Δάνεια, χρέη και εθνική ισχύς… τα τελευταία 200 χρόνια

Του Νίκου Χριστοδουλάκη

Ο Νίκος Χριστοδουλάκης γράφει για την οικονομική διαδρομή του ελληνικού κράτους, τις προειδοποιήσεις που απορρέουν και τα χρήσιμα συμπεράσματα που ενδεχομένως βγαίνουν.

Κανένα άλλο οικονομικό μέγεθος δεν συζητήθηκε τόσο πολύ στην διαδρομή του ελληνικού κράτους όσο το δημόσιο χρέος, τα προβλήματα που επέφερε και οι δυσκολίες διαχείρισης του. Διακόσια χρόνια μετά, μέσα σε μια συγκυρία πολεμικής αβεβαιότητας, οι σειρήνες έχουν αρχίσει και πάλι να προειδοποιούν και καλό είναι να έχουμε μια εικόνα της διαδρομής των 200 χρόνων, μήπως και βγουν μερικά χρήσιμα συμπεράσματα.

Από την αρχή της ίδρυσης του, το ελληνικό κράτος διαπίστωσε ότι τα φορολογικά έσοδα ήταν πάντα πενιχρά, αν και είχαν την διπλή υποχρέωση να καλύπτουν τοκοχρεολύσια και να χρηματοδοτούν αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες, με αποτέλεσμα ελάχιστοι πόροι να απομένουν για κατανάλωση, παραγωγικές επενδύσεις και υποδομές. Για να αντιμετωπίσει τα κενά αυτά έπρεπε να αποκτήσει ένα νομισματικό και συναλλαγματικό σύστημα εφάμιλλο αυτών που είχαν υιοθετήσει τα προηγμένα ευρωπαϊκά κράτη και θα τους έδιδε την απαιτούμενη αξιοπιστία για να δανειστούν όσα είχαν ανάγκη.

Η πλευρά αυτή ήταν προβληματική, γιατί η Ελλάδα είχε μεν φροντίσει να τηρήσει όλους τους κανόνες λειτουργίας του νομισματικού συστήματος, πλην όμως η αξιοπιστία της ήταν εξαρχής υπονομευμένη. Αιτία ήταν η πρώιμη αποκήρυξη των δανείων της ανεξαρτησίας 1824/1825 που βιάστηκε να κάνει το 1827, παίρνοντας έτσι την «ρετσινιά» του προπατορικού αμαρτήματος και διατηρώντας την για 50 σχεδόν χρόνια (1).

Με τέτοιες αρχικές συνθήκες, τα έθνη συνήθως υποτροπιάζουν. Η Ελλάδα λαμβάνει το 1833 ένα σημαντικό δάνειο για την ανασυγκρότηση του νεοπαγούς Βασιλείου υπό τον Όθωνα, αλλά δέκα χρόνια αργότερα διαπιστώνει ότι και πάλι δεν μπορεί να το εξυπηρετήσει και δηλώνει αδυναμία πληρωμών, παράλληλα φυσικά με την άρνηση εξυπηρέτησης των δανείων Ανεξαρτησίας. Η πτώχευση του 1843 είναι η πρώτη του επίσημου κράτους και σηματοδοτεί νέες εξελίξεις. Αφενός μεν εδραιώνεται μια συμπαγής και ακραία αρνητική άποψη στο εξωτερικό για την φερεγγυότητα του ελληνικού κράτους, μετά από δύο πτωχεύσεις σε διάστημα 20ετίας. Αφετέρου, τίθενται σε κίνηση μια σειρά από μείζονες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό της χώρας για να ξεπεράσουν την στάμπα του «μπαταχτσή» (2) και να αποκτήσουν την πολυπόθητη αξιοπιστία του συνεπούς δανειολήπτη.

Στο σημείο αυτό συναντάται η προσπάθεια θεμελίωσης της νομισματικής πολιτικής με τις ιδεολογικές αναζητήσεις του νεαρού κράτους και διαμορφώνονται διάφορα είδη πρόσληψης των αλλαγών στην πολιτική σφαίρα. Με αρκετή δόση απλούστευσης συνοψίζονται ως εξής: η πρώτη θεωρεί υπεύθυνη την καχεξία των εσωτερικών θεσμών που δεν επέτρεψαν την συστηματική εφαρμογή μιας στρατηγικής ανάπτυξης, όπως έκαναν άλλες ευρωπαϊκές χώρες, και προτάσσει τον εκσυγχρονισμό του πολιτικού συστήματος για να απαλλαγεί από το αποτύπωμα που άφησε η μακρά Οθωμανική δουλεία. Μία άλλη θεωρεί ότι μια μικρή περιφερειακή χώρα είναι νομοτελειακά ανήμπορη να παρακολουθήσει την εξέλιξη των μητροπόλεων, εκτός αν αποφασίσει να αποκτήσει ισχυρό ρόλο και η ίδια μέσω της ανάδειξης της σε πόλο περιφερειακής ισχύος και της συνεπακόλουθης διεκδίκησης μιας αποτελεσματικής συμμαχίας με τους κεντρικούς πρωταγωνιστές της διεθνούς σκηνής.

