Έχει μέλλον το Kίνημα της Αλλαγής;

Toυ Γιώργου Χ. Σωτηρέλη *

Ανήκω σε αυτούς που είχαν έντονες ιδεολογικοπολιτικές επιφυλάξεις για τον ανορθόδοξο τρόπο με τον οποίο επιχειρήθηκε η συγκρότηση ενός ενιαίου φορέα της «κεντροαριστεράς». Ωστόσο, μετά από πολλή σκέψη αποφάσισα να συμβάλω στο όλο εγχείρημα, αναλαμβάνοντας τον οργανωτικό συντονισμό της εκλογικής διαδικασίας, προκειμένου να δοθεί σε αυτόν τον χώρο μια νέα ευκαιρία αναστοχασμού, υπέρβασης των πολλαπλών μεταλλάξεών του και εκλογικής ανάκαμψης.

Παρότι όμως η διαδικασία υπήρξε πράγματι αδιάβλητη –σε πείσμα όσων δεν είχαν ξεχάσει τις παλιές συνήθειες…– και η προσέλευση ξεπέρασε κατά πολύ τα στενά όρια των επί μέρους συνιστωσών, η συνέχεια στο πρόσφατο «Συνέδριο» δεν υπήρξε ανάλογη. Η μεν εκλεγείσα επικεφαλής δεν σηματοδότησε με τις εν γένει επιλογές της –αλλά και με την αδικαιολόγητη εμμονή της σε «φθαρμένα υλικά»– την πολιτική κεφαλαιοποίηση της νέας δυναμικής τα δε υπόλοιπα μέλη του Πολιτικού Συμβουλίου είτε επέβαλαν είτε ενέδωσαν σε ανεπίτρεπτους συμβιβασμούς, που εμφανίζουν προς τα έξω την εικόνα ενός θολού και αβέβαιου εγχειρήματος, χωρίς ξεκάθαρα οργανωτικά και αξιακά χαρακτηριστικά.

Κατά την άποψή μου, δεδομένου ότι η ιδεατά ορθότερη λύση –της αυτοδιάλυσης των κομμάτων (με απόφαση όμως των μελών τους και όχι εξ υφαρπαγής…) και της   δημιουργία ενός πραγματικά νέου κόμματος– δεν έχει ακόμη  ωριμάσει, η μόνη ρεαλιστική επιλογή που είχε το Συνέδριο, με βάση τα σημερινά δεδομένα, ήταν να διατηρηθούν μεν οι συνιστώσες –κόμματα και «σχήματα»– αλλά να λειτουργήσουν σε μια σφικτή ομοσπονδιακή δομή, με ισχυρά αποφασίζοντα όργανα, που θα διαθέτουν διπλή δημοκρατική νομιμοποίηση: αφ’ενός μεν έμμεση, από τα συνιστώντα μέρη (Συμβούλιο Αρχηγών), αφ’ετέρου δε άμεση, από το σύνολο του εκλογικού σώματος του νέου φορέα (Κεντρική Επιτροπή), με την πρόβλεψη όμως συγκεκριμένων εκλογικών εγγυήσεων για αντιπροσώπευση και των μειοψηφιών (πχ περιορισμοί ως προς τις υποψηφιότητες και την σταυροδοσία, ασυμβίβαστο για τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής ανάμεσα στα επί μέρους σχήματα και τον νέο φορέα κοκ). Απαρέγκλιτη, βέβαια, συνέπεια αυτής της επιλογής θα ήταν η συναπόφαση, για όλα τα κρίσιμα θέματα, των δύο οργάνων και στη συνέχεια η ενιαία έκφραση προς τα έξω…

Οι στιγμές είναι τόσο κρίσιμες για το μέλλον του τόπου οι αποφάσεις πρέπει να είναι ανάλογες. Και αν δεν ληφθούν σύντομα,  το νέο σχήμα είτε δεν θα φθάσει καν μέχρι τις εκλογές είτε θα φθάσει, θα αποτύχει και θα διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη…

Αντί αυτού, όμως, αποφασίσθηκε τελικά μια χαλαρή εκλογική συμμαχία κομμάτων και «σχημάτων» (που εξωθούνται και αυτά, εν τέλει, να γίνουν κόμματα). Κι όλα αυτά στο παρασκήνιο, με μεθοδεύσεις που κάθε άλλο υπηρετούν την αναγκαία εσωκομματική δημοκρατία, καθώς το κύριο χαρακτηριστικό της νέας δομής είναι η έλλειψη άμεσης δημοκρατικής νομιμοποίησης σε οποιοδήποτε άλλο όργανο, πλην της επικεφαλής. Οι σύνεδροι στο σύνολό τους διορίσθηκαν, στην συνέχεια δε κατάλαβαν ότι συμμετείχαν, στην πραγματικότητα, σε Συνδιάσκεψη και όχι σε Συνέδριο… Στην συνέχεια δε εκχώρησαν, εκόντες άκοντες, στα κόμματα και τα «σχήματα», το δικαίωμα να αναδείξουν εκείνα, μόνα τους, τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής, με βάση μια περίεργη ποσόστωση, την λογική της οποίας δεν κατάλαβε κανείς, εκτός από τους εμπνευστές της…

