Αφιερωμένο εξαιρετικά: Σώζεται μια κοινωνία που τρέφεται με τις ψευδαισθήσεις της;

ΣΚΙΤΣΟ: ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΛΟΓΕΡΑΚΗΣ

Του Γ. Λακόπουλου

ΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ-150x150 (1) Ας μην πούμε το όνομά  του. Είναι σοβαρός άνθρωπος. Κομπιουτεράς, κοσμογυρισμένος και  καλοπροαίρετος. Στην πολιτική το ψάχνει. Κάποτε ψήφισε ΠΑΣΟΚ. Είχε σε υπόληψη τον Σημίτη, μετά πήγε στον Καραμανλή, ψάχτηκε με τον ΓΑΠ, εμπιστεύθηκε τον Σαμαρά, για να μην έλθει ο Τσίπρας. Για να καταλήξει στον Σταύρο Θεοδωράκη- ώσπου η προσδοκία του ξέφτισε.

Τώρα πιστεύει ότι  θα έλθει ο Κυριάκος, θα απολύσει 200.000 δημοσίους υπαλλήλους, θα μειώσει στο μισό τη φορολογία και η χώρα θα πάρει τα πάνω της. Όπως ήταν να πάρει το 2014, αν δεν έρχονταν ο Τσίπρας που έκανε συμφωνία με τους αναρχικούς και γι’ αυτό τους αφήνει να τα σπάνε. Α, δεν πάει και τον Παυλόπουλο γιατί “άφησε την Αθήνα να καεί” το 2008.

Είναι ο άνθρωπος της εποχής. Πρόθυμος να αγοράσει την ελπίδα, όπου τη βρει και από όποιον την προσφέρει σε καλύτερη συσκευασία. Είναι κατ’ ουσίαν ο ψηφοφόρος της κρίσης, έτσι όπως διαμορφώθηκε από το 2009 και μετά, όταν οι παραταξιακοί φραγμοί κατέρρευσαν και μπήκαν νερά στο κατάστρωμα των δυο κυβερνητικών κομμάτων της Μεταπολίτευσης.

Η κοινωνία των ψευδαισθήσεων

Η πορεία της χώρας τέμνεται από τη διεθνή οικονομική κρίση του 2008, που βρήκε στην κυβέρνηση τη ΝΔ. Ο Καραμανλής -υποχρεωμένος το πρώτο κρίσιμο εξάμηνο της θητείας  του να μένει ακινητοποιημένος, λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων και του φόβου να πάει κάτι στραβά-  έχει ήδη συνειδητοποιήσει ότι δεν μπορεί να εκπληρώσει τις δυο υποσχέσεις της ανόδου  του στην εξουσία: την επανίδρυση του κράτους και την πάταξη της  διαφθοράς – νοούμενης και ως αποκάλυψη και τιμωρία όσων είχαν διαφθαρεί ως τότε.

Οι λόγοι ήταν ορατοί. Είχε απέναντι τους  οικονομικούς παράγοντες –άλλως πως “νταβατζήδες” που έλεγχαν τη δημόσια ζωή, ειδικά από τότε που έβαλαν στο χέρι και την τηλεόραση και είχαν επιβάλει μια συγκεκριμένη τάξη πραγμάτων. Τα ίδια έκαναν και οι κλώνοι τους σε κάθε περιοχή της χώρας, της διοίκησης και του δημοσίου βίου. Και πρωτίστως στα ΜΜΕ.

Από την άλλη ο αμερικανικός παράγοντας  περιόριζε τις διεθνείς επιλογές της  χώρας- με εσωτερικές πολιτικές συνέπειες.

Η επιχείρηση απεμπλοκής  του Καραμανλή τον έριξε  καναβάτσο. Ο αντίπαλος ήταν πολύ ισχυρός και είχε δυνάμεις όχι μόνο στην αντιπολίτευση, αλλά και μέσα στην παράταξή του- στο κόμμα του, ίσως και δίπλα του.

Η προσπάθεια να δοκιμάσει εκ νέου μετά τις εκλογές του 2007 τον έφερε σε πιο δύσκολη θέση. Οι “νταβατζήδες” εγκατέστησαν δίπλα πόρτα τον Καρατζαφέρη και τον αποδυνάμωσαν περισσότερο κοινοβουλευτικά.  Η χώρα με τις ευκαιρίες που έχασαν οι κυβερνήσεις του, όπως η λήψη μέτρων μετά την έξοδο από την επιτήρηση που ακολούθησε την υγιή επιλογή της απογραφής οδηγείται σε δημοσιονομικό όλεθρο. Δεν μπορεί να αντιδράσει με τον Παυλίδη -που του εξασφάλιζε την πλειοψηφία- να του κουνάει το δάκτυλο.

