Γιώργος Λακόπουλος: Ελληνοτουρκικά – Τι πήγε κι έκανε ο Μητσοτάκης;

Από το 2019 η κυβέρνηση Μητσοτάκη τα ανέτρεψε όλα. Επιδιώκοντας τον διάλογο με θολή ατζέντα, εγκατέστησε τον κατευνασμό των Τούρκων και την υποχωρητικότητα ως επίσημη ελληνική πολιτική.

Από τη Μεταπολίτευση και εντεύθεν, με νωπή την Κυπριακή τραγωδία, οι ελληνικές κυβερνήσεις διαμόρφωσαν σταθερή πολιτική απέναντι στην Τουρκία – που ανακύκλωνε σταθερά τις παραβιάσεις και τις διεκδικήσεις στο Αιγαίο: «δεν διεκδικούμε τίποτε, δεν παραχωρούμε τίποτε και συζητάμε μόνο τη Χάγη, για οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας των νησιών».

Τελεία και παύλα. Παρά τις ενδιάμεσες συμφωνίες με την Άγκυρα – όπως στη Βέρνη και τη Βουλιαγμένη – με αυτό το πνεύμα, διαχειρίζονταν τα συχνά επεισόδια που προκαλούσε η Άγκυρα, στη θάλασσα και τον αέρα.

Μέχρι που το 1996 η διαχείριση της απόβασης ενός τουρκικού …τηλεοπτικού συνεργείου σε μια ελληνική βραχονησίδα, μετατράπηκε από τη νεοπαγή κυβέρνηση Σημίτη, σε εθνική ήττα με τη «γκριζοποίηση» – έκτοτε – της περιοχής.

Η διαβόητη συμφωνία της Μαδρίτης, που αναγνώριζε «ζωτικά συμφέροντα» των Τούρκων στο Αιγαίο, έδειξε ότι η υποχωρητικότητα στα Ίμια, ήταν προάγγελος της πολιτικής που επρόκειτο να ακολουθήσει εκείνη η κυβέρνηση. Όπως και η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου, που δεν πρόλαβε να την ολοκληρώσει.

ΟΙ κυβερνήσεις Κ. Καραμανλή και Αλ. Τσίπρα που ακολούθησαν- αλλά και ο Αντ. Σαμαράς- επανέφεραν την εθνική γραμμή στις παραδοσιακές ράγες της, χωρίς να αποκρούουν το διάλογο, όπου δεν έθιγε ελληνικά δικαιώματα.

Από το 2019 η κυβέρνηση Μητσοτάκη τα ανέτρεψε όλα. Επιδιώκοντας τον διάλογο με θολή ατζέντα, εγκατέστησε τον κατευνασμό των Τούρκων και την υποχωρητικότητα ως επίσημη ελληνική πολιτική. Η οποία μάλιστα δεν διαμορφώνεται καν στο υπουργείο Εξωτερικών, από την ελληνική διπλωματία, αλλά σε ένα στενό κύκλο συνεργατών του Κυριάκου Μητσοτάκη , που την ασκεί… ιδιωτικά!

Σ’ αυτό το παλαιό τον περασμένο Μάρτιο επέτρεψε ευτυχής για τη «νέα αρχή» στα ελληνοτουρκικά , μετά το τετ α ετ για το οποίο τώρα ο Ταγίπ Ερντογάν τον καθιστά υπόλογο αθέτησης συμφωνίας μεταξύ τους, για επίλυση «διαφορών» χωρίς, «ανάμειξη τρίτων».

Ο Πρωθυπουργός δεν διέψευσε ότι υπήρξε τέτοια συμφωνία και ο Τούρκος πρόεδρος την επικαλείται για να προκαλέσει εξελίξεις που αλλάζουν δραματικά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Η Τουρκία δεν αμφισβητεί πλέον απλώς κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας. Αμφισβητεί τη κυριαρχία της σε συγκεκριμένα εδάφη. Δεν μιλάει για «γκρίζες ζώνες», αλλά για «τουρκικά» νησιά που θα… ανακτήσει. Οι απειλές μόνο με έναν τρόπο μπορούν να γίνουν πράξη: με πόλεμο.

Η κυβέρνηση – ασύνδετη εσωτερικά – προσπαθεί να δείξει αποφασιστικότητα, αλλά είναι αμήχανη. Σαν να προσπαθεί να κρύψει κάτι, αποφεύγει να ενημερώσει τα κόμματα – ή τουλάχιστον την αξιωματική αντιπολίτευση.

