Αλβανός γαμπρός

Του Γ. Τεκίδη

«Τον μάζεψα από τα σοκάκια, τού έδωσα δουλειά, τον τάισα, τον έντυσα και να τώρα το τσογλάνι, το αχάριστο πως μου το ξεπληρώνει. Δεν με χωράει ο τόπος, η στενοχώρια μου πνίγει την ανάσα. Καταγίνομαι όλη μέρα με τα χωράφια και το βράδυ που γυρίζω στο σπίτι αντικρίζω το σκοτεινιασμένο πρόσωπο εκείνης. Έτσι μου  έρχεται να πάρω φόρα να πηδήξω από το μπαλκόνι να γλιτώσω μια και καλή».

  Ήπιε μια γουλιά ρετσίνα κι άναψε τσιγάρο.

Σε ζαλίζω κι εσένα ρε Μπάμπη με τα ίδια και τα ίδια, όμως….»   

«Δεν πειράζει Νικόλα» τον διέκοψε ο άλλος «αν η κουβέντα σε ξαλαφρώνει….. γι’αυτό είναι οι φίλοι»

«Σ’εκείνο το καταραμένο το λεωφορείο, που λες, τον συνάντησα για πρώτη φορά. Εγώ ερχόμουν για το χωριό, κι΄αυτός αν θυμάμαι καλά πήγαινε Κατερίνη. Πιάσαμε την κουβέντα. Πώς σε λένε φιλαράκο, τον ρώτησα κάποια στιγμή. Ερβίς μου απαντάει κι΄εμεινα με το στόμα ανοιχτό.

Τι Ερβίς, του λέω, δεν είσαι δικός μας, δηλαδή έλληνας;

Όχι αφεντικό αλβανός είμαι. Να που έπεσα έξω με τούτον, σκέφτηκα. Πρώτη φορά αντίκριζα τέτοιον αλβανό. Η κοψιά του, θέλω να πω, δεν θύμιζε εκείνους τους μαυριδερούς, κακοζωισμένους και ασουλούπωτους συμπατριώτες του. Ξανθός, γαλανομάτης, αυτός, με καθαρά ρούχα και άσπρα, κάτασπρα σαν κοριτσίστικα μούτρα. Μιλούσε φαρσί τα ελληνικά χωρίς να κομπιάζει η να τα μπερδεύει. Κόντευε τα είκοσι και στην Ελλάδα είχε έρθει πριν τέσσερα χρόνια .Δεν ξέρω αλλά τον συμπάθησα τον κερατά και κάποια στιγμή του πρότεινα να ‘ρθει εδώ στον Καταχά να δουλέψει στα δικά μου χωράφια. Αυτός δέχτηκε, κι’ έτσι κουβάλησα τον μπελά στο σπίτι μου».

“Η αλήθεια είναι Νικόλα ότι τόσο καιρό εδώ στο χωριό δεν έδωσε δικαιώματα”.

“Δεν μπορώ να πω. Είχε όμως απ΄ ότι φάνηκε το κωλόπαιδο το σχέδιο του, κι΄ ένα πρωί έβαλε τη φωτιά στο σπίτι μου κι ακόμα να τη σβήσω. Άκου, λέει, την αγαπάει και θέλει να την παντρευτεί. Ποια  ρε τον ρωτάω, δεν άκουσα καλά, για ξαναπέστο. Τη Λένα, αφεντικό, μου αποκρίνεται κοιτάζοντάς με κατευθείαν στα μάτια σαν να ΄λέγε το φυσικότερο πράγμα στον κόσμο. Για το Λενάκι το δικό μου μιλούσε ο ξεβράκωτος, κι΄ εμένα μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Τον άρπαξα από το λαιμό και παραλίγο να τον πνίξω. Δεν έκανε καμιά προσπάθεια ν΄αντισταθεί, μόνο μουρμούριζε ότι πρέπει να συζητήσουμε ψύχραιμα σαν πολιτισμένοι άνθρωποι. Τίποτα ρε πούστη, δεν έχουμε να πούμε, ούρλιαζα και τον ταρακουνούσα. Την άλλη βδομάδα, ρε, που τελειώνει το καπνομάζωμα, να πάρεις τα μεροκάματά σου και να τσακιστείς. Κοίτα φίλε μου τι σου ξημερώνει από τη μια στιγμή στην άλλη. Ύπουλη φάρα, Μπάμπη, ύπουλη…οχιές πραγματικές. Είδε περιουσία, μπόλικο φαΐ, βρήκε και το χαζοπούλι το δικό μου, εδώ είμαστε μάγκα, σκέφτηκε. Για τα μούτρα του ρε την κανακεύαμε από μια χουφτίτσα άνθρωπο με την μάννα της; Έτρεξα αμέσως στο σπίτι και την βρήκα. Τι είναι αυτά μωρό μου, που λέει αυτός ο βρομιάρης ο Ερβίς, την ρωτάω, κι΄ η ψυχή μου κόντευε να βγει, μέχρι εκείνη να απαντήσει. Κατέβασε στην αρχή το κεφάλι και δεν έβγαζε άχνα. Λέγε μωρέ, φώναξα, τρέμοντας ολόκληρος. Είναι αλήθεια, ψιθύρισε, αγαπιόμαστε και………Δεν πρόλαβε να τελειώσει την κουβέντα, τής έδωσα μια ξανάστροφη και βροντώντας πίσω μου την πόρτα, άρχισα να σπάζω ότι συναντούσα στο πέρασμα μου. Την συνέχεια λίγο-πολύ την γνωρίζεις”.