Αλλά τα παράδοξα δεν τελείωσαν εδώ. Δεν υπήρξε ούτε καν δέσμευση για μια στοιχειωδώς δημοκρατική ανάδειξη από τα επί μέρους κόμματα, με αποτέλεσμα μόνο η ΔΗΜΑΡ να διεξαγάγει εκλογές και όλοι οι άλλοι να επιλεγούν, όπως φαίνεται, από τις ηγεσίες τους…

Οι εγγενείς αδυναμίες της νέας δομής δεν άρχισαν να εμφανισθούν. Το έναυσμα δόθηκε με την ξεχωριστή συνάντηση (διαπραγμάτευση;) Τσίπρα – Θεοδωράκη. Εκεί όμως που φάνηκαν ανάγλυφα τα προβλήματα είναι στην πρόταση για την συνταγματική αναθεώρηση, που εξελίχθηκε εν τέλει σε πεδίο αναμέτρησης ποικίλων μικροκομματικών ή καθαρά προσωπικών στρατηγικών. Υποτίθεται ότι θα υπήρχε μια μόνο πρόταση, με βάση την απόφαση και την όλη συζήτηση του «Συνεδρίου» (στο οποίο, προσωπικά, δεν συμμετείχα, λόγω των προαναφερθεισών επιφυλάξεών μου). Τελικά υπήρξαν, στην πραγματικότητα, τέσσερις, που καλύπτουν, με ετερόκλητες αιτιολογίες και πρακτικές, όλη την γκάμα των δυνατών εκδοχών: μια μίνι αναθεώρηση, του Νίκου Αλιβιζάτου, μια  ευρύτερη, της Επιτροπής  (η επίσημη), μια ακόμη ευρύτερη, του «Ποταμιού» –λες και δεν μετείχε στο «Συνέδριο»…– και τέλος μια εντελώς αρνητική (μη αναθεώρηση), ενταγμένη μεν στην προσωπική ιδεολογικοπολιτική ατζέντα του Ευάγγελου Βενιζέλου αλλά με  δικαιολογημένες, μάλλον, διαμαρτυρίες γιατί δεν ρωτήθηκε).

Πλήρης αδυναμία, δηλαδή, να εκφρασθεί ενιαία άποψη, και μάλιστα σε ένα θέμα προνομιακό για την διατύπωση εναλλακτικής και πράγματι προοδευτικής πολιτικής, που δεν θα ταυτίζεται ούτε με την αμήχανη, συντηρητική –και ψοφοδεή απέναντι στο κρατικοεκκλησιαστικό κατεστημένο– στάση της Νέας Δημοκρατίας αλλά ούτε και με τις συνεχιζόμενες αμετροέπειες του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος επιμένει  να καλλιεργεί αυταπάτες περί  «προοδευτικής» και «ταξικής» αναθεώρησης, σε συνεχή αντίφαση με την εξαιρετικά προβληματική στάση του απέναντι στο ισχύον Σύνταγμα αλλά με πλήρη παραγνώριση τόσο των σημερινών συσχετισμών όσο και των τεράστιων ευθυνών του λόγω της συνεργασίας του με την ακροδεξιά…

Είναι φανερό, με βάση τα ανωτέρω, ότι με φέουδα και βιλαέτια δεν μπορεί να είναι κανείς αισιόδοξος για το μέλλον αυτού του χώρου, ο οποίος θα μπορούσε πράγματι, με τις αναγκαίες πολιτικές και ιδεολογικές συνθέσεις, να εξελιχθεί σε μια νέα –αξιόπιστη και ρηξικέλευθη– εκδοχή του δημοκρατικού σοσιαλισμού. Δεν υποτιμώ τις δυσκολίες ούτε αγνοώ τα ειδικότερα προβλήματα. Ωστόσο, όταν οι στιγμές είναι τόσο κρίσιμες για το μέλλον του τόπου οι αποφάσεις πρέπει να είναι ανάλογες. Και αν δεν ληφθούν σύντομα,  το νέο σχήμα είτε δεν θα φθάσει καν μέχρι τις εκλογές είτε θα φθάσει, θα αποτύχει και θα διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη…

  • Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Συντομευμένη εκδοχή αυτού του κειμένου δημοσιεύθηκε στα Νέα στις 31.3.2018