Από τους Νεότουρκους στους Νέο-Οθωμανούς

Του Σωκράτη Αργύρη 


Ενασχόληση με την πολιτική, λέει ο Βέμπερ, σημαίνει συμμετοχή σ’ έναν αγώνα ισχύος με σκοπό τον επηρεασμό της διοίκησης ενός κράτους. Το κράτος, όμως, δεν το ορίζουν οι σκοποί που αξιώνει ότι υπηρετεί αλλά μονάχα το μέσο που έχει στην αποκλειστική του διάθεση: τη βία. Εκείνος που θα εμπλακεί με την πολιτική θα προβεί αναγκαστικά σε δοσοληψίες με τις δυνάμεις που καραδοκούν σε κάθε μορφή βίας. “Όποιος επιζητεί τη σωτηρία της ψυχής του και τη σωτηρία άλλων ψυχών, ας μην το κάνει μέσω της πολιτικής, η οποία έχει τελείως διαφορετικά μελήματα: μελήματα που διευθετούνται μόνον μέσω της βίας”.

Αυτά έλεγε ο Μαξ Βέμπερ στη διάλεξη του “Η πολιτική ως κάλεσμα και επάγγελμα” το 1919.  Εκεί εκθέτει την ιστορία και την ιδιοσυστασία του νεότερου κράτους, αφού εξηγεί τις ποικίλες μορφές που μπορεί να πάρει η ενασχόληση με την πολιτική και αφού αναλύσει τον βασικό φορέα μέσω του οποίου διεξάγεται ο πολιτικός αγώνας στη σύγχρονη εποχή, δηλαδή το πολιτικό κόμμα, ο Μαξ Βέμπερ αφιερώνεται στην εξέταση των σχέσεων πολιτικής και ηθικής, εξέταση που κορυφώνεται στη διάκριση μεταξύ ηθικής του φρονήματος και ηθικής της ευθύνης.

«Μόνο όποιος είναι βέβαιος πως δεν θα συνθλιβεί όταν ο κόσμος, από τη δική του τη σκοπιά ιδωμένος, αποδειχθεί πολύ μωρός ή ποταπός για όσα αυτός θέλει να του προσφέρει, μόνο όποιος μ’ όλα αυτά αντιμέτωπος μπορεί να πει “και όμως!”, μόνον αυτός διαθέτει το “κάλεσμα” της πολιτικής».

Το 1919 όμως είναι μια κρίσιμη ημερομηνία όχι μόνο για την Γερμανία του Μαξ Βέμπερ, αλλά και του Κάιζερ που έχει ήδη παραιτηθεί αλλά και για τη σύμμαχο του, την Οθωμανική Αυτοκρατορία δηλαδή, που ενώ όμως ο ηττημένος Γερμανικός στρατός δέχεται την γνωστή Συνθήκη των Βερσαλλιών του 1919, μια μερίδα Τούρκων στρατιωτικών απέρριψε την αντίστοιχη Συνθήκη των Σεβρών του 1920 που είχαν ετοιμάσει copy paste οι σύμμαχοι της Αντάντ για τον τελευταίο Οθωμανό Σουλτάνο όπως απεδείχθη αργότερα. Πριν όμως της απόρριψης, είχαν προηγηθεί γεγονότα που έχουν σχέση με αυτό το γεγονός.

Αν για εμάς η Φιλική εταιρεία ήταν αυτή που έσπειρε τον σπόρο της λευτεριάς, σαν μια μυστική εταιρεία που στηριζόταν στο συνωμοτικό της χαρακτήρα, έτσι και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε ιδρυθεί στα 1891 στη Γενεύη που μετά μετέφερε την έδρα της στη Θεσσαλονίκη, μια αντίστοιχη μυστική οργάνωση, αυτή των Νεότουρκων. Με τον όρο Νεότουρκοι (τουρκικά Jöntürkler) εννοούμε το εθνικιστικό κόμμα ή κομιτάτο των Τούρκων «Ένωση και Πρόοδος», που θα έπαιζε καθοριστικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έκτοτε. 

