Αληθινός Ανδρέας Παπανδρέου είναι ο ιστορικός Ανδρέας Παπανδρέου

Του Βαγγέλη Βενιζέλου*

Ρώτησα κάποια στιγμή τον αγαπητό μου φίλο Τσάρλς Νταλάρα για το πώς αντιλαμβάνεται το DSA, αν το αντιλαμβάνεται ως κάτι τεχνικά άψογο, μου είπε ότι «φυσικά είναι κάτι μεταξύ επιστήμης και τέχνης, διότι έχει μέσα μια σειρά από διαισθητικά στοιχεία, από υποθέσεις οι οποίες τακτοποιούν μαθηματικά το σχήμα, αλλά όχι οικονομικά». Και έτσι επήλθε η συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.Ο Διαμαντής Πεπελάσης με τη βαθιά του γνώση και την βαθιά συναισθηματική προσέγγιση του για τον Ανδρέα Παπανδρέου έθεσε το πραγματικό ερώτημα που κλήθηκε να απαντήσει ο Γιώργος Λακόπουλος εκμεταλλευόμενος την μαρτυρία του Αδαμάντιου Πεπελάση γύρω από το ποιος είναι ο Ανδρέας Παπανδρέου.

Η δική μου απάντηση είναι πιο άμεση, πιο απλή, πιο εύκολη. Ο αληθινός Ανδρέας Παπανδρέου είναι ο ιστορικός Ανδρέας Παπανδρέου, όχι ο προσωπικός ή ο ιδιωτικός Ανδρέας Παπανδρέου. Αληθινός Ανδρέας Παπανδρέου είναι ο Ανδρέας Παπανδρέου όπως τον προσέλαβε και τον διαμόρφωσε η συλλογική μνήμη των Ελλήνων, δηλαδή η ιστορία του τόπου αυτού. Έτσι εξηγείται και το γεγονός πως ο Ανδρέας Παπανδρέου έχοντας βαθύ σεβασμό στην ιστορία του δεν οργάνωσε μια επιχείρηση εξωραϊσμού της μνήμης του.

Δεν διαμόρφωσε και δεν εξέδωσε κάποιο αρχείο. Δεν προέβαλε την δική του εκδοχή με την βιογραφία του και την προσωπική του εκδοχή για τις κρίσιμες στιγμές της ιστορίας στις οποίες ο ίδιος έπαιξε καταλυτικό ρόλο. Αυτό δεν είναι αμέλεια. Είναι μία ενσυνείδητη στάση απέναντι στην ιστορία και απέναντι στην πολιτική ως ιστορία εν τω γίγνεσθαι.

Ο αληθινός Ανδρέας Παπανδρέου είναι ο Παπανδρέου, που όπως εύστοχα είπε ο Αντώνης Παπαγιαννίδης, καταγράφεται στη μνήμη της κοινωνίας ως ο σημαντικότερος πολιτικός ηγέτης της μεταπολίτευσης συμπαρασύροντας σε αυτήν την θετική ανάμνηση και την πρώτη κυβέρνηση του της περιόδου 1981 – 1985. Και αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό. Γιατί πιστεύω ότι οι κρίσεις που γίνονται εκ των υστέρων είναι αυστηρές και συγκριτικές.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου που αναρρίπισε πολιτικά την έννοια της αξιοπρέπειας – της εθνικής και κοινωνικής αξιοπρέπειας – και αυτό το γνωρίζουν πάρα πολύ καλά αυτοί που περίμεναν την μεγάλη ιστορική ρεβάνς το 1981 προκειμένου να αποκατασταθεί η συνέχεια της ιστορίας. Γιατί το 1974 με την κυβέρνηση Καραμανλή ενώθηκε το κομμένο νήμα του 1963, ενώ η κυβέρνηση της Αλλαγής του 1981 ενώνει το κομμένο νήμα του 1965-1967.

