Από τη δημοκρατία στη μεταδημοκρατία

Toυ Θεόδωρου Γεωργίου

Mε προηγούμενη παρέμβασή μου («Εφ.Συν.» 13 Αυγούστου 2019) υποστήριζα τη θεωρητικο-πολιτική άποψη, σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα, η ελληνική πολιτική κοινωνία, με δική της κοινοβουλευτική πράξη, τον Απρίλιο του 2010, για να επιλύσει το πρόβλημα του κρατικού χρέους ψήφισε την τεχνοκρατική μέθοδο των μνημονίων.

Αυτή η ίδια η κοινοβουλευτική πράξη ως πολιτικό συμβάν διαμόρφωσε τις πραγματολογικές συνθήκες για δύο πράγματα: πρώτον, να ανακηρυχτεί η Ελλάδα «κράτος χρέους» [τον όρο εισάγει στη θεωρητικο-πολιτική συζήτηση ο κοινωνιολόγος Βόλφγκανγκ Στρεκ (Wolfgang Streeck)] και, δεύτερον, να ιδρυθεί το ελληνικό πολιτικό σύστημα ως μεταδημοκρατία (τον όρο εισάγει στη σχετική προβληματική ο κοινωνιολόγος Κόλιν Κράουτς).

Σχετικά με το πρώτο πολιτικό συμβάν, δηλαδή τον μετασχηματισμό της Ελλάδας από δημοκρατικό κράτος δικαίου σε «κράτος χρέους», θα πρέπει να τονιστεί ότι σε μια τέτοια περίπτωση η άσκηση της πολιτικής εξουσίας δεν νομιμοποιείται στη βάση του πρωταρχικού πολιτικού στόχου, που είναι η ευημερία των πολιτών, το «ευ ζην» (κατά τον Αριστοτέλη), αλλά στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων των δανειστών.

Επιπλέον θα πρέπει να τονιστεί ότι μετά την «έξοδο από τα μνημόνια» (όπως συνηθίζεται να χρησιμοποιείται η γλωσσική αυτή έκφραση) τον Αύγουστο του 2018, κανένα πρόγραμμα ρύθμισης του ελληνικού κρατικού χρέους δεν έχει εκπονηθεί μέχρι σήμερα. Εννοείται πως ούτε επιμέρους ρυθμίσεις του τύπου «ρήτρα ανάπτυξης» ή η υιοθέτηση τεχνικών πολιτικής αλληλεγγύης (δηλαδή η έκδοση ευρω-ομολόγων) έχουν προωθηθεί!

Εάν όμως το ζήτημα του «κράτους χρέους» είναι ένα πράγμα το οποίο όλοι μας «νιώθουμε στο πετσί μας», δεν συμβαίνει το ίδιο με το άλλο πολιτικό συμβάν, το οποίο ονομάζουμε μεταδημοκρατία.

Επαναδιατυπώνω λοιπόν τη φιλοσοφική θέση μου, η οποία είναι η εξής: Με την κοινοβουλευτική νομοθετική πράξη της ψήφισης των τεχνοκρατικών μνημονίων η Ελλάδα, η ελληνική πολιτική κοινωνία στο επίπεδο της συγκρότησης και της λειτουργίας του πολιτικού συστήματος, μεταμορφώθηκε σε μεταδημοκρατία, πράγμα που σημαίνει ότι, ενώ διατηρήθηκαν οι δημοκρατικοί θεσμοί και οι πολιτικές δομές της πολιτικής νεωτερικότητας (βλ. Κοινοβούλιο, κράτος δικαίου κ.λπ.), οι πολιτικές αποφάσεις ανατέθηκαν σε συλλογικά όργανα, τα οποία δεν είχαν καμία νομιμοποίηση στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας (βλ. π.χ. το περιώνυμο συλλογικό όργανο Eurogroup).

Ας τονιστεί, λοιπόν, με εμφαντικό τρόπο ότι η Ελλάδα βρέθηκε «από τη μια στιγμή στην άλλη« (που λέει ο λόγος) να διολισθαίνει από το καθεστώς της δημοκρατίας στο καθεστώς της μεταδημοκρατίας. Και εννοείται πως δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με επιμέρους συλλογικά όργανα τα οποία λειτουργούν εξωθεσμικά, αλλά πρόκειται στην περίπτωση της ελληνικής μεταδημοκρατίας για κάτι πολύ πιο αντιδημοκρατικό: οι δημοκρατικοί θεσμοί λειτουργούν τυπικά, αλλά οι πολιτικές αποφάσεις λαμβάνονται από κοινωνικές ομάδες τις οποίες απαρτίζουν οι οικονομικώς ισχυροί και στην Ελλάδα και στους κύκλους των εταίρων-δανειστών.

