Ο οικονομολόγος Ανδρέας Παπανδρέου: Σκέψη υψηλών ταχυτήτων*

Του Αδαμάντιου  Πεπελάση+

Ο Ανδρέας Παπανδρέου από τα μέσα της δεκαετίας του 1940, και ιδιαίτερα από τη δεκαετία του 1950 ήταν και παραμένει παγκοσμίως το γνωστότερο ελληνικό όνομα στον χώρο της οικονομικής επιστήμης. Ο κορμός του επιστημονικού έργου του  αρχίζει να δηλώνεται από το 1949 κιόλας με το πρώτο του σημαντικό άρθρο στην American Economic Review για την «μονοπωλιακή ισχύ και τη δομή της αγοράς», και ολοκληρώθηκε  μέσα στη  δεκαετία  του  1950.

Το 1953 και 1955 δημοσιεύει σε τρία περιοδικά το AER, το E.Journal και η Econometrica,  που ήσαν παραδοσιακά οι μεγάλοι χορηγοί πιστοποιητικών εισόδου στα εσώτερα δώματα του ναού των οικονομολόγων. Δηλαδή η προσφορά του Παπανδρέου στην οικονομική σκέψη είχε σχεδόν ολοκληρωθεί ως τις αρχές του 1960.  Μέσα σε 10 μόλις χρόνια  καθιερώθηκε ως επιστήμονας με σκέψη υψηλών ταχυτήτων και χειρουργικής ακρίβειας.

Ανέλυε κάθε πρόταση κάθε οικονομική υπόθεση με τέτοιο αριστοτεχνικό τρόπο, σχεδόν καλλιτεχνικό, ώστε ο φοιτητής δεν ήξερε τι ήταν τελικά αυτό που τον σαγήνευε περισσότερο η μεθοδολογική διαδρομή ή η ουσία του οικονομικού επιχειρήματος.

Ό,τι ακολούθησε, με λίγες εξαιρέσεις ίσως στη διάρκεια της Καναδικής περιόδου, ήταν περαιτέρω επεξεργασία, διευκρίνιση ή οριακή διόρθωση.  Βιβλία, διαλέξεις, άρθρα της δεκαετίας του 1970 και ακολούθως ,δεν ήταν ακριβώς της οικονομικής επιστήμης.  Ήταν το απόσταγμα εμπειρίας και σοφίας απ΄ αυτήν με έμφαση στην κοινωνιολογική διάσταση των πραγμάτων, την ηθική, και την πολιτική φιλοσοφία.  Εργασίες, άρθρα και βιβλία που εκδόθηκαν στα ελληνικά ήταν μεταφράσεις, του ήδη τότε γνωστού του έργου.

Κυριότερο βέβαια το κείμενο του Economics as a Science.  Άρθρα στο περιοδικό «Σπουδαί» της Ανωτάτης τότε Βιομηχανικής Σχολής και μετέπειτα Πανεπιστήμιο Πειραιώς, ήσαν μεταφράσεις ή παραλλαγές των ήδη γνωστών θέσεων του Παπανδρέου.  Εκτός ίσως από το άρθρο στις Σπουδές του 1959 μαζί με τον Αποστόλη Λάζαρη που ήταν ίσως ένα βήμα για την περαιτέρω επεξεργασία του Economics as a Science (pαrtial structures of economic regulators).

Καθώς από μακριά πια και πιο ελεύθερος κοιτάζω προς την ιστορία πραγμάτων και ιδεών θα επαναλάβω αυτό που και άλλοτε είπα.  Ότι δηλαδή αν ο Παπανδρέου δεν επέστρεφε στην Ελλάδα το 1961, πολύ γνωστός τότε διανοητής της οικονομικής επιστήμης, θα είχε τελικά εξελιχθεί σε  πολύ διάσημο οικονομολόγο που θα είχε οριοθετήσει νέα σύνορα της επιστήμης του και νέες προοπτικές για την εξέλιξή της.

Φοβάμαι ότι με λίγες εξαιρέσεις, παλαιότερες και σημερινές, λίγοι έχουν καθαρή εικόνα της ακαδημαϊκής προσφοράς του Παπανδρέου.  Για λόγους που όλοι αντιλαμβανόμεθα, κατά καιρούς επέθεσαν στον Παπανδρέου ετικέτες, αφορισμούς, ομολογίες πίστεως, ιδεολογικά μορφολογήματα με τα οποία ο ίδιος ο οικονομολόγος, η φιλοσοφία του και το έργο του, δεν είχε κατ΄ ανάγκην ταυτιστεί. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εκ μέρους κάποιων σύγχυση του οικονομολόγου, ακόμη και αργότερα του πολιτικού, με την μαρξιστική ερμηνεία των πραγμάτων, ή αν θέλετε την νεώτερη εκδοχή της, όπως αυτή κυκλοφορούσε στις δεκαετίες 60-80, του νεομαρξιστή.