Οι Έλληνες λοιπόν γνωρίζουν ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου είναι αυτός που εγκαθίδρυσε μία μεγάλη προσδοκία, τη σημαντικότερη προσδοκία της μεταπολιτευτικής και μεταπολέμικής περιόδου, την ριζοσπαστική προσδοκία του 1981. Εισήγαγε τον εθνικό ριζοσπαστισμό, τον πολιτικό ριζοσπαστισμό με την καταλυτική έννοια του μη προνομιούχου, τον κοινωνικό ριζοσπαστισμό οργανώνοντας το ΠΑΣΟΚ και εισάγοντας τη σαρωτική έννοια της Αλλαγής που τη χρησιμοποιεί τώρα με επιχειρησιακό τρόπο ο Μπάρακ Ομπάμα στην Αμερική. Και βέβαια είναι ο Ανδρέας Παπανδρέου που αναρρίπισε πολιτικά την έννοια της αξιοπρέπειας – της εθνικής και κοινωνικής αξιοπρέπειας – και αυτό το γνωρίζουν πάρα πολύ καλά αυτοί που περίμεναν την μεγάλη ιστορική ρεβάνς το 1981 προκειμένου να αποκατασταθεί η συνέχεια της ιστορίας.

Γιατί το 1974 με την κυβέρνηση Καραμανλή ενώθηκε το κομμένο νήμα του 1963, ενώ η κυβέρνηση της Αλλαγής του 1981 ενώνει το κομμένο νήμα του 1965-1967. Δηλαδή γίνεται αυτό που δεν άφησαν – η αποστασία στην αρχή και η δικτατορία στη συνέχεια να γίνει, δηλαδή τη σαρωτική νίκη της Κεντροαριστρεράς. Η αλλαγή λοιπόν έρχεται να πάρει την ιστορική της εκδίκηση πολλά χρόνια αργότερα.

Οι Έλληνες επίσης γνωρίζουν ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου διαμόρφωσε την εθνική στρατηγική της χώρας παίρνοντας το νήμα από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή γιατί με μια απίθανη δεξιοτεχνία ιστορικού χαρακτήρα, ο Ανδρέας Παπανδρέου συγκρότησε την Ενιαία Εθνική Στρατηγική σε όλα τα μεγάλα θέματα: σε σχέση με την Ευρώπη, σε σχέση με την Τουρκία, σε σχέση με τις Η.Π.Α., σε σχέση με τα Σκόπια, για να πάρω ένα επίκαιρο παράδειγμα. Αν δείτε την καμπύλη των υποθέσεων αυτών που δεν είναι καμπύλη των θέσεων του και των θέσεων του ΠΑΣΟΚ, αλλά καμπύλη των θέσεων της χώρας, θα δείτε ότι την επιτομή της εθνικής στρατηγικής τη διαμορφώνει ο Ανδρέας Παπανδρέου. Και βεβαίως, τρίτο και σημαντικότερο, συγκροτεί πολιτικά και οργανωτικά την δημοκρατική παράταξη και την αφήνει ως παρακαταθήκη, ως ένα μεγάλο, πλειοψηφικό, πολυσυλλεκτικό κόμμα εξουσίας που είναι το ΠΑΣΟΚ.

Τώρα, θα μου πείτε, αρκούν αυτά για να δημιουργηθεί ο μύθος, η πολιτική και προσωπική μυθολογία του Ανδρέα Παπανδρέου;

Εισήγαγε τον εθνικό ριζοσπαστισμό, τον πολιτικό ριζοσπαστισμό με την καταλυτική έννοια του μη προνομιούχου, τον κοινωνικό ριζοσπαστισμό οργανώνοντας το ΠΑΣΟΚ και εισάγοντας τη σαρωτική έννοια της Αλλαγής που τη χρησιμοποιεί τώρα με επιχειρησιακό τρόπο ο Μπάρακ Ομπάμα στην Αμερική

Δεν υπάρχει πολιτική φυσιογνωμία τέτοιου μεγέθους, που έχει κυβερνήσει τον τόπο, που έχει διαμορφώσει τον τόπο, που να μην συνοδεύεται και από μία προσωπική μυθολογία. Στις περισσότερες περιπτώσεις αυτή είναι μία πεποιημένη μυθολογία, μία κατασκευασμένη μυθολογία. Του Ανδρέα Παπανδρέου η προσωπική μυθολογία έχει διαμορφωθεί μέσα από μία ανεξέλεγκτη διαδικασία, δηλαδή δεν είναι μία λόγια μυθολογία, είναι μία λαϊκή μυθολογία.

