Βασίλειος ο Μέγας ως εικόνα και ως αναπαράσταση

Του Απόστολου Λουλουδάκη

Αφορμή αυτού του κειμένου είναι η συζήτηση που είχα αυτές τις χρονιάρες μέρες με ένα φίλο μου, για μια εποχή, όχι και τόσο μακρινή, αλλά πάντα νοσταλγική, όταν στη Γαλλία μέσα από ατέλειωτες ώρες παραμονής σε βιβλιοθήκες και συζητήσεων, προσπαθούσαμε να ερμηνεύσουμε τον κόσμο (το αιώνιο ερώτημα της κάθε θρησκείας, της φιλοσοφίας αλλά και της επιστήμης) άσχετα αν ο Μαρξ στη διάσημη 11η θέση του για τον Feuerbach έλεγε:

«Οι φιλόσοφοι έχουν επιχειρήσει, με διάφορους τρόπους, μόνο την ερμηνεία του κόσμου – η πραγματική πρόκληση είναι η μεταβολή του», που και οι τότε ζώντες μεγάλοι φιλόσοφοι ζούσαν σε μια διαμάχη που όμοια είχε χρόνια να συναντήσει η ανθρωπότητα. Ήταν η σύγκρουση των υπαρξιστών που έλεγαν ότι 

 «Ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος γιατί δεν διάλεξε ο ίδιος την ύπαρξή του, αλλά εφ’ όσον βρίσκεται στον κόσμο, είναι υπεύθυνος για όλες τις πράξεις του» και ότι 

«Η ελευθερία θα πρέπει να θεωρηθεί σκοπός του ατόμου. Μόνο όμως αν συνοδεύεται από την αναγνώριση της ελευθερίας των άλλων».

και των στρουκτουραλιστών οι οποίοι υποστήριζαν ότι ο άνθρωπος μπορεί να γίνει αντιληπτός μόνο μέσα από ένα δίκτυο συμβολικών σχέσεων- δομών στις οποίες συμμετέχει χωρίς να το συνειδητοποιεί και που τις ρίζες του στρουκτουραλισμου, τις βρίσκουμε στον Φερντινάντ ντε Σωσσύρ που έδειξε, πρώτος αυτός, το «αυθαίρετο του γλωσσικού σημείου», δηλαδή ότι η γλώσσα δεν αντιγράφει την πραγματικότητα αλλά είναι αυθαίρετη, καθώς δεν υφίσταται μια αιτιώδης σύνδεση ανάμεσα στο σημαίνον, τη λέξη που αποδίδεται σε ένα αντικείμενο και το σημαινόμενο, το αντικείμενο. Έτσι, το γλωσσικό σημείο δεν ενώνει ένα όνομα με ένα αντικείμενο, αλλά μια ιδέα του πράγματος με μια ακουστική εικόνα.

Το ίδιο είχε συμβεί και αιώνες πίσω όταν ο Σωκράτης πήρε την φιλοσοφία στα χέρια του και την οριοθέτησε με μοναδικό της σκοπό τον άνθρωπο και όχι τη φύση και ήταν ο Πλάτωνας αυτός που ανέπτυξε στους Διάλογους του, την διαλεκτική του μέθοδο.

Κάθε Ιανουάριο μέχρι Μάρτιο και κάθε Τέταρτη μέχρι το 1984 που πέθανε ο Michel Foucault1 ,στο Collège de France, είναι το ανώτατο πανεπιστημιακό Ίδρυμα της Γαλλίας που έχει ακροατές, κάτι παρόμοιο που έκανε ο Σωκράτης δηλαδή και όχι φοιτητές και που δεν δίνει πιστοποιητικό σπουδών, έδινε τα καθιερωμένα Μαθήματά του. Εκεί στο γεμάτο αμφιθέατρο μαζί με τον Michel Lassithiotakis2, αναπληρωτή καθηγητή της Έδρας Νεοελληνικών Σπουδών στη Σορβόννη (αλλά που ήταν συγχρόνως και τακτικός καθηγητής νέων ελληνικών στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης) μέχρι τον ξαφνικό του θάνατο το 2012, συναντιόμασταν να τον ακούσουμε και να μιλήσουμε από κοντά μαζί του.