Τον Ιούνιο του 1919, σε σύσκεψη στην Αμάσεια του Πόντου, ο Μουσταφά Κεμάλ Πασάς και οι συνεργάτες του, μετά την ήττα των Κεντρικών Δυνάμεων που ανάμεσα τους ήταν και η Οθωμανική Αυτοκρατορία, έθεσαν ως στόχο την οργάνωση ενός κινήματος με σκοπό όχι τη διατήρηση της πολυεθνικής Οθωμανικής αυτοκρατορίας, που αποτελούσε πια παρελθόν γι’ αυτούς, αλλά τη δημιουργία ενός νέου, τουρκικού εθνικού κράτους με όσα εδάφη του είχαν απομείνει. Εδώ αξίζει να αναφερθεί η σχέσης του αρχηγού των Νεότουρκων Εμβέρ πασά με τον Μουσταφά Κεμάλ, γιατί ήταν αυτός που του ανέθεσε την άμυνα της Καλλίπολης.  

Πολύ μελάνι έχει χυθεί για τις σχέσεις των δύο αντρών που σφυρηλάτησαν το σύγχρονο πρόσωπο της Τουρκίας. Ο Εμβέρ απεχθανόταν τον Μουσταφά Κεμάλ για την επιφυλακτική του στάση στο εσωτερικό του πραξικοπηματικού Κομιτάτου, θεωρώντας τον πάντως τον πιο σοβαρό από τους πολιτικούς του αντιπάλους. Όσο για τον Κεμάλ, πίστευε ακράδαντα και απερίφραστα ότι ο Εμβέρ ήταν επικίνδυνος για το μέλλον της Τουρκίας, ψέγοντας τον ιδιαίτερα, για την εμπλοκή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Α’ παγκόσμιο πόλεμο. Στο Ερζερούμ, ο Κεμάλ παρουσιάζει τις αποφάσεις του εκεί συνεδρίου και αργότερα στο Συνέδριο της Σεβάστειας τις επαναβεβαιώνει. 

1. Όλες οι περιοχές της χώρας μας που βρίσκονται μέσα στα εθνικά όρια είναι ενιαίες ˙ δε χωρίζονται μεταξύ τους. […]

2. Εάν εισβάλουν οι εχθροί στα εδάφη μας και αναμειχθούν στα εσωτερικά μας, θα προβάλλουμε αντίσταση με κάθε μέσο. […]

3. Εάν δεν είναι αρκετή η δύναμη της κυβέρνησης της Κωνσταντινούπολης για την προστασία και την ελευθερία της πατρίδας, καθώς και για την εξασφάλιση της ασφάλειας που απαιτείται για την πραγματοποίηση του σκοπού, θα ιδρυθεί μια προσωρινή κυβέρνηση. Τα μέλη αυτής της κυβέρνησης θα εκλεγούν από συνέδριο αντιπροσώπων ολόκληρου του έθνους. […]

4. Είναι βασικός σκοπός και αρχή να μετατρέψουμε την εθνική δύναμη σε δύναμη επιρροής και την εθνική προσταγή σε κυρίαρχη δύναμη.

5. Δεν θα δοθούν προνόμια στις χριστιανικές μειονότητες […].

6. Δεν γίνεται αποδεκτή η προστασία των ξένων Δυνάμεων.

7. Θα γίνουν οι αναγκαίες προεργασίες για την άμεση σύγκληση της Βουλής [ενν. Εθνικής Συνέλευσης] και την έναρξη των εργασιών της κυβέρνησης […].

Μετά ακολούθησε η κατάρρευση του Ελληνικού μετώπου χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι οι σύμμαχοι μας στον Α’ παγκόσμιο πόλεμο έφυγαν από την τότε ακόμα πρωτεύουσα της Υψηλής Πύλης, την Κωνσταντινούπολη, 

[Η συμμαχική κατοχή της Κωνσταντινούπολης (İstanbul’un İşgali) διήρκεσε από τις 13 Νοεμβρίου 1918 έως τις 4 Οκτωβρίου 1923] παρά μόνο μετά την τελική υπογραφή που έβαλαν οι απεσταλμένοι του πραξικοπηματία Κεμάλ στη Λωζάνη και εδώ ίσως είναι το μεγαλύτερο ιστορικό λάθος που έκανε η βρετανική αυτοκρατορία τότε, παραδίδοντας την Ανατολική Θράκη ξανά στην Τουρκία που έτσι την έκανε κυρίαρχη στον έλεγχο των Στενών του Βοσπόρου. 