Δεν είναι ακριβές. Η προσφορά του Ανδρέα στην αμερικανική οικονομική βιβλιογραφία ήταν ότι είναι απαραίτητα να λειτουργήσουν αυστηρότεροι αντι – μονοπωλιακοί κανόνες για να μπορέσει ο καπιταλισμός όπως αυτός λειτουργεί στην Αμερική να αποδώσει στο μέγιστο. Με απλά λόγια ο Παπανδρέου, ο οικονομολόγος, ήταν οικονομολόγος του συστήματος, με τις οριακές αποκλίσεις που άλλωστε διέκριναν κάθε σοβαρό οικονομολόγο και αναλυτή της εποχής. Το ζητούμενο γι΄αυτόν ήταν η αναζήτηση νέων τεχνικών για την περαιτέρω βελτίωση της αμερικανική παραλλαγής του καπιταλισμού.

Ο Νίκος Παπανδρέου θα γράψει για  την οικονομική σκέψη του πατέρα του.-Ήταν Νεοκλασικός, δηλαδή μη μαρξιστής οικονομολόγος. Πιο απλά  ως οικονομολόγος ήταν συνεχιστής των κλασσικών του προηγουμένου αιώνα. Δηλαδή του  Μάρσαλ, όχι του Μαρξ.  Στην περίοδο της ακαδημαϊκής του δραστηριότητας προσπαθούσε να  βελτιώσεις τις θεωρίες τους για να συνεισφέρει  στη βελτίωση του καπιταλισμού, όχι  στην  ανατροπή του.

Η μετακίνηση της σκέψης του μεταγενέστερα, έγινε από τον πολιτικό Ανδρέα Παπανδρέου, όχι από τον οικονομολόγο. Γνώριζε τα προβλήματα της νέας μεθοδολογίας των οικονομικών και κοινωνικών επιστημών, γνώριζε και χειριζόταν τα μαθηματικά μεγάλο προνόμιο για την εποχή εκείνη για τους οικονομολόγους.  Αλλά πίσω από την ακαδημαϊκή επιτυχία του Παπανδρέου θα διακρίνετε μία υφέρπουσα μονίμως αμφισβήτηση όπως και την μακρά αδιαφανή επίδραση της παράδοσης.  Με το τελευταίο υπονοώ την ένταση και υψηλή ποιότητα των γυμνασιακών επιδόσεων του στο Κολλέγιο Αθηνών.  Ήταν  δύσκολο τότε να εμπλακείς και να απορροφήσεις, ακόμη και στο Harvard,  την χρήση των νέων τάσεων και των νέων μεθοδολογικών εργαλείων, όπως π.χ των μαθηματικών, για την ερμηνεία των οικονομικών φαινομένων αν δεν είχες προηγουμένως εξοικειωθεί με τη φιλοσοφία και την τεχνική των μαθηματικών όπως αυτά τότε εδιδάσκοντο στο Κολλέγιο.

Τα αρχικά ενδιαφέροντά του ήταν με τα προβλήματα της επιχείρησης, από το 1943 κιόλας.  Τα ίδια προβλήματα φαίνεται να τον απασχολούσαν ακόμη και όταν έγραφε δεκαετίες αργότερα το 1972 το γνωστό μας «Πατερναλιστικός Καπιταλισμός».  Πρότεινε εκεί τη δική του σύνθεση όπως την έλεγε, για να ερμηνεύσει τη λειτουργία του σύγχρονου κόσμου, που δεν φαίνεται να μπορούσε να αποδώσει η τρέχουσα ορθοδοξία της οικονομικής επιστήμης.  Στο μοντέλο του η σύγχρονη επιχείρηση ελέγχεται από την τεχνοδομική της λογική, με την πολυεθνική να ελέγχει την αγορά και την τελική τιμή, και με την εξουσία στα χέρια των μάνατζερ.

