Γαλάζια Πατρίδα και γερμανική κοινή γνώμη

Του Διογένη Λόππα

Οι τρεις λόγοι για τους οποίους η Γερμανία δεν θεωρείται υπερδύναμη, δε σημαίνει ότι μπορεί μια μικρή χώρα να ελιχθεί εύκολα σε περιοχές που προκαλούν το γεωστρατηγικό ενδιαφέρον της. Σημαίνει όμως ότι με την κατάλληλη τακτική υπάρχουν πιθανότητες επιτυχίας σε αντίθεση με τις κανονικές υπερδυνάμεις όπου απέναντί τους μια μικρή χώρα δεν έχει καμία ελπίδα αποφυγής τετελεσμένων. Η σωστή τακτική απέναντι στη σημερινή Γερμανία είναι η συγκατάβαση, η χρήση δηλαδή της λογικής και τις πειθούς και όχι η χρήση βλαχοτσαμπουκάδων και τζούφιων απειλών, όπως οδυνηρώς ανακάλυψε η ελληνική κυβέρνηση το 2015, πριν προσγειωθεί στη ζοφερή πραγματικότητα, κάπως ανώμαλα είναι η αλήθεια.

Παρά το μέγεθος της οικονομίας τους και την ικανότητά τους να αναγεννιούνται από τις στάχτες τους αλλά και να εργαλειοποιούν προς όφελός τους ακόμα και τις πιο περίπλοκες κρίσεις, οι Γερμανοί δεν θα γίνουν ποτέ μια κανονική υπερδύναμη και αυτό γιατί:

  1. Ο εκάστοτε καγκελάριος δεν διαθέτει βαλιτσάκι με κωδικούς πυροδότησης πυρηνικών όπλων, συνεπώς αν κάποια παγκόσμια κρίση λάβει τροχιά στρατιωτικοποίησης, θα είναι ολοκληρωτικά ευάλωτος σε κάθε είδους πιέσεις και εκβιασμούς, χωρίς δυνατότητα πειστικής απάντησης, έστω υπό τη μορφή μπλόφας
  2. Ως διαχρονικός παγκόσμιος ταραξίας, η Γερμανία δεν έχει θέση στο συμβούλιο ασφαλείας του ΟΗΕ, ώστε ακόμα και αν ήθελε να δημιουργήσει έναν τρίτο πόλο, δεν έχει τη δυνατότητα να το κάνει, ούτε θα της το επιτρέψουν ποτέ οι νικητές του μεγάλου πολέμου
  3. Η στρατιωτική της ισχύς μετά βίας φθάνει για την υπεράσπιση του γερμανικού εδάφους, αν και ακόμα και για αυτό το στοιχειώδες υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες, ενώ οποιαδήποτε σκέψη για μιλιταριστικές εξορμήσεις ανά την υφήλιο θα πρέπει να θεωρούνται σύντομο ανέκδοτο

Αυτό όμως δε σημαίνει τίποτα απολύτως για χώρες πλησίον της γερμανικής αυλής και μάλιστα χρεωμένες μέχρι το λαιμό με διακρατικά δάνεια που μανατζάρουν θεσμοί απόλυτα ελεγχόμενοι από την Καγκελαρία. Με λίγα λόγια οι Γερμανοί, ελλείψει πυρηνικών όπλων, έχουν σταδιακά μεταβάλλει το Ευρώ, από εργαλείο ενοποίησης της Ευρώπης, σε πυρηνικό βαλλιστικό πύραυλο. Και μπορεί η καγκελάριος Μέρκελ να μη διαθέτει βαλιτσάκι κωδικών, αν όμως σηκώσει το τηλέφωνό και μιλήσει με Φρανκφούρτη, μπορεί να βγάλει από τον αναπνευστήρα οποιαδήποτε οικονομία της ευρωζώνης με συνοπτικές διαδικασίες.