Η κοινωνιολογική ερμηνεία του τουρκικού τρόπου σκέψης είναι αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για την αντιμετώπιση ενός κράτους που απειλεί διαρκώς να ανατινάξει τη σταθερότητα και την ασφάλεια στην Ανατολική Μεσόγειο. 

Γιατί η Οθωμανική Αυτοκρατορία συγκροτήθηκε από νομάδες Τουρκομάνους μογγολικής προελεύσεως, χωρίς καμία εμπειρία συγκροτημένου κράτους και παραγωγικής υποδομής. Η διαρκής επέκταση, κατάκτηση και λεηλασία ξένων χωρών ήταν ο μονόδρομος ενός νομαδικού λαού χωρίς εμπειρία γεωργικής ή βιοτεχνικής δραστηριότητας. Η κυρίαρχη αντίληψη ήταν ότι έργο τους ήταν ο πόλεμος, ενώ η παραγωγή και το εμπόριο είναι έργο των υποδούλων. Όταν  οι κατακτήσεις σταμάτησαν στη Βιέννη το 1683, η λεηλασία στράφηκε στο εσωτερικό του κράτους και η οθωμανική διοίκηση λειτούργησε ως ένα είδος θεσμοποιημένης εσωτερικής ληστείας εις βάρος της κοινωνίας. Σε πολιτικό επίπεδο, επρόκειτο για μια κοινωνία δούλων, όπου ο μόνος ελεύθερος ήταν ο σουλτάνος, ο οποίος είχε δικαίωμα ζωής και θανάτου σε όλους τους υποτελείς του, ακόμα και στον πρωθυπουργό του, δηλαδή του Βεζύρη . Ο Μαξ Βέμπερ αποκάλεσε αυτόν τον τρόπο διοίκησης “πολιτικό σουλτανισμό” ή κατά την μαρξιστική ανάλυση  ήταν ένας “προσωποποιημένος φεουδαλισμός” αφού η ίδιοποίηση του υπερπροϊόντος πήρε την μορφή φόρου υποτέλειας. 

Επιστέγασμα αυτής της δομής υπήρξε η απουσία της καθοριστικής εμπειρίας της Βιομηχανικής Επανάστασης από την οθωμανική πραγματικότητα. 

Γιατί στη Δύση ο βιομηχανικός μετασχηματισμός οδήγησε τις ευρωπαϊκές κοινωνίες στη νεωτερικότητα, στον εξορθολογισμό, στον εκσυγχρονισμό και στην αστική κοινωνία, ενώ στην οθωμανική κοινωνία παρέμειναν κυρίαρχες οι προνεωτερικές δομές και η ιδιάζουσα, προερχόμενη από την τουρκομογγολική παράδοση, εκδοχή τους.

Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε ότι δυστυχώς η στάση του ελληνικού πολιτικού συστήματος που ίσως είναι επηρρεασμένο από συγκεκριμένο think tank της Αθήνας αλλά και η ηγεσία του δυτικού κόσμου συνολικά εκπορεύεται από την παραγνώριση του γεγονότος ότι η σημερινή Τουρκία δεν συμμερίζεται τις αξίες και τον τρόπο σκέψης του δυτικού πολιτισμού. Ο κεμαλισμός αποδύθηκε σε επιχείρηση μεταμόρφωσης της μεταοθωμανικής Τουρκίας σε κράτος δυτικού τύπου, οι δε διάδοχοί του ενέταξαν την Τουρκία στους δυτικούς θεσμούς (ΝΑΤΟ και ΕΕ) για να αξιοποιήσουν ιδιοτελώς όχι μόνο τη συγκυρία  του Ψυχρού Πολέμου αλλά και την μεταψυχροπολεμική εποχή. 