Ομολογούσε ότι αυτό το θεωρητικό σύστημα όπως το περιέγραφε δεν είναι πλήρες, δεν αποτελεί δομημένη θεωρία, έτσι όπως άλλωστε εξακολουθεί να παραμένει η σύγχρονη ορθόδοξη κλασικής προέλευσης θεωρία για την οικονομία και τον καπιταλισμό.

Με απλά λόγια ο Παπανδρέου, ο οικονομολόγος, ήταν οικονομολόγος του συστήματος, με τις οριακές αποκλίσεις που άλλωστε διέκριναν κάθε σοβαρό οικονομολόγο και αναλυτή της εποχής. Το ζητούμενο γι΄αυτόν ήταν η αναζήτηση νέων τεχνικών για την περαιτέρω βελτίωση της αμερικανική παραλλαγής του καπιταλισμού.

Το ενδιαφέρον του Παπανδρέου για την επιχείρηση αρχίζει με την έναρξη της ακαδημαϊκής καριέρας του.  Με την διατριβή του.  Και με το  βιβλίο του που έγραψε το 1954 με τον  Wheeler:  “Competition and its Regulation”. Ήταν το βιβλίο εκείνο μια πρωτοπόρος ανάλυση των αποφάσεων της επιχείρησης γύρω από τις τιμές, την παραγωγή, το μείγμα του προϊόντος, και το σύμπλεγμα των αποφάσεων για επενδύσεις και διάκριση τιμών – price discrimination.

Η ανάλυση βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στον χάρτη του break – even, χωρίς τη συνδρομή της αποκλειστικά επικρατούσας τότε οριακής ανάλυσης.  Αυτό που τότε θεωρήθηκε – ως εύρημα – και νεωτερισμός του τόμου ήταν η έκθεση και ανάλυση της συμπεριφοράς της επιχείρησης σε «κυκλικές – ολιγοπωλιακές αγορές μέσα στο πλαίσιο της θεωρίας των παιγνίων.  Εφαρμογή της θεωρίας, με τρόπο απλό για την ερμηνεία των διαφορετικών μορφών συμπεριφοράς όπως υποτίθετο ότι λειτουργούν στις ολιγοπωλιακές αγορές.

Και όλη αυτή η ανάλυση όχι μόνο για τη διαμόρφωση εννοιών και όρων για την διερεύνηση διαφορετικών περιπτώσεων, αλλά ως πρότυπο εννοιολογικού υπόβαθρου για την διαμόρφωση «κριτηρίων για την εφαρμογή πολιτικών και αρθρωμένης πολιτικής».  Εδώ ακριβώς βρίσκεται το μέτρο για την αξιολόγηση της «αντιτράστ» πολιτικής.  Αυτά τα κριτήρια είναι, ήταν μάλλον κατά τον Παπανδρέου, αποχρώσεις (variants) του μέτρου τι είναι «workable competition” (λειτουργικός ανταγωνισμός).  Το κεντρικό επιχείρημα τότε του Παπανδρέου συνίστατο στην ευθύνη της κεντρικής εξουσίας να διαμορφώνει και να επιβάλλει πολιτικές που θα διασφαλίζουν την ελευθερία του ανταγωνισμού ή την «εν δυνάμει ανταγωνιστική πίεση» “potential competitive pressure”.

Ενώ έχει κατοχυρωθεί η θέση του στον ακαδημαϊκό χώρο, προχωρεί στην μόνιμη αμφισβήτηση, του κορμού της οικονομικής θεωρίας, για να προχωρήσει τελικά στην απόρριψη και του συστήματος και της θεωρίας που το στήριζε και να φτάσει στο σύνθετο πολιτικό λόγο για την δίκαιη οργάνωση της κοινωνίας, και την ελευθερία του ανθρώπου.

Στο μεταξύ και τρία χρόνια ενωρίτερα είχε δημοσιεύσει στο American Economic Review το “market structure and monopoly power”.  Δομή της αγοράς και μονοπωλιακή ισχύς.  Η λειτουργία των μεγάλων επιχειρήσεων στην καπιταλιστική κοινωνία και η ανεπάρκεια του νομοθετικού συστήματος, με την αδυναμία της οικονομικής θεωρίας να ερμηνεύσει ορθά την μονοπωλιακή ισχύ.  Εκεί διατυπώνει και τον νέον όρο, γνωστό ως «συντελεστή Παπανδρέου» τρόπο μέτρησης της διείσδυσης μιας επιχείρησης στην αγορά (co efficient of penetration) και ο συντελεστής μόνωσης ο οποίος μετρά την έκταση στην οποία δεν ανταποκρίνεται ο όγκος πωλήσεων μιας εταιρείας απέναντι στις μειώσεις τιμών από τους ανταγωνιστές.

