Ακαταδίωκτο, κυρ-Παντελή μου

ΦΩΤΟ: ΑΠΕ ΜΠΕ / ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΡΑΠΑΝΗΣ
Του Ιωάννη Δαμίγου

Ψυχραιμία κυρ-Παντελή μου, πάντα τα ζύγιαζες όλα κατά το ωφέλιμο και προέβλεπες τις πρέπουσες κινήσεις σου προσεκτικά και μετρημένα. Απεχθανόσουν το ρίσκο, τον τζόγο και κάθε λογής παίγνιο, τράπουλα δεν ακούμπησες ούτε για πασιέντζα, ζάρια δεν κροτάλισες μηδέ για τον ‘Γκρινιάρη’. Κάποιο λαχείο που και που, έπαιρνες μόνο από τον λαχειοπώλη για να έχεις μια καλημέρα μαζί του και για τα χωρατά του. Τον συμπαθούσες ιδιαίτερα όμως και καμάρωνες χαμογελώντας όταν σε χαιρετούσε, αποκαλώντας σε, νοικοκύρη.

Ξαφνικά τρόμαξες, έντιμε άνθρωπε κυρ-Παντελή ακούγοντας για επιλογή, χαμηλού , μεσαίου και υψηλού ρίσκου, της σύνταξής σου και ανάλογης απόδοσης κέρδους. Δεν είναι για τζογάρισμα οι εισφορές σου, τι απίστευτα και παράνομα καμώματα είναι αυτά; Και το καλύτερο, για ‘χασούρα’ (όπως αρέσκεσαι να λες), κουβέντα καθαρή, παρά κάποια μισόλογα για εγγυήσεις και τρέχα γύρευε. Καμία εξήγηση, καμία δικαιολογία δεν άκουσες για το ποιος θα καταστεί υπεύθυνος στην περίπτωση της απώλειας της σύνταξής σου. Ακαταδίωκτο; Ψέλλισες, αδυνατώντας να διανοηθείς την άρνηση σχέσης, ακαταδίωκτου και υπεύθυνου, έντιμε άνθρωπε κυρ-Παντελή.

Δηλαδή χαμένος από χέρι, λες και έμπλεξες με παπατζήδες της οδού Αθηνάς και μάλιστα χωρίς τσιλιαδόρους, μέρα μεσημέρι. Με πορτοφολάδες, που τώρα τους λένε golden boys και που προστατεύουν οι πολιτσμάνοι και όλη η κυβέρνηση, που ψήφισες δαγκωτά, έντιμε άνθρωπε κυρ-Παντελή, νοικοκύρη. Ναι, άλλα σου είπαν και άλλα σου κάνουν, δεν τους ψήφισες για τέτοια στημένα παιχνίδια. Αλλά θύμισέ μου, πότε σου έταξαν κάποια και πότε τα έπραξαν; Γιατί χρόνια τώρα αυτούς ψηφίζεις, οικογενειακώς, δεν είναι η πρώτη σου φορά, παράδοση είναι αυτή. Και σαν σε νοικοκύρη, αυτό άρμοζε και έπρεπε από μεριά σου.

Μακριά από ‘κυνηγημένους’ και αντιφρονούντες αριστερούς, που σπέρνουν καινά δαιμόνια και ζητούν και αγωνίζονται και απαιτούν. Και δεν εκκλησιάζονται Κυριακή όπως κάνεις εσύ με την οικογένειά σου, φορώντας τα καλά σου σαν καλός χριστιανός, μαζί με άλλους νοικοκύρηδες, που όμως δεν ανταλλάζεις ούτε μια καλημέρα, απορώντας γιατί συμβαίνει αυτό. Και τώρα έντιμε άνθρωπε κυρ-Παντελή; Πως αισθάνεσαι; Προδομένος, πάλι, από τους ‘δικούς’ σου; Αλλά κυρίως πως θα πορευτείς το λοιπόν; Χωρίς απόδοση δικαιοσύνης για τα χρόνια που δούλεψες και στερήθηκες, προσβλέποντας στην πολυπόθητη σύνταξη, που με ανοχή σου μειώνεται χρόνο-χρόνο, μήνα-μήνα.

Να σε περιγελούν, μπροστά στα μάτια σου, γιάπηδες και golden boys, που εσύ στήριξες και να τους κοιτάς άπραγος, όπως άπραγος ήσουν πάντα. Να μην ενδιαφέρονται πως θα τα βγάλεις πέρα, με τις αυξήσεις στα τρόφιμα, στο ρεύμα, σε όλα (σε λίγο ιδιωτικοποιούν και το νερό). Και να αποφεύγεις, για πρώτη φορά στην ζωή σου, να κοιτάξεις στα μάτια την γυναίκα σου, έντιμε άνθρωπε κυρ-Παντελή.

Μήπως πρέπει να ρωτήσεις, χωρίς πλέον αναστολές, για καμιά ενημερωτική πληροφορία, εκείνους τους ‘άπλυτους’ μπας και γυρίσει αλλιώς η ζωή σου, αυτή που σου έμεινε; Για να κοιτάξεις στα μάτια, που τόσο σου έλειψαν, χωρίς ενοχές, την γυναίκα σου. Ξεκίνα γιατί έχεις αργήσει, έντιμε άνθρωπε κυρ-Παντελή.