Το μοιραίο λάθος του Σουλτάνου

Όλα τα αυταρχικά καθεστώτα σε κάποιο σημείο της ζωής τους, όπου φαντασιώνονται ότι είναι πανίσχυρα και εξαιτίας της φασιστικής/εθνικιστικής τους αντίληψης για τα πράγματα, υποκύπτουν στο κλασσικό λάθος της υποτίμησης της νοημοσύνης του δυτικού κόσμου. Θυμάμαι πολύ καθαρά την αλήστου μνήμης εποχή του Μακεδονικού ζητήματος, όταν όλα τα μεγάλα κράτη της γης είχαν αναγνωρίσει τη σημερινή Βόρεια Μακεδονία ως σκέτο ”Μακεδονία”, μου ήταν αδύνατον να πείσω Ευρωπαίους συνομιλητές μου για το δίκαιο των ελληνικών επιχειρημάτων. Έτσι καταλάβαινα πολύ καλά ότι η υπόθεση αυτή ήταν χαμένη από χέρι, καθώς ο δυτικός κόσμος οχυρώθηκε αφενός πίσω από την ιερή έννοια του αυτοπροσδιορισμού και αφετέρου πίσω από την αυτονόητη συμπάθεια προς ένα αδύναμο κρατίδιο που με δυτικό προσανατολισμό έψαχνε τη θέση του στο παγκόσμιο σύστημα, σε αντίθεση με την Ελλάδα που εμφανιζόταν ως νταής, πρώτα με το λανθασμένο εμπάργκο του Ανδρέα και έπειτα με το τολμηρό Βέτο του Καραμανλή Β’.

Κάποια στιγμή όμως, όταν στην εξουσία ήρθαν οι απίθανοι τύποι του διεφθαρμένου Γκρούεφσκι, η κατάσταση άρχισε να αλλάζει. Και άρχισε να αλλάζει όταν οι συμπαθείς γείτονες άρχισαν να οικειοποιούνται μα βάναυσο τρόπο την ελληνική ιστορία και προσπαθούσαν να πείσουν τους δυτικούς συμμάχους τους περί μιας μακεδονικής συνέχειας του έθνους τους. Δείτε τον παραλογισμό: Προσπαθούσαν να πλασάρουν στους μορφωμένους και ελιτιστές Ευρωπαίους και Αμερικανούς, που οι περισσότεροι διδάσκονται ”αρχαία Ελλάδα” στα πανεπιστήμιά τους, ότι οι κάτοικοι του μικρού κρατιδίου περίπου είναι οι απευθείας απόγονοι του Φιλίππου και σχεδόν ότι ο Αλέξανδρος αλληλογραφούσε με τον Αριστοτέλη σε ”άπταιστην Μακεδονικήν”.

Εκεί ήταν το σημείο που άδραξα και εγώ την ευκαιρία και από τότε δεν έχασα ποτέ debate με σοβαρούς Ευρωπαίους αναλυτές, δημοσιογράφους και επιχειρηματίες, συνήθως έπειτα από κάποιο δείπνο, όταν άναβε η πολιτική συζήτηση. Όταν λοιπόν τους έλεγα ότι δεν είναι δυνατόν σοβαρός άνθρωπος με βασικές γνώσεις ιστορίας να αποδεχθεί το γεγονός ότι τα σλαβικά και αλβανικά στοιχεία που κατοικούν στη σημερινή Βόρεια Μακεδονία μπορεί να έχουν οποιαδήποτε σχέση με τους Αρχαίους Μακεδόνες, έπιαναν αμέσως το νόημα, έχαναν τη πρότερη συμπάθεια, κατανοούσαν το σοβαρό σφετερισμό και μάλιστα με εθνικιστικό μανδύα (ότι σιχαίνονται περισσότερο στην Ευρώπη) και τελικά αποδέχονταν ότι ναι, πρέπει να υπάρξει ένας προσδιορισμός πίσω από το όνομα, που να διαχωρίζει τις δύο Μακεδονίες, όχι χάριν της πολιτικής, αλλά χάριν της ιστορίας και του σεβασμού που οφείλουμε σε αυτούς που θεμελίωσαν το δυτικό πολιτισμό.