Ακολουθεί το 1952 η μελέτη του για τα βασικά προβλήματα της θεωρίας της επιχείρησης, που δημοσιεύτηκε στον τόμο Επισκόπησης «Σύγχρονα Οικονομικά» με εκδότη των B.F. Haley.  Ένας κλασσικός τόμος με άρθρα από τους διαπρεπέστερους θεωρητικούς του Αγγλοσαξονικού κόσμου, απαραίτητο ανάγνωσμα τότε για όλους όσοι υποβάλλονταν σ΄εκείνη την αμείλικτη διαδικασία για την κατάκτηση του Ph.D. στα οικονομικά. Αυτή η εργασία καθιερώνει οριστικά τον Παπανδρέου ως έναν σοβαρό πρωτοπόρο θεωρητικό οικονομολόγο της Αμερικής.  Εδώ αρθρώνονται καθαρά οι επιφυλάξεις του για την ικανότητα της νεοκλασσικής ορθοδοξίας να ερμηνεύσει τον πραγματικό κόσμο των επιχειρήσεων.

Η σύγχρονη επιχείρηση μελετάται ως μία περίπτωση του γενικότερου φαινομένου της κοινωνικής οργάνωσης και σε ένα τέτοιο αναλυτικό πλαίσιο οφείλουμε να αντικαταστήσουμε την περιοριστική έννοια της μεγιστοποίησης των κερδών με την ευρύτερη έννοια μεγιστοποίησης μιας συνάρτησης προτιμήσεων.  Από αυτό και μόνο το εξόχως τεχνικό και αφηρημένο κείμενο οικονομικής ανάλυσης, έχουμε ήδη σαφή τα προμηνύματα για ό,τι αργότερα μπορούμε να ονομάσουμε ιδεολογικές τάσεις και πολιτικές προτιμήσεις όπως αυτές θα εκφρασθούν στην πολιτική του διαδρομή.

Εδώ αρχίζουμε να διακρίνουμε την κοινωνική ευαισθησία, τον βαθύτατο ανθρωπιστικό παράγοντα, όσο κρυμένα και αν ήσαν αυτά στις επιστημονικές αναλύσεις του οικονομολόγου.  Την αέναη ανησυχία του όχι μόνο για μια άλλη θεωρητική προσέγγιση του κόσμου των επιχειρήσεων, της σύγχρονης κοινωνίας, αλλά και την αναζήτηση μιας άλλης θεωρητικής κατασκευής για μια περισσότερο «κοινωνική» – δηλαδή ανθρωπιστική προσέγγιση των σύγχρονων φαινομένων.  Μια ανησυχία, ένας στόχος που ήσαν πάντα εκεί στο έργο του Παπανδρέου, μια αναζήτηση που δεν σταμάτησε παρά με το τέλος της πνευματικής του δημιουργίας.

«Η διδασκαλία του δημιουργούσε σχεδόν ανεπαίσθητα μια ατμόσφαιρα μαγείας στην αίθουσα. Αυτή διέλυε ακόμη και ενοχές που πολλοί από τους μεταπτυχιακούς φοιτητές νιώθαμε τότε για τον αδυσώπητο τρόπο που συχνά λειτουργούσαν τα οικονομικά φαινόμενα.  Δύσκολες έννοιες και ακόμη πιο δύσκολα μαθηματικά που λες και τα απορροφούσαμε.  Ήταν μαγικό και ωραίο».

Το σημαντικότερο έργο του Παπανδρέου εκδίδεται το 1958, “Economics as a Science”, μια θεμελιώδης επιχείρηση για την αναδόμηση της γενικότερης οικονομικής θεωρίας και θεώρηση των συνθηκών και λογικών προϋποθέσεων για την οικονομική, ως επιστήμη με προγνωστική ικανότητα.  Όργανα της ανάλυσης του είναι η συμβολική λογική και η μαθηματική θεωρία των συνόλων, για πρώτη φορά σε αναλύσεις οικονομικής μεθοδολογίας.  Το εγχείρημα εκείνο ήταν θαρραλέο.  Να εισχωρήσει στον χώρο όπου κυριαρχούσαν θηρία της επιστήμης – της οικονομικής, της λογικής, των μαθηματικών, σε Αμερική και Ευρώπη.