Η μεγάλη διαφορά του Ανδρέα Παπανδρέου σε σχέση για παράδειγμα με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή είναι ότι υπάρχει μία λόγια μέθοδος στην περίπτωση του Καραμανλή, ενώ υπάρχει ένας λαϊκός αυθορμητισμός στην περίπτωση του Ανδρέα Παπανδρέου. Και βέβαια για να δημιουργηθεί μια προσωπική μυθολογία χρειάζονται στοιχεία δραματικά, άρα και στοιχεία δραματουργικά, στοιχεία που έχουν σχέση με τα συναισθήματα, που έχουν σχέση με τον έρωτα, που έχουν σχέση με τη φιλοσοφία της ζωής, που έχουν σχέση με τις βαθιές αντιφάσεις, τις αγωνίες, τις αβεβαιότητες, τις παλινωδίες που κρύβει μέσα του ο κάθε άνθρωπος και σε μεγαλύτερη κλίμακα κάθε μεγάλος άνθρωπος.

Πιστεύω επίσης πως ένα πολύ σημαντικό στοιχείο της προσωπικότητας του Ανδρέα Παπανδρέου είναι η επιστημονική του ικανότητα, το διανοητικό του μέγεθος, η καταξίωση του στην χώρα που είναι ταυτόχρονα αντικείμενο κριτικής και αντικείμενο θαυμασμού, που είναι οι Η.Π.Α. Το να καταξιωθεί κανείς ακαδημαϊκά εκεί είναι πολλαπλά κρίσιμο. Τα μηνύματα είναι αντιφατικά, αλλά τελικώς γοητευτικά, καθηλώνουν. Και βέβαια η σύγκρουση με τον πατέρα.

Ο χειραφετημένος Ανδρέας Παπανδρέου. Ο Ανδρέας Παπανδρέου που δεν είναι ο γιος του πατέρα του, αλλά είναι μία προσωπικότητα που θέλει να επαναδιαπραγματευτεί και να ανασυγκροτήσει τη σχέση με έναν πατέρα που δεν είναι ένας ιδιωτικός πατέρας, αλλά είναι ένα ιστορικό μέγεθος και αυτός. Με τις πολύ μεγάλες αντιφάσεις του ιδίως την εποχή εκείνη, όπου η ανάμνηση της δεκαετίας του 40΄και της δεκαετίας του 30΄ είναι πολύ πιο έντονη, γιατί βρισκόμαστε στη δεκαετία του 50΄, αρχές της δεκαετίας του 60΄. Άρα πρέπει να βλέπουμε τα πράγματα με τα μάτια και τα μέτρα εκείνης της εποχής.

Και όσα είπε ο Διαμαντής προηγουμένως, το ηχόχρωμα, η ευγένεια, η ακαδημαϊκή πειθαρχία, η φαινομενική επιείκεια και η ουσιαστική αυστηρότητα απέναντι στους άλλους, όλα αυτά είναι στοιχεία τα οποία τα ενσωματώνει στην προσωπικότητα του ο Ανδρέας Παπανδρέου ως ακαδημαϊκός δάσκαλος. Και μπορώ να σας διαβεβαιώσω από τις προσωπικές συνομιλίες που είχα μαζί του σε κρίσιμες στιγμές, σε στιγμές μεγάλης αγωνίας, εθνικής ιστορικής και προσωπικής, ότι πάντα υπήρχε αυτή η διάθεση του ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος, της ακαδημαϊκής πειθαρχίας αυτή η αίσθηση της συμμετοχής σε μία κοινότητα ερευνητική, επιστημονική, διδακτική.