“Πέρασε καιρός από το συμβάν Νίκο, κι αναρωτιέμαι αν σκέφτηκες καμιά φορά να νερώσεις λιγάκι το κρασί σου”.

Ο άλλος δεν απάντησε, μόνο φώναξε το παιδί του καφενείου, πλήρωσε το λογαριασμό και ξεκίνησε για το σπίτι.

————————————————-

Μόνος του πήγε εκείνη τη μέρα στη Θεσσαλονίκη για δουλειές ο Νίκος Ανδρεάδης, και γύρισε παρέα στο χωριό με τον Ερβίς τον Αλβανό. Φαίνεται καλό παιδί, είπε στη γυναίκα του την Όλγα, θα δουλέψει μαζί μας, μιλάει καλά τα ελληνικά, θα με βοηθήσει να συνεννοούμαι και με τους άλλους τους συντοπίτες του. Η άνοιξη ήταν στα μισά, το καλοκαιράκι φάνηκε στη στροφή κι΄ ο Νικόλας χρειάζονταν χέρια για τα χωράφια. Πάνω από ογδόντα στρέμματα καλλιέργειες, τα μισά περίπου καπνός και τα άλλα ροδάκινα και ακτινίδια. Είκοσι χρόνια σκληρής δουλειάς και υπομονής στη Γερμανία, του στοίχισε αυτό το βιός. Αυτό και το σπίτι που έκτισε στο χωριό μόλις γύρισε από τα ξένα. Ο συχωρεμένος ο γέρος του πέρα από την ευχή του και πέντε ξερικά στρέμματα, δεν είχε τίποτα άλλο να του αφήσει. Γι΄ αυτό κι΄ εκείνος σαν γύρισε με το απολυτήριο του στρατού στο χωριό, έβαλε μπρος για το διαβατήριο αποφασισμένος να κυνηγήσει σε ξένους τόπους την τύχη του.

Λίγο πριν επιστρέψει γνώρισε στο Ανόβερο την Όλγα, δέκα χρόνια μικρότερή του. Γκρίνιαζαν οι δικοί της, και μια τους έφταιγε η ηλικία του γαμπρού, την άλλη που θα γύριζαν στην Ελλάδα, μα κατά πώς φάνηκε αργότερα, την είχαν ταγμένη σ΄ ένα Γερμανό καθηγητή, κι΄ ο αθεόφοβος ο Ανδρεάδης τους χάλασε τα σχέδια. Τα στύλωσε το κορίτσι, τους  το κόψε ορθά-κοφτά ότι τον αγαπάει, κι ένα μουντό βροχερό πρωινό τους άφησε γεια, ακολουθώντας τον καλό της στην πατρίδα. Δύο χρόνια μετά έμεινε έγκυος στη Λενιώ για πρώτη και τελευταία φορά. Είχε δύσκολη γέννα, ακολούθησε και η αρρώστια κι΄ οι γιατροί ήταν κατηγορηματικοί όταν την συμβούλευαν να μην επιχειρήσει νέα εγκυμοσύνη πού ίσως τής στοίχιζε την ζωή. Δεν πειράζει αφού έτσι το θέλησε ο Θεός, παρηγορήθηκε το ζευγάρι κι ο Νικόλας ρίχτηκε στη δουλειά κάνοντας όνειρα για την μοναχοκόρη του. Και να τώρα όλα γύρισαν καπάκι με τον ερχομό ΄΄αυτουνού του αληταρά΄΄ όπως αποκαλούσε τον Ερβίς ο Ανδρεάδης. Πάνω στο καταμεσήμερο, δύο μέρες μετά το συμβάν με τον Ερβίς, είδε να καταφτάνει αλαφιασμένη στο χωράφι την γυναίκα του την Όλγα. “Τρέχα Νίκο, η Λενιώ εξαφανίστηκε. Έφαγα τον κόσμο από το πρωί να την ψάχνω ………’’