Την δημοσίευση του βιβλίου ακολουθεί αμέσως ένα μπαράζ βιβλιοκριτικών. Τον Δεκέμβριο του 1958 στην AER, ο James Baker ξεκινάει την κριτική του με ένα βραχύ απόσπασμα από τα περίφημα essays του John Stuart Mill ότι οι άνθρωποι διαφέρουν μεταξύ τους όχι μόνον σε ό,τι πιστεύουν ότι βλέπουν αλλά και για το από που βλέπουν το φως που πιστεύουν ότι βλέπουν.  Για να καταλήξει ύστερα από μια πυκνή κριτική να σημειώνει ότι «ο Παπανδρέου εφαρμόζοντας τα εργαλεία των σύγχρονων μαθηματικών στη λογική της οικονομικής ερμηνείας …   είναι μεταξύ των σύγχρονων πρωτοπόρων σκαπανέων».

Τον Φεβρουάριο 1959 νέα κριτική στο Journal of Political Economy από τον Strotz του ΜΙΤ χαρακτηρίζει το βιβλίο γραμμένο με σαφήνεια και, γι΄ αυτό που είναι, άριστα διαρθρωμένο.  Τον Ιούλιο του 1959 στο Econometrica από τον Sankar Sengupta άλλη κριτική που τελειώνει μάλιστα αναγνωρίζοντας ομοιότητες ανάμεσα σε ορισμένες κριτικές παρατηρήσεις του περίφημου F.Von Hayek στο έργο του «Η αντεπανάσταση της επιστήμης» και ορισμένων από τις ανησυχίες του Παπανδρέου για τις αδυναμίες της οικονομικής.

Οι ιταλικές κριτικές, βαθιές και αναλυτικές, ίσως ήσαν πρακτικά οι πιο χρήσιμες για την μεγαλύτερη πληρότητα μιας νέας έκδοσης. Η αρνητική υποδοχή ήταν κυρίως από τους οπαδούς του Καρλ Πόπερ και της Φιλοσοφικής του Σχολής.Πάντως το “Economics as a Science” είναι ιδιαίτερα σημαντικό, γιατί καθιέρωσε τελικά τον Παπανδρέου πέρα από κάθε αμφισβήτηση.

Η ανάλυση Παπανδρέου έδειξε ότι η ευρέως διαδεδομένη προσπάθεια των θεωρητικών οικονομολόγων της εποχής του να κατατάξουν τα Οικονομικά στο ίδιο επίπεδο με τις φυσικές επιστήμες, με βάση κάποιο κριτήριο εμπειρικού ελέγχου των οικονομικών υποθέσεων, ήταν τελικά ατελέσφορη, κυρίως λόγω της διαφορετικής φύσης του οικονομικού αντικειμένου. Αλλά η ίδια  ανάλυση έδειξε επίσης ότι το θεμελιώδες οικονομικό πρόβλημα δεν είναι τόσο το πρόβλημα της εμπειρικής σημαντικότητας των οικονομικών προτάσεων, αλλά είναι το πρόβλημα της αριστοποιήσεως των οικονομικών λύσεων.  Κάτι που βέβαια αποτελεί και σήμερα το κυρίαρχο οικονομικό δόγμα.  Αυτό, από μια άλλη άποψη, εμφανίζεται ως το πρόβλημα της οικονομικής επιλογής της προσφορότερης μεταξύ πολλών λύσεων, με βάση διάφορα κριτήρια αριστοποιήσεως του αποτελέσματος. 

Ουσιαστικά ο Παπανδρέου υπογραμμίζει με την ανάλυσή του την σημασία που έχει η πολλαπλότητα των οικονομικών λύσεων, η οποία είναι αναγκαία για να λειτουργήσει ένα κριτήριο επιλογής.  Χρησιμοποιεί τον τεχνικό όρο τμηματικές διαρθρώσεις (sectional structures), για να δείξει ακριβώς οικονομικά υποδείγματα πολλαπλών λύσεων, που επιτρέπουν την εφαρμογή κριτηρίων επιλογής.  Αλλά στην ίδια περιοχή της οικονομικής επιλογής οριοθετείται επιστημονικά και η θεωρία και τεχνική του Οικονομικού Προγραμματισμού, που έχει ως κύριο στόχο το προσδιορισμό της αρίστης οικονομικής λύσης, ανάμεσα από πολλές λύσεις.