 O Michel Lassithiotakis2 , υπήρξε ένας μεγάλος Ελληνογάλλος διανοούμενος – ευρενητής, Κρητικής καταγωγής, ένας σπουδαίος επιστήμονας της Ελληνικής διασποράς που όταν τον γνώρισα και τον επισκεπτόμουν στο χώρο του, στο διπλανό διαμέρισμα που έμενε ο Louis Althusser στην École Normale Supérieure στην οδό Ulm, ,ήταν ιδαίτερα αφοσιωμένος στο ερευνητικό του έργο γύρω από την περίοδο του Βυζαντίου, την προσωπικότητα του μεγάλου βασιλείου και την σχέση του με τον Ιουλιανό, τον μετέπειτα αυτοκράτορα του Βυζαντίου. Άφησε πίσω του σημαντικό επιστημονικό έργο.

Ο Foucault, ανάμεσα στην υλη για τα  Μαθήματά του, ήταν αυτός που έβλεπε τον Βασίλειο τον Μέγα, αυτό τον ρωμαίο πολίτη, ως ένα συνεχιστή της Ελληνικής φιλοσοφίας με την έννοια  όμως, όπως την όρισε  στο βιβλίο  του Tractatus Logico-Philosophicus ο Ludwig Wittgenstein, ότι «η φιλοσοφία δεν είναι μια θεωρία, αλλά μια πράξη», μέσα στα πλαίσια της υστερορωμαικής περιόδου, γιατί και όταν αναφερόταν στην ερμηνεία του Θεού, όπως στο έργο του Ανατρεπτικός Α’, 13, PG 29, 544A που έγραφε: «Οἶμαι  δὲ οὐκ ἀνθρώπους μόνον, ἀλλὰ καὶ πᾶσαν λογικὴν φύσιν ὑπερβαίνειν αὐτῆς [ενν. της ουσίας του Θεού] τὴν κατάληψιν. Λογικήν δὲ νῦν τὴν ἐν τῇ κτίσει λέγω»

είναι αυτό που ένας σύγχρονος φιλόσοφος ο A.J. Ayer στο βιβλίο του Language, Truth and Logic, υποστήριζε πως κάθε απόφανση σχετικά με το Θεό, το απόλυτο ή το μηδέν όπως το υπαινίσσεται ο Heidegger, δεν είναι ούτε αληθής ούτε ψευδής, ούτε πιθανή ούτε απίθανη – απλώς δεν έχει κανένα νόημα. Κάθε ισχυρισμός που υστερεί σε λογική αλήθεια ή δεν παρέχει καμιά δυνατότητα να επαληθευτεί εμπειρικά, είναι πράγματι παράλογος.

Αυτό το κατάφερε γιατί μπόρεσε η οικογένειά του να τον στείλει στους καλύτερους δασκάλους εκείνης της κρίσιμης μεταβατικής εποχής, όπως τον Λιβάνιο και στην Αθήνα, που αν και κάτω από τον Ρωμαϊκό ζυγό μπορούσε να συνεχίζει την παράδοση αυτής της πόλης ως το κατ’ εξοχήν κέντρο παιδείας και γνώσης, και μάλιστα εκεί γνώρισε δυο μεγάλες προσωπικότητες τον ξαδελφό του τότε Αυτοκράτορα τον Ιουλιανό και τον Γρηγόριο και θα πρέπει οι τότε δάσκαλοι τους ο Ιμέριος και Προαιρέσιος να ήταν περήφανοι για τους μαθητές τους.

Η επιρροή των δασκάλων του ήταν τέτοια άλλα και η φιλομαθειά του, που αυτό το βρίσκουμε τόσο στο πνευματικό έργο που άφησε άλλα και στο κοινωνικό. Πρέπει να γίνει αναφορά στον Ἱμέριο που αν και δεν ήταν Χριστιανός (με την σημερινή δογματική μορφή, λόγω της τότε αντίληψης περί της Τριαδικής θεότητας επειδή κυριαρχούσε το Χριστολογικό ζήτημα δηλαδή οι περί του Ιησού ερμηνείες τόσο του Αρείου όσο και του Ευνομίου), ήταν πολέμιος της φιλοσοφίας του Επικούρου, και έγραφε ότι ευτυχώς οι θεοί κατέστρεψαν τα περισσότερα συγγράμματα του Επικούρου, και δεν μπορεί πια να τα διαβάσει κανείς και γνωστός είναι ο λόγος του (Γ’) εναντίον του Επικούρου που τον κατηγορεί για ασέβεια και ότι δεν πιστεύει στη Θεια πρόνοια.