Όταν είδε ότι η κρίση να τον ξεπερνάει και  έκανε ότι κάνουν οι Πρωθυπουργοί στον κοινοβουλευτισμό. Απευθύνθηκε στη λαϊκή βάση και ζήτησε νέα εντολή για μέτρα που δεν μπορούσε  να πάρει με την εντολή του 2007. Ουσιαστικά όμως ζητούσε κοινοβουλευτική ισχύ για να διορθώσει  τα λάθη της περιόδου του. Δεν την πήρε…

Δεν ξέρουμε τι θα έκανε αν την έπαιρνε. Το είπε πάντως, και έγινε ο πρώτος πολιτικός που τάζει προεκλογικά λιτότητα. Εκείνη τη στιγμή η κοινωνία έδειξε ότι προτιμάει να προχωρήσει με τις ψευδαισθήσεις της. Οι πολίτες, ωθούμενοι και από το επικοινωνιακό σύστημα που είχε υιοθετήσει τον Παπανδρέου. Με το αζημίωτο, αφού τάχθηκε εναντίον του νόμου για τον βασικό μέτοχο, έταζε τα πάντα και βεβαίωνε ότι  έχει τρόπο και  να τα χρηματοδοτήσει- και ας ήξερε ότι δεν έχει.

“Οι Παπανδρέου πάντα έδιναν” ψιθύριζαν οι ψηφοφόροι. Μπορεί. Αλλά ένας από τους Παπανδρέου, όταν δεν είχε να δώσει έκανε το αδιανόητο: πήγε τη χώρα στο ΔΝΤ, χωρίς να έχει σχετική εντολή. Την έθεσε υπό διεθνή οικονομικό έλεγχο, προφασιζόμενος ότι τη σώζει από τη χρεοκοπία. Παρότι προεκλογικά δεν είχε θέσει θέμα σωτηρίας της, αλλά ενίσχυσης της εύκολης ευημερίας της. Τελικά καθώς δεν μπορούσε να υλοποιήσει ούτε αυτά που υπέγραφε, αποβλήθηκε με τον μοναδικό τρόπο να χάσει την πρωθυπουργία χωρίς το κόμμα του να έχει χάσει την πλειοψηφία στη Βουλή. Την  επομένη της… ψήφου εμπιστοσύνης!

Από τη μια ψευδαίσθηση στην άλλη

Θα έπρεπε να ήταν ένα σοκ για τους  ψηφοφόρους. Αλλά οι ψευδαισθήσεις πότε δεν πεθαίνουν. Οι πολίτες απλώς έσπασαν την παράδοση του δικομματισμού που μετακινούσε από το ένα κόμμα στο άλλο την εξουσία και διεσπάρησαν σε αδιανόητες κατευθύνσεις. Για να καταλήξουν στη συγκυβέρνηση των συνυπεύθυνων, με το κυβερνητικό ετερόκλιτο σχήμα υπό τους  Σαμαρά-Βενιζέλο .

Η ψευδαίσθηση ότι μετά το κούρεμα του χρέους -που διαπραγματεύθηκε ως πρωθυπουργός ο  Λουκάς Παπαδήμος για να τον  απομακρύνουν στη συνέχεια-  θα οδηγούσαν σε έξοδο από τη κρίση κατέρρευσε όταν εμφανίστηκε ένας επιθετικός παίκτης: ο Αλέξης Τσίπρας, φέρνοντας μια  νέα  ψευδαίσθηση. Την κατάργηση ότι Μνημονίου  με …νόμο και την  επιστροφή στην προγενέστερη  κατάσταση- σε όλα.

Αυτή η ψευδαίσθηση κράτησε μόλις πέντε μήνες, προτού φέρει ο ίδιος το τρίτο Μνημόνιο το οποίο απλώς γείωσε τη χώρα στα πραγματικά δεδομένα της:  είναι χρεοκοπημένη και τελεί υπό την διεύθυνση της τρόικας.  Καμία κυβέρνηση δεν παίρνει αποφάσεις, αλλά απλώς εκτελεί. Ούτε καν διαπραγματεύεται. Η σχέση με  τους “θεσμούς” είναι σχέση ελεγκτή και ελεγχόμενου. Ευτυχώς, γιατί αυτή η σχέση κρατάει τη χώρα στην Ευρωζώνη και της εξασφαλίζει την επιβίωση με δανεικά από τις χώρες -μέλη της.