Στην Ελλάδα δυο χρόνια μετά το Economics as a Science, το 1960, το βιβλίο έγινε γνωστό από την εισαγωγή του καθηγητή Λάζαρη και τη μετάφρασή του.  Μια πραγματική προσφορά του Λάζαρη στην επιστημονική ελληνική κοινότητα την εποχή της «ξηρασίας». Καθώς πλησιάζουμε προς την περίοδο της ενεργού ανάμειξης του Ανδρέα με τα ελληνικά πράγματα, τότε το 1961, ότι ο Αποστόλης Λάζαρης λειτούργησε ως δάσκαλος του Ανδρέα για την ελληνική οικονομία.  Πρώτος τον μύησε στην ουσία του ελληνικού προβλήματος της εποχής, μακριά από τις τρέχουσες γενικολογίες που συσκότιζαν το βάθος του προβλήματος, και τους κοινωνικούς και πολιτικούς περιορισμούς της εποχής.

Η  αναφορά στο ακαδημαϊκό έργο του Παπανδρέου δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο στην εργογραφία του, όπως αυτή είναι γνωστή στην αγγλοσαξονική βιβλιογραφία.  Περιλαμβάνει πέρα του δημοσιευμένου έργου του, τις δραστηριότητες του διδασκάλου.  Ανέλυε κάθε πρόταση κάθε οικονομική υπόθεση με τέτοιο αριστοτεχνικό τρόπο, σχεδόν καλλιτεχνικό, ώστε ο φοιτητής δεν ήξερε τι ήταν τελικά αυτό που τον σαγήνευε περισσότερο η μεθοδολογική διαδρομή ή η ουσία του οικονομικού επιχειρήματος.

Μεταφέρω ένα απόσπασμα, από  το ανέκδοτο «Ημερολόγιο Αμερικής» της μαθηματικού οικονομολόγου Έλλης Πεπελάση,που παρακολουθούσε τις διαλέξεις  του στην Οικονομική Θεωρία:  «Η διδασκαλία του δημιουργούσε σχεδόν ανεπαίσθητα μια ατμόσφαιρα μαγείας στην αίθουσα. Αυτή διέλυε ακόμη και ενοχές που πολλοί από τους μεταπτυχιακούς φοιτητές νιώθαμε τότε για τον αδυσώπητο τρόπο που συχνά λειτουργούσαν τα οικονομικά φαινόμενα.  Δύσκολες έννοιες και ακόμη πιο δύσκολα μαθηματικά που λες και τα απορροφούσαμε.  Ήταν μαγικό και ωραίο».

Η  ίδρυση του Κέντρου Οικονομικών Ερευνών-  προτού εμπλακεί ο Ανδρέας Παπανδρέου στην πολιτική, ήταν η σημαντικότερη μεταπολεμική  συνεισφορά για την αναδιοργάνωση της οικονομικής παιδείας στην Ελλάδα, και την οικονομική έρευνα. Το παράδειγμα και η στήριξη που έδωσε στους στενούς συνεργάτες του για την εισαγωγή της έρευνας και τη δημι

ουργία ερευνητικών κέντρων σε δημόσιους οργανισμούς τότε, όπως π.χ. τις δημόσιες τράπεζες, ήταν πρωτοποριακή για την εποχή.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου ξεκίνησε ως νέος ετών με την ανησυχία για την ερμηνεία και βελτίωση του κόσμου προσδοκώντας την ελπίδα από τις τρέχουσες τότε, αν και ασαφείς, επαναστατικές αναφορές. Τα πρώτα του ακαδημαϊκά γραπτά, δονούνται στα όρια της οικονομικής ορθοδοξίας από την αγωνία του για βελτίωση του συστήματος. Αλλά διακρίνει κανείς την πίστη για μια ανθρωπιστική τάξη των πραγμάτων. Λίγο αργότερα και ενώ έχει κατοχυρωθεί η θέση του στον ακαδημαϊκό χώρο, προχωρεί στην μόνιμη αμφισβήτηση, του κορμού της οικονομικής θεωρίας, για να προχωρήσει τελικά στην απόρριψη και του συστήματος και της θεωρίας που το στήριζε και να φτάσει στο  σύνθετο πολιτικό λόγο για την δίκαιη οργάνωση της κοινωνίας,  και την ελευθερία του ανθρώπου.

*Ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου  του Γιώργου Λακόπουλου “Του μιλάνε τα κύματα”