Βεβαία και η τότε επιρροή του Ωριγένη ήταν μεγάλη, αν και αργότερα καταδικάστηκε για τις απόψεις του, γιατί με τον Ωριγένη σημειώθηκε η διασταύρωση του ελληνικού πνεύματος με τον Χριστιανισμό, καθώς προσπάθησε να καταγράψει την Επιστήμη από τη χριστιανική άποψη και να ανυψώσει τον Χριστιανισμό σε μια κοσμική θεωρία συμβατή με τον Ελληνισμό, ώστε πολύ εύστοχα να χαρακτηριστεί ως «ένας Χριστιανός πλατωνιστής με ψήγματα στωικής φιλοσοφίας».

Για την κρίση που υπάρχει σήμερα στην εκκλησία είναι ίσως η αιτία ότι απομακρύνθηκε από το πραγματικό πνεύμα της ελληνικής φιλοσοφίας και παραμένει μόνο πίσω από το Δόγμα γιατί αγνοεί ότι για την δημιουργία του χρειάστηκαν τότε να καταφύγουν σε μια νεωτεριστική ερμηνεία διαφόρων βιβλικών χωρίων, η οποία βασιζόταν στον πλατωνίζοντα οντολογικό διαχωρισμό μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Πάνω σε αυτόν τον πλατωνίζοντα οντολογικό διαχωρισμό βασίστηκε η εξίσωση Πατρός και Υιού στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, και που η ίδια ερμηνευτική μέθοδος προεκτάθηκε και για το Άγιο Πνεύμα.

Ένας μεγάλος Ρώσος θεολόγος είχε δηλώσει ότι το σφάλμα του Βυζαντίου ήταν ότι εργαλιοποιώντας την Χριστιανική θρησκεία για πολιτικούς λόγους δεν μπόρεσε να μεταδώσει και να κάνει τους Σλάβους εκχριστιανισθέντες λαούς κοινωνούς αυτής της μεγάλης ελληνικής φιλοσοφικής παράδοσης που έχει περάσει στη Δύση όπως και στο Βασίλειο τον Μέγα.

Επίσης αν και ο Ιουλιανός, ήταν αυτός πρώτος που αντιλήφθηκε την στρατηγική θέση των Παρισίων, δεν κατάλαβε αυτό που έλεγε ο Foucault ότι «η εξουσία παράγει, παράγει κάτι το πραγματικό, παράγει τομείς αντικειμένων και τελετουργίες αλήθειας. Η εξουσία παράγει πραγματικότητα» αλλά αυτή τελικά η πραγματικότητα τον διέψευσε.

Ο Βασίλειος ο Μέγας πήρε δικαιωματικά αυτόν τον τίτλο όχι γιατί μεγάλωσε την χώρα του όπως όλοι οι γνωστοί μας Άνδρες και Γυναίκες αλλά γιατί με την μεγάλη του καρδία ήρθε σε σύγκρουση με τους οικονομικά πλούσιους της εποχής του και δικαίωσε την άποψη του Louis Althusser που μιλούσε ότι οι κοινωνικοί σχηματισμοί είναι συγκεκριμένες άνισες και αντιφατικές συναρθρώσεις τρόπων παραγωγής και κοινωνικών μορφών και το απέδειξε στο λόγο του «προς του πλουτούντας» όπου έγραφε:

Ως πότε ο πλούτος θα είναι η αιτία του πολέμου, δια τον οποίον κατασκευάζονται όπλα, και ακονίζονται τα ξίφη; Εξ αιτίας αυτού οι συγγενείς παραγκωνίζουν την συγγένειαν, οι αδελφοί με φονικήν διάθεσιν υποβλέπει ο ένας τον άλλον. Εξ αιτίας τού πλούτου αι ερημίαι φιλοξενούν τους φονιάδες, η θάλασσα τους πειρατάς, αι πόλεις τους συκοφάντας. Ποίος είναι ο πατέρας τού ψεύδους; ποίος ο δημιουργός της πλαστογραφίας; Ποίος εγέννησε την ψευδορκίαν; Δεν είναι ο πλούτος; Δεν είναι η μέριμνα δι’ αυτόν;

καθώς και στην Ομιλία του εν λιμώ και αυχμώ:

Ενώ επαινούμεν την ευεργεσίαν, την αποστερούμεν από εκείνους που την χρειάζονται. Ενώ είμεθα δού­λοι και ελευθερωνόμεθα, δεν ευσπλαγχνιζόμεθα τους συνδούλους μας. Ενώ πεινώμεν και τρεφόμεθα, περιφρονούμεν τον ενδεή. 