Η αριστερή αυταπάτη

Ο κανόνας ισχύει και για την κυβέρνηση της “πρώτη φορά Αριστεράς”. Ο Τσίπρας αναγνώρισε στη Βουλή με παρρησία τις αυταπάτες του λαό. Ήδη μετά την επανεκλογή του εφάρμοσε με αρκετή τόλμη και επιτυχία το αντίθετο πρόγραμμα από εκείνο με το οποίο εξελέγη για να εφαρμόσει την πρώτη φόρα.

Η μεταστροφή αυτή θα έπρεπε κανονικά να γίνει αποδεκτή με ανακούφιση και να στηριχτεί από τους πολίτες και κόμματα. Για τη χώρα. Μετά από τρεις αναλώσιμους μνημονιακούς  πρωθυπουργούς θα έπρεπε να καταλάβουν ότι  δεν υπάρχει κάτι από αυτά που κάνει ο Τσίπρας που δεν θα έκανε οποιοσδήποτε άλλος στη θέση του- σε ό,τι αφορά την ασκούμενη πολιτική τουλάχιστον.

Συμβαίνει το αντίθετο καθώς στο πρόσωπο του Κυριάκου Μητσοτάκη -που έδειξε πρώιμη δίψα για εξουσία- εμφανίστηκε μια νέα ψευδαίσθηση. Δεν ξέρουμε τι θα συμβεί στην κάλπη. Αλλά σήμερα πολλοί την υιοθετούν με την ανομολόγητη επιδίωξη να ξεγελάσουν την πραγματικότητα: θεωρούν ότι η μείωση των φόρων και οι απολύσεις στο κράτος θα φέρνουν την ευημερία και την ανάπτυξη.

Πιστεύουν ότι αυτό θα το κάνει ένα κόμμα της Δεξιάς -ήτοι το ένα από τα δυο που ευθύνονται για την πορεία προς τη χρεοκοπία. Και αφού εν  τω μεταξύ έχει διαψευστεί και η μόνη εξ αντικειμένου πραγματική προσδοκία που ήταν η αναμάρτητη, ως πριν δυο χρόνια, Αριστερά.

Ακόμη και όταν ο επικεφαλής της ΝΔ προσπαθεί να αυτοσυγκρατηθεί, μετακινώντας σε …δυο χρόνια -μετά την εκλογή του- την πρώτη σχετική μείωση φόρων, όπως είναι ο ΕΝΦΙΑ, ορισμένοι το παρακάμπτουν. Ένα τους τάζει, δέκα καταλαβαίνουν.

Όπως παρακάμπτουν ότι δεν τάσσεται υπέρ των απολύσεων. Κανείς δεν μπορεί να απολύσει μαζικά δημοσίου υπαλλήλους με τη σημερινή προστασία του Συντάγματος -στον σεβασμό του οποίου, εν τω μεταξύ, ο ίδιος έχει στηρίξει ακόμη και την προστασία των …καναλαρχών.

Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η αυτοπαραπλάνηση μεγαλώνει: Όλοι Κυριάκο. Για να κάνει αυτά που δεν μπορεί, δεν γίνονται και δεν θα κάνει. Για να εφαρμόσει το ίδιο Μνημόνιο. Παρότι η άλλη πλευρά της Ευρώπης -που αποφασίζει- δεν έχει σενάριο αλλαγής κυβέρνησης ως το 2018 – ό,τι  είναι να γίνει θα γίνει με τη σημερινή Βουλή- το αίτημα των εκλογών φαντάζει σε κάποιους ως λύση. Και ας καιροφυλακτούν οι δαίμονες.

Μοιραία το ερώτημα είναι: Σώζεται η  κοινωνία που ακολουθεί  μόνο τις ψευδαισθήσεις της, ως περιτύλιγμα για τις ενοχές, την αφασία και τις ευθύνες της; Σώζονται αυτοί που όταν δεν περιμένουν έναν επόμενο πρωθυπουργό να τους μειώσει τους φόρους δια νόμου, περιμένουν στην ουρά για να  ακούσουν τον …Σώρρα που υπόσχεται κάτι καλύτερο: να τους χαρίσει  τους φόρους.