάσουν τελικά με μια απλή πλειοψηφία και δεν θα μπορούν να αλλάξουν για μια δεκαετία ή ώριμες αλλαγές που δεν θα γίνουν-γιατί μια -ούτε καν- απλή πλειοψηφία μπορεί να τις μπλοκάρει ενδέχεται να κάνουν το Σύνταγμα μια κουρελού -που δεν θα αλλάξει επί της ουσίας. Τα δύο μεγαλύτερα κόμματα θέλουν “ριζικές”και “γενναίες” αλλαγές -αρκεί να μην τις θέλει ο …άλλος. Θέλουν να αλλάξουν το Σύνταγμα -πράγμα που προϋποθέτει συναίνεση, αλλά δεν πρόκειται να το κάνουν με τον αντίπαλο- ακόμα κι αν συμφωνούν μαζί του.
Η συνταγματική αναθεώρηση, όμως, δεν μπορεί να εξαρτάται από πρόσκαιρες συμμαχίες -που θα ανατραπούν τις επόμενες εκλογές, αλλά πια θα είναι αργά και δεν θα μπορούν να …ξανααλλάξουν. Προφανώς ένα δύσκαμπτο Σύνταγμα μπορεί να δημιουργεί αδιέξοδα -που μπορεί και να υπάρχουν και στις δημοκρατίες- ειδικά αν τα δημιουργούν μόνες τους προσπαθώντας να εντάξουν στο Σύνταγμα εκλογικά συστήματα ή ιδεοληψίες που να δεσμεύσουν τον μελλοντικό νομοθέτη.
Το ερώτημα πλέον δεν είναι τι θα αλλάξει, αλλά η ίδια η διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος. Προφανώς η μόνη λύση δεν είναι η προσθήκη άρθρων, αλλά η αφαίρεση όσων παγιδεύουν τη χώρα στον αιώνα τον άπαντα -στο όνομα της Αγίας Τριάδος πάντα-με την εμμονή στο να κατοχυρώνεται όχι μόνο η παιδεία και η ισότητα, αλλά και ο τρόπος που αυτό θα γίνεται.
Τι σημαίνει “να προστατεύσουμε το νερό” από τις ιδιωτικοποιήσεις- όταν η ίδια η κυβέρνηση τις κάνει; Πιθανότατα η αλλαγή που επιβάλλεται είναι η κατάργηση της πενταετίας ανάμεσα σε δυο αναθεωρητικές βουλές χωρίς όμως να επιτρέπεται να αλλάζει το Σύνταγμα ο καθένας που θέλει κάτι πιο μοντέρνο ή πιο …αρτιστίκ όπως κάνουν ορισμένα κόμματα με τα σήματα -και τα ονόματα- των κομμάτων τους.
Το Σύνταγμα ψηφίστηκε -με μια δεξιά κυβέρνηση να ορίζει ως κρατικά τα πανεπιστήμια. Η Αριστερά που υπερασπίζεται το σχετικό άρθρο δεν το ψήφισε,αλλά το υπερασπίζεται τώρα -που δεν το θέλει το κόμμα που το …ψήφισε. Ο “λαός” -που είναι από καιρό υπέρ της κατάργησης του άρθρου- εν προκειμένω δεν ερωτάται -όπως και σε άλλα πράγματα όπως η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Ο αντιπρόεδρος του Εδεσσαϊκού- αν δούμε το σχετικό βίντεο- δεν μιλάει ακαταλαβίστικα, αλλά με …ακρίβεια. Ήθελε αυτό που δεν ήθελε η άλλη ομάδα, αλλά όταν εκείνη το… ήθελε -και το δέχτηκε, τότε έπαψε να το θέλει εκείνος. “Αυτό ακριβώς” λέει επί λέξει. Ακριβώς όπως η Συμφωνία των Πρεσπών. Ακριβώς όπως η Συμφωνία Τσίπρα- Ιερώνυμου. Ακριβώς όπως ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Προφανώς η κυβέρνηση πιστεύει ότι το δικαίωμα στην παιδεία κατοχυρώνεται αν αυτό αναφέρεται στο Σύνταγμα και πως η δωρεάν παιδεία εξαρτάται από την υποχρέωση τα πανεπιστήμια να είναι κρατικά -όπως και η υπηρεσία ύδρευσης. Αλλά έχουν περάσει χρόνια αφότου δολοφονήθηκε-με άγριο τρόπο- η Ρόζα Λούξεμπουργκ και το …σοβιετικό μοντέλο απέτυχε. Η φράση της “ελευθερία μόνο για τα μέλη της κυβέρνησης, μόνο για τα μέλη του Κόμματος δεν είναι καθόλου ελευθερία” μπορεί να είναι κι ένας υπαινιγμός ότι τα πανεπιστήμια όχι μόνο δεν πρέπει να είναι κρατικά, αλλά επιβάλλεται να μην είναι κρατικά.
Τελικά πέρα από ένα νεοφιλελεύθερο ή ένα “σοσιαλιστικό” Σύνταγμα μπορεί να υπάρχει ένα δημοκρατικό και σύγχρονο Σύνταγμα που πρέπει να αναζητηθεί πέρα από τα “κομματικά” συντάγματα- ίσως την επόμενη δεκαετία. Που να προστατεύει την δωρεάν- και ελεύθερη- παιδεία, όσο και το νερό, αλλά πώς; Mάλλον είχε δίκιο ο δάσκαλος Στ. Τσακυράκης όταν έλεγε- το 2014- ότι το Σύνταγμα “δεν είναι ένα κείμενο στο οποίο προσθαφαιρούμε λέξεις, προτάσεις και άρθρα κατά το δοκούν”.
“Το χειρότερο είναι ότι όλες αυτές οι άσχετες διατάξεις παράγουν τελικά ένα φλύαρο και αναποτελεσματικό Σύνταγμα, που δεν ξεχωρίζει σε τίποτα από τους κοινούς νόμους. Αν θέλουμε να κάνουμε μια σοβαρή αναθεώρηση, ας πάρουμε ένα ψαλίδι και ας κόψουμε τους βερμπαλισμούς και τις ανάρμοστες για ένα Σύνταγμα διατάξεις. Προφανώς, όμως, αυτό απαιτεί νηφαλιότητα, ενδελεχή συζήτηση με όλες τις πολιτικές δυνάμεις και συναίνεση για ένα λιτό Σύνταγμα που να περιλαμβάνει τις θεμελιώδεις αρχές της κοινωνικής μας συμβίωσης”.