Γιατί αυτό που άφησε ο Βασίλειος ο Μέγας είναι η παρακαταθήκη του για την θύραθεν Παιδεία που ήταν αυτή που προτρέπει τους νέους να βρουν τον πλούτο της αρχαίας ελληνικής γραμματείας.3

Σε αυτό το πλαίσιο ο Μέγας Βασίλειος χρησιμοποιεί στα έργα του την αφήγηση της δημιουργίας του κόσμου του Τίμαιου, τον μύθο της φτερωτής ψυχής του Φαίδρου, τη θεωρία του σώματος ως φυλακής της ψυχής του Φαίδωνα. Σημαντική είναι επίσης η επίδραση που δέχεται από τον Πλωτίνο.

Επίσης ως θεμελιωτής του κοινοβιακού μοναστικού βίου και τον τρόπο ίδρυσης των μοναστηριών ήταν ο λόγος που διεσώθη η αρχαία γραμματεία.

Πέρα απ’ αυτό είναι το μεγάλο φιλανθρωπικό του έργο. Το ενδιαφέρον του για τα ευρύτερα κοινωνικά προβλήματα του λαού αποδεικνύεται από επιστολές του της εποχής (π.χ. Επιστολές 104, 110, 84, 86, 107-109), σύμφωνα με τις οποίες προσπαθούσε να λύσει προβλήματα εργαζομένων στα ορυχεία του Ταύρου, ορφανών, αδικημένων, αρρώστων και πεινασμένων και καθιέρωσε τη διανομή αγαθών -τρόφιμα ρούχα, χρήματα και κάθε είδους βοήθεια σε φτωχές οικογένειες, άπορους κ.λπ. Το πιο σπουδαίο του έργο ήταν η οργάνωση της ελεημοσύνης και φιλανθρωπίας στην επαρχία του, έφτιαξε κοντά στην Καισάρεια μια ολόκληρη πόλη από φιλανθρωπικά ιδρύματα, γηροκομεία, νοσοκομεία, πτωχοκομεία, ξενώνες, ορφανοτροφεία κ.α. Η πόλη αυτή ονομάσθηκε «Βασιλειάδα». Επίσης η ανιδιοτελής αγάπη, τον «εξανάγκαζε» να φθάνει μέχρι το σημείο να περιθάλπει και τους λεπρούς.

Τώρα δυστυχώς έχει ξεχαστεί αυτή η παρακαταθήκη και η αλλοιωμένη εικόνα του να προσφέρει ένα απλό δώρο στα παιδιά και να διαφημίζει γνωστό ποτό πολυεθνικής εταιρίας μαζί με το έθιμο της βασιλόπιτας μάλλον κακή υπηρεσία προσφέρουμε τόσο στην υγεία μας όσο και στη σωστή διαπαιδαγώγηση των μελλοντικών γενεών.

Ιστορικά βεβαίως είναι ότι το Βυζάντιο δεν πήρε το μάθημα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας που εξ αίτιας της μη έγκαιρης αναγνώρισης του Χριστιανισμού αναλώθηκε σε δογματικά θέματα και δεν προέβλεψε τον κίνδυνο μιας νέας θρησκείας που θα γεννιόνταν σε λίγο και θα ήταν αυτή που θα το κατάπινε.

1.foucault st. basil college de france 2. foucault st. basil college de france 3.http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/paterikon/basil_the_great_de_legendis_gentilium_libris.htm

ΑΠΟ ΤΗ ΝΕΑ ΚΡΗΤΗ

https://books.google.gr/books?id=rfKwCAAAQBAJ&pg=PA149&lpg=PA149&dq=%CE%B8%CF%81%CE%BF%CE%BD%CE%BF%CE%B9+%CF%83%CE%BF%CF%86%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%B7%CF%82&source=bl&ots=B-1F2h9ldg&sig=ACfU3U0lj4mE1R4svE_gGcRSr6kTCeyKhQ&hl=el&sa=X&ved=2ahUKEwjKnqz1oM_mAhXIUlAKHbJEDoEQ6AEwAnoECAgQAQ#v=onepage&q=