Σαν αστραπή πέρασε από το μυαλό του η σκέψη και με φωνή που έτρεμε απευθύνθηκε στους ξένους που είχε στη δούλεψή του.      

“Όχι, αφεντικό” απάντησαν εκείνοι “το πρωί που ξυπνήσαμε ο Ερβίς έλλειπε”.

Το τσογλάνι, το φίδι, τώρα μου κλέβει και την ψυχή μου, μουρμούριζε καθώς οδηγούσε σαν τρελός για το σπίτι. Κι΄ όσο εκείνος αράδιαζε κατάρες και απειλές, η Όλγα προσπαθούσε να καταλάβει τι έγινε αφού εκείνος της είχε κρύψει το επεισόδιο με τον Ερβίς. Βρήκαν την κάμαρά της ανάστατη και ρούχα πεταμένα δεξιά κι΄ αριστερά.                        

 “Έφυγε Όλγα…έφυγε με τον λεγάμενο”, ακούστηκε ξέπνοα ο Νικόλας και της διηγήθηκε τα καθέκαστα. Τον κοιτούσε με ορθάνοιχτα μάτια και το πρόσωπο γεμάτο αγωνία η γυναίκα χωρίς να βγάζε μιλιά. Έτσι την άφησε εκείνο το μεσημέρι σύξυλη στη μέση της κάμαρας, κι αυτός πήρε σβάρνα σπίτια και γνωστούς και φιλενάδες της κόρης του, ρωτώντας για εκείνη. Κανένας δεν άκουσε , κανένας δεν είδε.

“Να πάς στην αστυνομία τον συμβούλεψαν οι φίλοι, την έκλεψε, είναι απαγωγή”.

“Τι απαγωγή και κουραφέξαλα κ. Ανδρεάδη, η κοπέλα έκλεισε εδώ και καιρό τα δεκαοχτώ και ως ενήλιξ αποφασίζει μόνη της”, είπε ο διοικητής της ασφάλειας στη Κατερίνη, συνιστώντας υπομονή κι όταν θα χουν νεώτερα από την έρευνα που θα κάνει η αστυνομία θα τον ενημερώσουν.                     

Τα μάτια της γυναίκας του γεμάτα παράπονο και ερωτηματικά τον περίμεναν το βράδυ στο σπίτι. Κούνησε αρνητικά εκείνος το κεφάλι κι άρχισε να λέει διάφορα για να την παρηγορήσει. Μίλαγε ώρα χωρίς να παίρνει απάντηση.                          

 “Πες και συ κάτι”  την παρακάλεσε κάποια στιγμή.

“Την κόρη μου Νικόλα, τη Λενιώ μας, να την βρεις και να την φέρεις στο σπίτι”.             

Παράκληση και προσταγή μαζί και ευθύνη για εκείνον τα λόγια της. Ένοιωσε το σπίτι να τον πνίγει και βγήκε  έξω στην αυλή να πάρει μια ανάσα. Με το ξημέρωμα πήρε την απόφαση.          

 “Φεύγω πάω να τους βρω. Μη με περιμένεις απόψε” είπε στην Όλγα και περνώντας από το χωράφι πήρε μαζί του και τον Φατμίρ τον φίλο του Ερβίς.

 “Πώς το λένε το χωριό του ρε Φατμίρ”;

“Πεχίν, αφεντικό, και είναι λίγα χιλιόμετρα πριν από τα Τίρανα”.