Δεν απαντάει με υψηλούς τόνους στην Τουρκία και περιμένει να επέμβουν οι σύμμαχοι και εταίροι για να μην υπάρξει δυσάρεστη εξέλιξη. Επικαλείται το ΝΑΤΟ, τους Αμερικανούς, και τις δυο ισχυρές ευρωπαϊκές χώρες ως δυνάμεις που θα αποτρέψουν ενδεχόμενη επίθεση των Τούρκων.

Ακόμη και η επίκλησή στην ελληνική ετοιμότητα και υπεροπλία γίνεται σαν να πρόκειται για βιντεοπαιχνίδι, στο οποίο θα κερδίσει η Ελλάδα.

Εκ παραλλήλου διακινούνται φήμες ότι ο Πρωθυπουργός πιστεύει ότι σε μια σύγκρουση με την Τουρκία βλέπει τον εαυτό του ως μετεμψύχωση του Ελευθερίου Βενιζέλου. Τρομακτικό αν ισχύει.

Αυτό που σίγουρα ισχύει είναι ότι ο Ερντογάν κλιμακώνει την επίθεση και οι σύμμαχοι στους οποίους στηρίζει ο Πρωθυπουργός την αποτροπή του κινδύνου για πολεμικό επεισόδιο, καταγγέλλουν μεν φραστικά την Τουρκία, αλλά δείχνουν ότι απλώς προσπαθούν να αποτρέψουν τα χειρότερα- που βλέπουν να έρχονται.

Στην Τουρκία πολλοί μιλούν για επέμβαση σε νησιά και πόλεμο, αλλά ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ Γιένς Στόλτενμπεργκ, εξισώνει τις δυο χώρες: «Προτρέπουμε την Ελλάδα και την Τουρκία να λύσουν τις διαφορές τους στο Αιγαίο με πνεύμα εμπιστοσύνης και συμμαχικής αλληλεγγύης» και θεωρεί τις εντάσεις που προκάλεσε στο παρελθόν η Τουρκία ως … εκατέρωθεν «ατυχήματα».

Αλλά και ο εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ – τσουβαλιάζοντας πάντα τις δύο πλευρές –καλεί Τουρκία και την Ελλάδα «να αποφύγουν τη ρητορική που θα μπορούσε να αυξήσει περαιτέρω την ένταση» και «να συνεργαστούν …για την επίλυση των διαφορών με διπλωματία».

Με την ίδια φρασεολογία οι εκπρόσωποι της Κομισιόν, καλούν μεν από την Τουρκία «να απέχει από βήματα που κλιμακώνουν, από ρητορική ή ενέργειες και να δεσμευτεί στην οικοδόμηση σχέσεων καλής γειτονίας», αλλά μιλούν για αντιμετώπιση «ανοιχτών ζητημάτων», μέσω διαλόγου.

Τα ίδια και στις τοποθετήσεις των Γερμανών: ενώ καταγγέλλουν την επιθετικότητα της Αγκύρας, πυκνώνουν τις σχέσεις τους μαζί της, με διαβουλεύσεις για σειρά διεθνών θεμάτων.
Συμπέρασμα: μετά τις αντιφάσεις που αναδύονται ανάμεσα στον Μάρτιο και τον Μάιο, σε ότι αφορά τις σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας και ακριβέστερα Μητσοτάκη – Ερντογάν, η περιοχή μυρίζει μπαρούτι.

Οι ξένοι από «εγγυητές», απλώς μοιάζουν να περιμένουν επιθετική κίνηση της Τουρκίας- που θα μπορούσε να είναι και κατάληψη νησίδων-και απλώς προλειαίνουν το έδαφος για.. εκτόνωση με βάση τα νέα δεδομένα που θα δημιουργηθούν τότε.

Η εικόνα πάντως είναι διαφορετική από αντίστοιχες εντάσεις του παρελθόντος, ώστε να γίνεται όλο πιο ανησυχητικό το ερώτημα για τα σχέδια του Ερντογάν.

Με δεδομένο ότι η Τουρκία δεν φημίζεται για προσήλωση στη διεθνή νομιμότητα, πολύπειρος πανεπιστημιακός αναλυτής αντιλαμβάνεται πού το πάει με την αναζήτηση προφάσεων. Αλλά προσπαθώντας να κατανοήσει τι κρύβει το ανοιξιάτικο δίμηνο σε επίπεδο Μητσοτάκη -Ερντογάν, που άρχισε με «διάλογο» και εξελίχθηκε σε τουρκικές απειλές για πόλεμο διερωτάται: «τι πήγε κι έκανε ο Μητσοτάκης;».

ΑΠΟ ΤΟ IEIDISEIS.GR