Η δική μου όμως ανάγνωση, που είναι μία ανάγνωση εκ των υστέρων, που είναι μία ανάγνωση δημόσια, που είναι μία ανάγνωση ιστορική και όχι μία μαρτυρία, η μαρτυρία του συναδέλφου ή η μαρτυρία του στενού φίλου, του έμπιστου, όπως είναι η μαρτυρία του Διαμαντή Πεπελάση, η δική μου λοιπόν ανάγνωση είναι πως ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν υπήρξε ποτέ ένας Αμερικάνος καθηγητής. Ήταν πάντα ένας Έλληνας πολιτικός ηγέτης, σε μία λανθάνουσα κατάσταση για μία μακρά περίοδο, αλλά πάντως ήταν αυτό. Δεν θα μπορούσε να γίνει, εάν δεν ήταν. Και αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία γιατί έχω την εντύπωση ότι δεν μπορεί με τις εμπειρίες του, τις προσωπικές, τις πολιτικές, τις ιστορικές, να αδιαφορούσε για την πολιτική.

Μπορεί να ασφυκτιούσε μέσα στο χώρο των προσωπικών του αναμνήσεων και των σχέσεών του με τον πατέρα του και μέσα στη συγκυρία την μεταπολεμική, αλλά σίγουρα δεν αδιαφορούσε. Ασφυκτιούσε σε ένα κέλυφος. Και επίσης σίγουρα η παλινδρόμηση αυτή, όταν τη βλέπει κανείς στο μέγεθος των προσωπικών σχέσεων, η παλινδρόμηση μεταξύ Αμερικής και Ελλάδας, «που θα πάω, τι θα κάνω, τι θα γίνω», ήταν ταυτόχρονα και μία ιστορικού χαρακτήρα διαπραγμάτευση. Διότι έπρεπε να έλθει στην Ελλάδα με τους όρους του. Και νομίζω ότι διαμόρφωσε τους όρους, γιατί με το που ήλθε ουσιαστικά έγινε και επικεφαλής ενός ολόκληρου ιδεολογικού και πολιτικού ρεύματος, δηλαδή εισήγαγε την έννοια και την δυναμική της κεντροαριστεράς.

Με την έννοια αυτή πιστεύω ότι το αφήγημα του Γιώργου Λακόπουλου είναι γλαφυρό, εύστοχο όπως πάντα. Ο δημοσιογράφος Λακόπουλος ασφυκτιά και αυτός γιατί κρύβει μέσα του, και μας το λέει συχνά πυκνά, το συγγραφέα Λακόπουλο. Δεν του αρκεί το εφήμερο σπέρμα της δημοσιογραφικής γραφής, θέλει κάτι πιο μόνιμο, πιο γόνιμο, μία κατάθεση ψυχής με μία αντοχή στην ιστορία. Άρα θέλει βιβλία, το βιβλίο είναι ένα πολύ σημαντικό γεγονός ως σχέση. Θέλει μία σχέση με την ιστορία, όχι μόνο μία σχέση με τον αναγνώστη.

Ο Γ. Λακόπουλος λοιπόν, εκμεταλλευόμενος την πιο σημαντική και έγκυρη πηγή που μπορούσε να βρει, δηλαδή τις αναμνήσεις και τις αξιολογήσεις του Αδαμάντιου Πεπελάση, που είναι ακαδημαϊκός και ως εκ τούτου αυστηρός κριτής των καταστάσεων και των προσώπων, προσφέρει ένα αφήγημα το οποίο είναι ταυτόχρονα και βιογραφικό ντοκουμέντο. Γιατί μας επιτρέπει να σκεφτούμε τις προσωπικές διαδρομές, τις προσωπικές περιπέτειες, τους προσωπικούς μύθους και τελικά να απαντήσουμε στο ερώτημα πώς γράφεται η ιστορία. Και η ιστορία γράφεται από ανθρώπους για ανθρώπους. Αυτό πίστευε ο Ανδρέας Παπανδρέου και αυτό πιστεύω ότι είναι και το μήνυμα του βιβλίου.

  • Ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου του Γ. Λακόπουλου «Του μιλάνε τα κύματα…», Εκδ. Καστανιώτης,  9 Ιουνίου 2008.