Θυμήθηκα όλα αυτά, καθώς και σήμερα αντιμετωπίζω το ίδιο πρόβλημα, όταν στις συζητήσεις μου με τους ίδιους ανθρώπους έρχεται το ζήτημα των ελληνοτουρκικών. Οφείλω να ομολογήσω ότι οι συνομιλητές μου πρώτον δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για τις λεπτομέρειες των διαφορών, καθώς επιθυμούν διακαώς μια ειρηνική τάξη με κανόνες και δεύτερον οποιεσδήποτε διαφορές περί ΑΟΖ, νησιών κ.λπ, τις αντιμετωπίζουν ως συνήθεις διακρατικές διαφωνίες εθνικιστικού χαρακτήρα, χωρίς να ενδιαφέρονται ποιος είναι ο επιτιθέμενος. Στη λογική τους αυτά τα πράγματα είναι business as usual και λύνονται με διάλογο και καλές προθέσεις.

Ουπς, όλα αυτά συνέβαιναν μέχρι την ώρα που οι Τούρκοι περιχαρείς δημοσίευσαν με κάθε επισημότητα τον χάρτη της ”Γαλάζιας Πατρίδας”, όπου εκτός από τις γνωστές θεωρίες τους στην ανατολική μεσόγειο, τόλμησαν να κοκκινίσουν το μισό Αιγαίο! Επίσημα! Έτσι λοιπόν την τελευταία φορά, καθώς ξεκίνησε η γνωστή συζήτηση και άρχισε να ξεδιπλώνεται ο γνωστός φιλοτουρκισμός ή έστω ισαποστακισμός (ιδίως από τους Γερμανούς συνομιλητές), όταν ήρθε η ώρα να παρέμβω, δε μίλησα καθόλου, απλά τους έδειξα το βίντεο με το χάρτη της ”Γαλάζιας Πατρίδας” και τις δηλώσεις των Τούρκων.  Σπάνια βλέπω μάχιμους συζητητές να καταπίνουν κυριολεκτικά τη γλώσσα τους.

Λοιπόν, όλο το οικοδόμημα του Σουλτάνου, κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος. Ξέρετε, αυτοί οι άνθρωποι δεν μπορούν να ξεχωρίσουν στο χάρτη για παράδειγμα τις διαφιλονικούμενες περιοχές ανάμεσα σε Σλοβενία και Κροατία, ούτε τα νησιά της Σινικής Θάλασσας ανάμεσα σε Κίνα και Φιλιππίνες. Όλοι, μα όλοι όμως, διάολε, έχουν ταξιδέψει στα Ελληνικά νησιά και έχουν σαφή επίγνωση της γεωγραφίας. Όταν λοιπόν είδαν το χάρτη, που δεν ήταν, ούτε fake news, ούτε ανάρτηση κανενός εθνικοβλαμμένου, αλλά επίσημη τοποθέτηση του Τουρκικού κράτους, έπαθαν αληθινό σοκ και άρχισαν να προσεγγίζουν την ουσία της ελληνοτουρκικής διένεξης.

Η Γερμανία, μέσα σε όλα τα ελαττώματα που διαχρονικά κουβαλάει κυρίως η βιομηχανική ελιτ της χώρας και που μεταβιβάζει ως συσίφειο βάρος στην εκάστοτε διακυβέρνηση, έχει και αρκετά καλά: Ένα από αυτά είναι ότι η Καγκελαρία έχει αληθινή πρόθεση να αφουγκράζεται την κοινή γνώμη, μια κοινή γνώμη αρκετά προοδευτική και με σοβαρές ανησυχίες (στα όρια του ακτιβισμού) για θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κλιματικής αλλαγής και γενικά ποιότητας δημοκρατίας. Και εκεί ακριβώς βρίσκεται η ευκαιρία για την Ελλάδα, να χρησιμοποιήσει δηλαδή τις ανοησίες του Σουλτάνου προς όφελός της, πείθοντας (όχι εκβιάζοντας, όχι απειλώντας, όχι κατηγορώντας) τους Γερμανούς για αυτονόητα (για την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη) πράγματα, όπως το εμπάργκο όπλων, η επιβολή (όχι εφαρμογή) του δικαίου της Θάλασσας και βέβαια το μελλοντικό καθεστώς της Κύπρου (χωρίς εγγυήσεις και στρατεύματα, άσχετα με τη φύση της συγκατοίκησης).