Αυτή η εξέλιξη στο εσωτερικό της Ελληνικής Δημοκρατίας, δυστυχώς, δεν είναι εμφανής διά γυμνού οφθαλμού. Πολύ περισσότερο η θεωρητική ερμηνεία αυτής της εξέλιξης δεν είναι εύκολη υπόθεση. Γιατί και εάν ακόμη δεχτούμε ότι η προσωπική θεωρητικο-πολιτική θέση μου για το καθεστώς της μεταδημοκρατίας στην Ελλάδα είναι ορθή, το ερώτημα το οποίο ζητά απάντηση είναι: Πώς μπορεί, με ποια μέσα, με ποιες μεθόδους, με ποια κοινωνικά κινήματα, η μεταδημοκρατική μεταμόρφωση της ελληνικής πολιτικής κοινωνίας να αναχαιτιστεί;

Επισημαίνω ακόμη ότι η ελληνική μεταδημοκρατία καθίσταται ιδιαίτερη περίπτωση στην παγκόσμια πολιτική κοινωνία όχι επειδή θεσμοθετήθηκαν στην εσωτερική δομή του δημοκρατικού κράτους δικαίου εξωθεσμικοί μηχανισμοί, οι οποίοι αντικατέστησαν τα νομιμοποιημένα όργανα του κράτους στη λήψη των πολιτικών αποφάσεων, αλλά πρωτίστως επειδή η συνύπαρξη τυπικών κοινοβουλευτικών δομών και εξωθεσμικών παραγόντων δεν εξελίχθηκε σε διαλεκτική σχέση. Εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο, αυτό θα σήμαινε ότι στο εσωτερικό της η Ελληνική Δημοκρατία θα είχε εγκαταστήσει έναν αναστοχαστικό μηχανισμό για την ιστορική πορεία της δημοκρατικής ιδέας παγκοσμίως.

Κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε πραγματικότητα, αλλά αντιθέτως οι εξωθεσμικοί μεταδημοκρατικοί μηχανισμοί, μετά τις πρόσφατες κοινοβουλευτικές εκλογές (7 Ιουλίου 2019), θεσμοθετούνται. Το περιώνυμο «επιτελικό κράτος» του πρωθυπουργού Μητσοτάκη δεν είναι παρά η κατεξοχήν μεταδημοκρατική δομή σε μια δημοκρατία η οποία αναζητά ακόμη τον θεσμικό εαυτό της.

Επιμένω στο επίπεδο της θεωρητικο-πολιτικής προβληματικής ότι το τέλος της Μεταπολίτευσης επήλθε με την ψήφιση των τεχνοκρατικών μνημονίων, για να επιλυθεί το ζήτημα του ελληνικού κρατικού χρέους. Από την «ιστορική αυτή στιγμή» (Μoment κατά τον Χέγκελ) η Ελλάδα εισήλθε στη νέα ιστορική φάση της μεταδημοκρατίας. Ενώ κατά την ιστορική φάση της Μεταπολίτευσης (1974-2019) όλα, μα όλα, τα πολιτικά συμβάντα είχαν πρωταρχικό άξονά τους τη διόρθωση των παθογενειών και των ελαττωμάτων των δημοκρατικών θεσμών, κατά τη νέα ιστορική φάση στην οποία βρισκόμαστε (2010-) το μείζον πολιτικό ζήτημα είναι η μεταδημοκρατία.

Πράγμα που σημαίνει ότι η τυπική λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών δεν επιτρέπει στο «ιστορικό a priori» (Φουκό) να καταστεί νομιμοποιητική αρχή της νέας μεταδημοκρατικής εξουσίας. Το «ιστορικό a priori» είναι η δημοκρατική συνθήκη της Μεταπολίτευσης. Είναι οι κοινωνικοί αγώνες, τα πολιτικά κινήματα και οι δημοκρατικές κατακτήσεις του ελληνικού λαού. Ολα αυτά τα «πράγματα» δεν μπορούν να εξαργυρωθούν στο νέο μεταδημοκρατικό καθεστώς.

*Καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών