Αυτοφωράκηδες: Από την Μπουμπουλίνας στο Μαξίμου

Toυ Νίκου Ξυδάκη

Η οργή της κοινής γνώμης, αυτή που ονόμασε «λαϊκό δικαστήριο» ο Δ. Λιγνάδης, σαστισμένα ή ωμά, ξεσπάει ανεξέλεγκτα σαν χιονοστιβάδα, με αφορμή την υποκρισία και την απόπειρα συγκάλυψης, αλλά τα αίτια είναι βαθύτερα και διαρκή.

Η ελληνική κοινωνία την τελευταία δεκαετία βιώνει διαρκή κρίση ταυτότητας, διάψευση προσδοκιών, υποβάθμιση των όρων διαβίωσης, έλλειψη αυτοεκτίμησης, έλλειψη πίστης στο πολιτικό σύστημα και τους θεσμούς της δημοκρατίας.

Ζει μια συνθήκη αποσύνθεσης, χιλιαστικά, εν αναμονή θαύματος ή Αποκάλυψης. Ενα σκάνδαλο παιδεραστίας, μια φιγούρα βγαλμένη από το παζολινικό Σαλό και το μπουντουάρ του Ντε Σαντ, οι φήμες για διακίνηση ανηλίκων και κυκλώματα ομερτά, είναι απλώς ο αναπτήρας σε αυτή την ανοιχτή δεξαμενή βενζίνης.

Αυτή η πηχτή οργή, η συσσωρευμένη διάψευση, έχουν υποτιμηθεί από τις πολιτικές και πνευματικές ηγεσίες. Εχουν υπερεκτιμηθεί η κόπωση και το ένστικτο επιβίωσης ― ως υπέδαφος για χειραγώγηση.

Τι συμβαίνει όμως με όσους, πολλούς, πάρα πολλούς, είναι τόσο κατάκοποι ώστε δεν μπορούν πια να επιβιώσουν; Με όσους έχουν εγκαταλειφθεί σε έναν αφόρητο βίο;

Η πανδημία, με όλες τις υλικές και ψυχικές επιβαρύνσεις, έπληξε μια κοινωνία ήδη βαριά λαβωμένη από τη χρεοκοπία και την δεκαετή Μεγάλη Υφεση. Το επιπλέον σοκ ενός ηθικού σκανδάλου ηλεκτρίζει κουρελιασμένα νεύρα, φορτωμένα με μια δεκαετία άγχους, φόβου και πένθους.

Το σοκ δεν διαταράσσει την κανονικότητα, δεν υπάρχει πια κανονικότητα· το ηθικό σοκ πολλαπλασιάζει μια διαρκή εξαίρεση, μια μόνιμη ανωμαλία, παροξύνει τη δομική ανασφάλεια: Και τα παιδιά; Και τα ανήλικα, ρε γαμώτο; Και βιασμοί; Αυτό λένε οι πολλαπλώς αποκλεισμένοι της πανδημίας.

Υπάρχει πολιτική ευθύνη;

Οι χειρισμοί της κυβέρνησης, δια της σιωπής ή δια του παραληρήματος Μενδώνη, δείχνουν τη χρεοκοπία του πολιτικού κατεστημένου. Ιδίως της κυβερνώσας Νεοδεξιάς. Δείχνουν το χάσμα που χωρίζει την πραγματικότητα από τις  νεοαριστοκρατικές, αντιδραστικές αντιλήψεις των κυβερνώντων· ουσιαστικά, βλέπουμε την υποβάθμιση όλης της πολιτικής λειτουργίας σε χειραγώγηση και επικοινωνιασμό, σε προπαγάνδα.

Δύο σημεία:

Ενα πρόδηλο: Η πολιτική ευθύνη. Τι είναι πολιτική ευθύνη; Πώς εκφράζεται; Πότε την αναλαμβάνει και παραιτείται ένας υπουργός; Ας δούμε την παραίτηση.

Ως πρώην υπουργός, και μάλιστα την πρώτη φορά Πολιτισμού, γνώριζα από την πρώτη στιγμή της ορκωμοσίας ότι η παραίτησή μου βρισκόταν στο συρτάρι του πρωθυπουργού.

Γνώριζα ότι βουλευτή με έκανε η λαϊκή εντολή, αλλά υπουργό ο αρχηγός της κυβέρνησης. Στην περίπτωση Μενδώνη άρα, η άρνησή της να παραιτηθεί, η άρνησή της ακόμη και να ζητήσει συγγνώμη, ώστε να εκτονωθεί η κατάσταση, σημαίνει είτε ότι εκτελεί εντολή πρωθυπουργού είτε ότι παζαρεύει την έξοδό της. Και τα δύο ενδεχόμενα σημαίνουν την αδυναμία του πρωθυπουργού να αφουγκραστεί τη βοή των συμβαινόντων, πόσω μάλλον των πλησιαζόντων.

Σημαίνει επίσης κάκιστη, τραγική εκτίμηση του πολιτικού και κοινωνικού κλίματος, άρα παντελή έλλειψη πολιτικής κρίσης, και έλλειψη αξιοπρέπειας. Αλλά το θέμα δεν είναι η προσωπική αξιοπρέπεια της Λ. Μενδώνη, είναι η συλλογική αξιοπρέπεια ενός λαού και η αξιοπιστία ενός πολιτειακού συστήματος.

Θα είχε ενδιαφέρον εδώ να ακούγαμε, αν μπορούσαμε, τι λένε περί πολιτικής ευθύνης παλαιότεροι υπουργοί Πολιτισμού, μερικοί εκ των οποίων πρωταγωνίστησαν στον πρόσφατο πολιτικό βίο. Να ακούγαμε λ.χ. τον Ευάγγελο Βενιζέλο, πολιτικό προϊστάμενο της αιώνιας γεν. γραμματέως Μενδώνη, εύγλωττο συνταγματολόγο και  homme d’État. N’ ακούγαμε τον Κώστα Καραμανλή και τον Α. Σαμαρά, αμφότερους πρώην υπουργούς Πολιτισμού και πρωθυπουργοούς. Την Ντόρα Μπακογιάννη, τον Κώστα Τασούλα, τον Κώστα Τζαβάρα, όλους εν ενεργεία πολιτικούς.

Αυτοφωράκηδες χωρίς λογοδοσία

Το δεύτερο σημείο. Είναι η εγγενής έλλειψη πολιτικής ευθύνης και λογοδοσίας, σε μια κυβέρνηση που δομήθηκε προγραμματικά γύρω από έναν υπερ-πρωθυπουργό, με υπερσυγκέντρωση εξουσιών, πλαισιωμένο από «ουδέτερους» τεχνοκράτες και υπαλλήλους με μη τυπικά πολιτικά χαρακτηριστικά.

Το λεγόμενο επιτελικό κράτος δομήθηκε με ένα νομοθετικό blitzkrieg το καλοκαίρι του 2019, αμέσως μετά τις εκλογές, υπερδιαστέλλοντας τις τυπικές δυνατότητες που προσφέρει το πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα, με σκοπό να ελεγχθεί κάθε ροή πληροφορίας και χρήματος.

Σε καίρια υπουργεία τοποθετήθηκαν μη εκλεγμένοι, εξωκοινοβουλευτικοί, υπουργοί και υφυπουργοί, χωρίς καμία πολιτική νομιμοποίηση από το λαό, αλλά και χωρίς τυπική υποχρέωση λογοδοσίας προς το λαό, παρά μόνο προς τον ηγεμόνα. Μάλιστα ένιοι εκ των εξωκοινοβουλευτικών δεν προέρχονται καν από τοκυβερνών κόμμα, είναι μετεγγραφές από το σημιτικό ή το ευρύτερο ΠΑΣΟΚ, για να δοθεί κεντρώο χρώμα και να τονιστεί το κεντρώο προφίλ του Κ. Μητσοτάκη.

Σε ένα τέτοιο κυβέρνητικό σχήμα, με «υπηρεσιακούς» υπουργούς, με υπουργούς άνευ αρμοδιοτήτων, με υφυπουργούς ελέγχοντες τους υπουργούς κ.ο.κ., με τρόικα Μαξίμου να συντάσσει και να επιβάλει νομοσχέδια, φυσικό είναι η ευθύνη σε πρώτο χρόνο να διαχέεται παντού εκτός του ηγέτη, και οι υπουργοί να είναι αναλώσιμοι, ιδίως όσοι δεν διαθέτουν λαϊκό έρεισμα.

Τι γίνεται όμως σε δεύτερο χρόνο, όταν ανακύψει κρίση και ζημιά, και ο υπουργός είναι λίγος ή απρόθυμος να επωμισθεί την ευθύνη και το πολιτικό κόστος; Πολύ περισσότερο όταν ο εξωκοινοβουλευτικός τεχνοκράτης δεν λογοδοτεί, δεν αναφέρεται καν σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, ούτε στο λαό ούτε στο κόμμα ούτε σε ένα σύστημα ιδεών, εκτός από τον χορηγό της εξουσίας του;

Τότε όλα θα πέσουν πάνω στον ηγέτη. Αυτό συνέβη και συμβαίνει με τη διαχείριση της πανδημίας, όπου δεν λειτουργούν πλέον τα by pass επί υπουργών. Αυτό συμβαίνει και θα συμβεί πολύ ηχηρότερα με τη σοβούσα οικονομική κρίση.

Αυτό συμβαίνει και με τη διαχείριση της υπόθεσης Λιγνάδη. Η αυτοφωράκιας υπουργός Μενδώνη δεν είχε το πολιτικό εκτόπισμα και την ευελιξία που απαιτούσε ο χειρισμός ενός πρωτοφανούς ηθικού σκανδάλου, από αυτά που καταστρέφουν καριέρες και ρίχνουν κυβερνήσεις.

Η Λ. Μενδώνη είχε τοποθετηθεί για ειδικές αποστολές, τις οποίες δύσκολα θα υπέγραφε εκλεγμένος πολιτικός: για τον τεμαχισμό των αρχαιοτήτων στο Μετρό θεσσαλονίκης, για το μετασχηματισμό των μεγάλων μουσείων, για τη μεταβίβαση αρχαιολογικών τόπων σε δήμους, για την εκχώρηση των εθνικών και οικουμενικών brand names σε χορηγούς, για το θάψιμο σκανδάλων, το βόλεμα πελατών κ.λπ.

Υπό αυτή την έννοια, η απληστία και η αλαζονεία γυρνούν μπούμερανγκ στον Κυριάκο Μητσοτάκη και την τρόικα του Μαξίμου. Το ιδεολόγημα περί αριστείας και επιτελικότητας, τσιμεντωμένο με ωμή ταξικότητα, άγριο αυταρχισμό και κυνικό πελατειασμό, στηριγμένο σε φίλια ή εξαγορασμένα ΜΜΕ, ηττάται κατά κράτος από τους ατάκτους των σόσιαλ μήντια, από άνεργους καλλιτέχνες που εισέπραξαν τη χλεύη της Μενδώνη, από μικρά σάιτ και ΜΜΕ, και από τα πρωινάδικα, τα οποία άκουσαν εγκαίρως και εναργώς τα πλησιάζοντα και τα συμβεβηκότα, τουλάχιστον στην παρούσα φάση.

Είναι μια πικρή ήττα για τα συμβατικά ΜΜΕ και μια ζωηρή ένδειξη για το πόσο απρόοπτη μπορεί να είναι η επικοινωνία αλλά και η ίδια η κοινωνία  στις αντιδράσεις της.

ΑΠΟ ΤΟ TVXS