Ο μέσος Γερμανός, μπορεί να μην αντιλαμβάνεται εύκολα γιατί το Καστελόριζο μπορεί από μόνο του να πνίγει την Τουρκία μέσα σε μια ελληνική/κυπριακή λίμνη, μπορεί όμως αμέσως να κατανοήσει και να προβληματιστεί σοβαρά, γιατί μια σύγχρονη δημοκρατική Ευρωπαϊκή (λέμε τώρα) χώρα όπως η Τουρκία, αρνείται πεισματικά να υπογράψει και να εφαρμόσει το διεθνές δίκαιο της Θάλασσας. Μπορεί να κατανοήσει ότι δεν είναι δυνατόν τα ελληνικά νησιά, στα οποία απολαμβάνει τις καλοκαιρινές του διακοπές, να περιβάλλονται από μια τουρκική θάλασσα, με μόνη δικαιολογία για αυτό, την δυνατότητα και την πρόθεση ενός ισχυρού κράτους να ασκήσει βία απέναντι σε ένα λιγότερο ισχυρό κράτος, που μάλιστα τυγχάνει να είναι μέλος της Ε.Ε. και στενός σύμμαχός τους στο ΝΑΤΟ. Αν ο μέσος Γερμανός αντιληφθεί ότι η κυβέρνησή του συναινεί σε μια τέτοια αυθαιρεσία, τότε η κυβέρνηση θα έχει σοβαρό πρόβλημα και δεν κάνω πλάκα, έτσι λειτουργεί η πολιτική στη Γερμανία.

Κλείνοντας, ναι, τα Γερμανικά συμφέροντα σχεδόν ταυτίζονται με τις επιδιώξεις του Σουλτάνου, κυρίως ως προς τη δημιουργία ενός αντίβαρου στη Γαλλική επιρροή που αν αφεθεί ελεύθερη θα σαρώσει τα πάντα, λόγω των εκπεφρασμένων προθέσεων του κ. Μακρόν, αλλά και της στήριξης που ίσως αυτός λάβει επίσημα από τις ΗΠΑ ως τοποτηρητής τους και στρατιωτικός σπόνσορας, σε μια περιοχή που για τις ΗΠΑ παράγει τρομοκρατία και διαρκή προβλήματα εσωτερικής ασφάλειας, άρα τους παρέχει το απαραίτητο κίνητρο να συνδράμουν έναν αξιόπιστο και ικανό στρατιωτικά σύμμαχο.

Και ναι, ακόμα και η αναμενόμενη Ελληνογαλλική αμυντική συνδρομή, ίσως σκαλώνει στη δυσφορία της Γερμανικής διπλωματίας, καθώς μια τέτοια εξέλιξη αφενός θα έφερνε την πολυθρύλητη αμυντική ένωση της Ευρώπης ως τετελεσμένο από την πίσω πόρτα (τη στιγμή που οι Γερμανοί επιθυμούν να διαπραγματευθούν σκληρά μια τέτοια εξέλιξη) και αφετέρου θα έσπρωχνε την Ελλάδα, μια χώρα που το γερμανικό διπλωματικό κεφάλαιο έχει επενδύσει τα ρέστα του, στην αγκαλιά του προέδρου Μακρόν και των μετά – ιμπεριαλιστικών σχεδίων του.

Όμως, όλα αυτά θα είναι ασκήσεις επί χάρτου, αν η δική μας διπλωματία επενδύσει στα παιδαριώδη λάθη του καθεστώτος Ερντογάν. Αυτός ο παράλογος χάρτης είναι ντροπιαστικός για τη θέση της Τουρκίας στο Ευρωπαϊκό γίγνεσθαι και πρέπει να γίνει ευρύτερα γνωστός. Μπορεί από μόνος του να παράγει περισσότερα αποτελέσματα από όλα τα Rafale και τις φρεγάτες μαζί.