Έφτασαν αργά το απόγευμα. Τρόμαξε το κορίτσι μόλις τον αντίκρισε στο κατώφλι του σπιτιού. Γρήγορα όμως συνήλθε και έτρεξε στην αγκαλιά του. Κοιτούσαν έκπληκτοι και οι γονείς του Ερβίς και ρωτούσαν τον Φατμίρ τι συμβαίνει. Ξέχασε ο Νικόλας και θυμό και οργή και όσα σκληρά λόγια σχεδίαζε να πει στη θυγατέρα του,  από την στιγμή που εκείνη τον αγκάλιασε. Την κάθισε στα γόνατά του, όπως το συνήθιζε από τότε που ήταν παιδούλα, και πήρε να την μαλώνει γλυκά για την κουτουράδα της και να παραπονιέται για την στενοχώρια που τους κέρασε, μα περισσότερο και για τον κόσμο στο χωριό που κουτσομπόλευε κι ΄έλεγε τα χίλια-μύρια. Χαμήλωσε εκείνη το κεφάλι ζητώντας συγνώμη, όμως δεν το ΄χε σκοπό, λέει, να γυρίσει πίσω μαζί του.        

“Τι θα κάνεις καρδούλα μου, εδώ, πώς θα ζήσεις σ ΄αυτή την χαμοκέλα, μέσα στη φτώχεια και την ανέχεια. Εγώ κι η μαμά σου είχαμε άλλα όνειρα για σένα” 

Αμετάπειστο το κορίτσι, άρχισε να του λέει γι΄ αυτά που σχεδίαζαν με τον Ερβίς, και πόσο ευτυχισμένη ήταν μαζί του.   

  “Προσπαθήστε να με καταλάβετε κι΄ εσύ και η μαμά”, έλεγε με μάτια που έλαμπαν, “δεν είναι οι ζωές μας χωράφια να τις ορίζεις όπως εσύ θέλεις μπαμπά”.

Οργή και θυμός σκοτείνιασαν με μιας το μυαλό του Ανδρεάδη.

“Ώστε διαλέγεις αυτούς τους βρομιάρηδες. Αυτό θέλεις να πεις;’’      

“Είσαι πολύ σκληρός και άδικος, και γεμάτος προκατάληψη γι΄αυτούς τους ανθρώπους”           

Έμειναν μερικές στιγμές σιωπηλοί. Ύστερα η Λενιώ σηκώθηκε, φίλησε στο μάγουλο τον πατέρα της και βγήκε από το δωμάτιο. Κάτι θέλησε εκείνος να πει απλώνοντας τα χέρια προς τη μεριά της, δεν πρόλαβε όμως γιατί ο πατέρας του Ερβίς άρχισε κάτι να λέει.

“Τι μουρμουρίζει αυτός ρε Φατμίρ”;                         

 “Λέει αφεντικό, ότι στενοχωριέται για όλα αυτά, κι ότι κακίζει τον Ερβίς για το φέρσιμό του. Ζητάει συγχώρεση και λυπάται που δεν μπορεί να σε βοηθήσει”.

“Ρώτα τον ρε, που είναι ο προκομμένος”  

 “Σήμερα το πρωί, λέει αφεντικό, πήγε στα Τίρανα για κάτι δουλειές”.                                

                           ———————————————-

«Στο δρόμο, καθώς γυρίζαμε, Μπάμπη, παραλίγο να βάλω τα κλάματα. Ντρεπόμουν, όμως, τον Αλβανό που είχα μαζί μου και δώστου που λες να καταπίνω το παράπονο. Στην εξώπορτα με περίμενε  η Όλγα, και σαν είδε να κατεβαίνω μόνος από το αμάξι, το μούτρο της έγινε πιο σκυθρωπό. Έτσι που την είδα δε ξέρω τι έπαθα και το γινάτι φούντωσε μέσα μου.

“Η σαψάλω η κόρη σου καλά είναι, μα προτιμάει να μείνει με τους άπλυτους  στην Αλβανία”.

 Κουβέντα δεν έβγαλε εκείνη.