Η επιλογή αυτή δεν πέρασε κάτω από το επίπεδο της επιφάνειας ούτε άλλαξε τις συνειδήσεις. Ίσως δεν υπήρχε καν αυτή η πρόθεση.Κανονικά οι δύο επιχειρήσεις «Αττίλας» στην Κύπρο θα έπρεπε να είχαν διδάξει τους Δυτικούς, εκτός αν έγιναν με την ανοχή της Δύσης . Τελικώς, το όλο κεμαλικό εγχείρημα ναυάγησε και η αυθεντική φύση της Τουρκίας είναι πάλι παρούσα με απροκάλυπτο τρόπο, χωρίς καν τα κεμαλικά ψιμύθια. Ο τρόπος σκέψης που θέτει την ωμή βία στο κέντρο των διεθνών σχέσεων και την κατάκτηση ξένων εδαφών και θαλασσών ως βασικό στόχο είναι παρών, όσο ήταν τον 11ο ή τον 16ο αιώνα και πατέρας αυτής της πολιτικής δεν είναι άλλος από τον Νταβούτογλου και μετά τον πολιτικό παραγκωνισμό του από τον Ερντογάν, το ιδεολογικό του τέκνο, τον Ιμπραχίμ Καλίν. 

Το πρόβλημα είναι ότι οι κυβερνήσεις και οι θεσμοί της Δύσης αντιμετωπίζουν την Τουρκία ως εάν επρόκειτο για ένα κράτος δυτικού τύπου. Μόνον ο Ευγένιος Ρωσσίδης, διακεκριμένος αμερικανός νομικός και πολιτικός, είχε διατυπώσει τη γυμνή αλήθεια. “Η Τουρκία” , είχε πει σε συνέντευξή του στη «ΝΕΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ» (τ. 12, 2014), “είναι ένα rogue state” (σ.σ.: κράτος – παρίας), σε ελεύθερη μετάφραση κράτος εκτός διπλωματικών κανόνων, “που γεννήθηκε πάνω στις στάχτες της ελληνικής, της αρμενικής και της ασσυριακής γενοκτονίας.”

 Αρχή (γεωπολιτικής) σοφίας ονομάτων επίσκεψις.

Ο δυτικός κόσμος διακατέχεται από αμηχανία έναντι της τουρκικής επιθετικότητας. Οι ευρωπαίοι και οι αμερικανοί αναλυτές και πολιτικοί αδυνατούν να κατανοήσουν και να αναλύσουν την τουρκική εξωτερική πολιτική του soft balancing policy. Οι λόγοι και οι πράξεις των Τούρκων βρίσκονται εκτός του πεδίου σημασιών και εννοιών της Δύσης. Οι ωμές απειλές, η κονιορτοποίηση του διεθνούς δικαίου και των κανόνων καλής γειτονίας, η άσκηση λεκτικής βίας εναντίον ηγετών και θεσμών της Δύσης, οι συνεχείς αναφορές στο μεσαιωνικό παρελθόν, η κιτς αισθητική που την βλέπουμε στην αναπαράσταση της μάχης του Ματζικέρτ ή της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης, η επιχείρηση αναστήλωσης του ισλαμικού παρελθόντος του Χαλιφάτου ή των επεμβατικών πολεμικών επιχειρήσεων σε Συρία, Ιράκ, Λιβύη και Ναγκόρνο Καραμπάχ χωρίς να έχει εγγυητικά δικαιώματα όπως ισχυρίστηκε το 74 για την Κύπρο, είναι αδιανόητα για οποιονδήποτε μετέχει της ευρωπαϊκής παιδείας.

Γιατί αυτό που δεν έχει αντιληφθεί ο πολιτικός κόσμος στην ΕΕ είναι ότι, ενώ η Ευρώπη πιστεύει ότι θα ενσωματώσει την Τουρκία μάλλον η Τουρκία θέλει να ενσωματώσει την ΕΕ και το δείχνει με τις πράξεις της.

Φωτό: Η σημαία της προγραμματισμένης βρετανικής αποικίας με έδρα την Κωνσταντινούπολη