«Άλλαξε Μπάμπη, αλλάξαμε και οι δυο, δεν είμαστε ίδιοι μετά το φευγιό της κόρης μας. Μένει μέρες ολόκληρες σιωπηλή, και μονάχα σαν είναι σοβαρή ανάγκη ανοίγει το στόμα να πει μια κουβέντα και αυτή μισή. Είναι μερικές φορές που πιστεύω ότι η Όλγα έχει πεθάνει από εκείνη τη μέρα, και ότι στο σπίτι τριγυρνάει το λείψανο της. Ναι Μπάμπη, ας με συγχωρέσει ο θεός, τα βράδια που γυρίζω στο σπίτι τρομάζω έτσι που την βλέπω και περνάνε αλλόκοτες σκέψεις από το μυαλό μου. Έκοψε ακόμη και από τη γειτονιά. Ούτε πηγαίνει, ούτε δέχεται επισκέψεις. Τις προάλλες τι της ήρθε και εκεί που τρώγαμε το μεσημέρι με ρώτησε αν θυμάμαι τον Χανς τον Μπάουμαν, τον επιστάτη που είχα στο εργοτάξιο στο Ανόβερο εκείνα τα χρόνια που είμαστε στη Γερμανία. Δυο μέτρα κοντά ψηλός, πάνω από εκατόν τριάντα κιλά με κατακόκκινα τα μούτρα  και πρησμένα μάτια από το αλκοόλ, στεκόταν κάθε πρωί στη μέση του εργοταξίου με ανοιχτά τα πόδια και τα χέρια στη μεσολαβή και έριχνε ένα γύρω το βλέμμα σαν νυχτερινός προβολέας σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Τίποτε, δε του άρεσε σε μας τους ξένους, τον άτιμο, και κάθε τόσο να οι παρατηρήσεις και οι βρισιές μαζί. Στα μάτια του καθρεφτιζόταν η περιφρόνηση και η αηδία για όλους τους ξένους, έλληνες, ισπανούς, ιταλούς και βάλε. Τον φανταζόμουν που λες με στρατιωτική στολή και τα διακριτικά των ES-ES και μ έπιανε ανατραχίλα. Ένα πρωί τον βρήκανε νεκρό σ ένα σοκάκι πίσω από μια μπυραρία ,κατουρημένο και χεσμένο από το πολύ πιοτό. Οι γιατροί είπαν αποπληξία κι εμείς στο εργοτάξιο νοιώσαμε ανακούφιση που γλιτώσαμε από το δυνάστη μας.       

 Πώς σου ήρθε ρε γυναίκα τώρα. Άκου λέει, ξεχνιέται ο Μπάουμαν, της είπα. Ο Μπάουμαν ήταν ο Μπάουμαν, μου απαντά, και η συμπεριφορά του ασορτί με τις ιδέες και τα πιστεύω του. Κάτι άλλοι όμως υποκρίνονται πως είναι διαφορετικοί απ αυτό που πραγματικά είναι.   

Άκου να δεις, τώρα λόγια. Τι θέλεις να πεις, τη ρωτάω, ότι εγώ κι εκείνος είμαστε το ίδιο;    

Όχι ακριβώς, μου απαντάει, άλλαξαν οι καιροί , έτρεξε πολύ νερό στο ποτάμι, το σκουλήκι όμως που κουβαλάμε μέσα μας σε μερικούς φαίνεται ότι έχει γερές αντοχές. Σκουλήκι, ξεσκουλήκι, της λέω, δεν ξέρω που το πάς, αλλά εγώ ποτέ δεν κυνήγησα τους ξένους, ούτε μ ενδιαφέρει τι πιστεύουν και ποιο θεό προσκυνάνε. Τους έδωσα δουλειά, τους τάισα, κι αυτό γιατί έκανα στα ξένα και ξέρω. Τούς έδωσες μεροκάματο και φαΐ, συνέχισε αυτή, μα ποτέ δεν προσπάθησες να τους νοιώσεις, να τους αποδεχτείς με τα καλά τους και τα κουσούρια τους.   

Την άκουγα και μου φαίνονταν σαν ψέματα όλα αυτά. Πρώτη φορά μου μιλούσε έτσι. Με μπέρδεψε προς στιγμή, αλλά γρήγορα κατάλαβα που το πήγαινε κι είπα μέσα μου, μωρέ δεν θα με τουμπάρεις τώρα εσύ».

Μιλούσε κι η ανάσα του έγινε πιο γρήγορη. Σήκωσε το ποτήρι με το τσίπουρο και το κατέβασε μονορούφι.                                                                    

 “Ηρέμησε Νίκο, και δες τα πράγματα ψύχραιμα”               

 “Και εσύ για ψυχραιμία μιλάς Μπάμπη και δεν μου εξηγείς τι εννοείς”      

  ‘’Τι να εννοώ ρε Νικόλα. Δεν βαρέθηκες να βασανίζεσαι και να βασανίζεις και τους άλλους; Επιτέλους ούτε εγκληματίας είναι, ούτε κλέφτης. Κι η γυναίκα σου στα πιο πολλά δεν έχει άδικο”.            

Τινάχτηκε από την καρέκλα του ο Ανδρεάδης σαν να τον δάγκωσε σκορπιός . Η αρχική έκπληξη από τα λόγια του φίλου του, γρήγορα έδωσε την θέση της στην αγανάκτηση και τον θυμό.                     

 “Ποτέ ρε, ποτέ ο αλβανός γαμπρός μου” είπε και κτύπησε με δύναμη την γροθιά του στο τραπέζι.               

Στο καφενείο απλώθηκε ησυχία, και τα βλέμματα  όλων στράφηκαν πάνω του.        

                  ————————————————

Το τελευταίο Σάββατο εκείνου του Νοέμβρη, η Όλγα σηκώθηκε από τα χαράματα κι άρχισε τις ετοιμασίες για το ταξίδι. Καθισμένος στην κουζίνα ο Νικόλας  έπινε τον καφέ του σκαλίζοντας κάτι  χαρτιά με λογαριασμούς.

“Είμαι  έτοιμη”, είπε η γυναίκα και έκατσε απέναντί του.

“Όπου να ναι θα ρθει κι ο Φατμίρ”, είπε εκείνος , “επιστρέφει στο χωριό του να ξεχειμωνιάσει και τον παρακάλεσα να σε πάει μέχρι εκεί. Μη φοβάσαι είναι καλός οδηγός και προσέχει”.

“Κι εσύ Νικόλα……κι εσύ επιμένεις ακόμα”;                          

Έσκυψε εκείνος το κεφάλι συλλογισμένος και βάλθηκε να τακτοποιεί τα χαρτιά του. Έτσι σιωπηλός και ανέκφραστος διάβασε πριν λίγες μέρες και το σύντομο γράμμα που τους έφερε ο Φατμίρ.

“Παντρευόμαστε την τελευταία Κυριακή αυτού του μήνα, κι αμέσως φεύγουμε για Ιταλία. Ο αδελφός του Ερβίς έχει δικό του μαγαζί στο Τορίνο και θα δουλέψουμε μαζί του. Μπαμπά, μαμά, κι εγώ και ο Ερβίς ζητάμε συγνώμη που σας πικράναμε, κι ευχόμαστε μ όλη την ψυχή μας να μας καταλάβετε.

Θα σας περιμένουμε στις χαρές μας.                                                                     Πολλά φιλάκια  -Λενιώ—Ερβίς”

“Δεν ξέρω εσύ τι θα κάνεις, Νίκο, όμως εγώ δεν πρόκειται να λείψω από τις χαρές της κόρης μας”, μουρμούρισε  η Όλγα, κι από εκείνη τη μέρα ξαναβρήκε τον παλιό εαυτό της.  

“ Ξαναγεννήθηκε”, μονολογούσε κι ο Ανδρεάδης μπερδεμένος στις  σκέψεις του.                                 

 Απέξω ακούστηκε κορνάρισμα αυτοκινήτου.       

 “Ο  Φατμίρ θα ναι”, είπε εκείνη και παίρνοντας το βαλιτσάκι της ξεκίνησε για την πόρτα. Πριν περάσει το κατώφλι άκουσε τον άντρα της.           

“Πες της γυναίκα, ότι η πόρτα αυτού του σπιτιού θα ναι πάντα ανοιχτή για εκείνη”.       

“Θα ναι ανοιχτή και για τους δύο. Αυτό δεν θες να πεις Νίκο ή  μήπως λαθεύω”;    

  Κοιτάχτηκαν μερικά δευτερόλεπτα και στα χείλη του άντρα της φάνηκε μια υποψία χαμόγελου. Κι ήταν η πρώτη φορά που χαμογελούσε από εκείνη τη σημαδιακή μέρα. –

                            …………………………………………………