Οι δύο αυτές προσεγγίσεις δεν είναι μεταξύ τους ασύμβατες ή αντιθετικές, και συχνά οι αποτυχίες (ή επιτυχίες) της μιας οδηγούν σε όξυνση (ή ενίσχυση) την άλλη. Για τις ανάγκες της ιστορικής αφήγησης, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ως τυπικούς εκφραστές της πρώτης άποψης κατά τον 19 αιώνα τους Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο (1791-1865) και Σπυρίδωνα Τρικούπη (1788-1873), ενώ της δεύτερης τον Ιωάννη Καποδίστρια (1776-1831) και τον Χαρίλαο Τρικούπη (1832-1896), αλλά φυσικά ακόμα πιο ολοκληρωμένα και δυναμικά τον Ελευθέριο Βενιζέλο (1864-1936) κατά τον 20 αιώνα.

Τέλος, υπάρχει και μια τρίτη προσέγγιση που θεωρεί ότι ήταν αυτή ακριβώς η διασύνδεση της χώρας με το διεθνές σύστημα που την δέσμευε σε ένα δεδομένο πλαίσιο εξάρτησης και αναπαραγωγής του καταμερισμού εργασίας που ευνοούσε τις μητροπόλεις. Μόνο υπό αυτές τις συνθήκες οικονομικής υστέρησης επιτρεπόταν η εκμετάλλευση των εθνικών πόρων και μαθηματικά οδηγούσε σε αποτυχία τις δύο άλλες δύο στρατηγικές (3).

Η μάταιη προσπάθεια

Παρά τις προσπάθειες που επανειλημμένα κατέβαλε, η Ελλάδα δεν υπερνίκησε μόνιμα το κατώφλιο ανάκτησης εμπιστοσύνης το οποίο είχε τεθεί με τις δύο αρνήσεις πληρωμής που είχε κάνει στο ξεκίνημα του νέου κράτους. Ο 19 αιώνας τελικά θα λήξει με άλλη μία πτώχευση (1893), μία ταπεινωτική συνθήκη με τον Σουλτάνο (1897) και μια εξευτελιστική παράδοση άνευ όρων στον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο (1898) που ανέλαβε να χειρίζεται όλα τα θέματα οικονομικής πολιτικής της χώρας για πάρα πολλά χρόνια. Οι μεγάλες προσδοκίες προσγειώθηκαν απότομα και η ώρα της κρίσεως δεν υπήρξε γενναιόδωρη για την χώρα.

Η τελευταία πράξη του ελληνικού δράματος εκτυλίσσεται στο λυκόφως του 19 αιώνα, ενώ η κυβέρνηση προσπαθεί να διαπραγματευθεί ταυτόχρονα σε δύο πεδία: ένα με τους ομολογιούχους για τις συνέπειες της πτώχευσης του 1893 και ένα με του Τούρκους για την εξευτελιστική ήττα στον πρόσφατο Πόλεμο και την απώλεια της Θεσσαλίας. Είναι δύσκολο να διακρίνει κάποιος ποιο από τα δύο μέτωπα είναι πιο εξευτελιστικό για την Ελλάδα. Οι πιέσεις που ασκούνται από Έλληνες και ξένους ομολογιούχος για προνομιακή εξόφληση των ομολογιών τους ή οι επαχθείς όροι που θέτουν ο Τούρκοι στην Σύμβαση της Λαμίας για την επιστροφή της Θεσσαλίας; Οι τρεις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις πάντως – Αγγλία, Γαλλία και Γερμανία – πιέζουν σθεναρά προς την ίδια κατεύθυνση την Ελλάδα,, να κάμψουν αμφότερες τις φιλοδοξίες της σε οικονομική ανάπτυξη και γεωπολιτική επιρροή και μην επιχειρήσει ξανά τον ρόλο του περιφερειακού πόλου ισχύος.

Υπάρχουν όμως και κάποιες απόπειρες πιο ψύχραιμης ερμηνείας των πραγμάτων. Από την μία μεριά ο Τρικούπης – αν και διέθετε περισσότερη δυνατότητα κατανόησης των εξελίξεων – απέδωσε την αποτυχία της πολιτικής του στην διατάραξη των νομισματικών ισορροπιών και θεώρησε λανθασμένα πως ένας επανακαθορισμός των ισοτιμιών και του καλύμματος θα διόρθωνε την έκβαση των πραγμάτων. Αντίθετα, ο λαϊκιστής αντίπαλος του Θεόδωρος Δηλιγιάννης επέδειξε πολύ μεγαλύτερο ρεαλισμό και ανέγνωσε στην αποτυχία του σχεδίου «την αύξηση των εξόδων του κράτους, προς απότισίν των οποίων δεν επάρκεσαν τα τακτικά έσοδα», δηλαδή σε παράγοντες θεμελιώδεις και όχι συγκυριακούς ή ονομαστικούς.

Στην πραγματικότητα ο στόχος του διπλού μερίσματος της ανάπτυξης, υπονομεύθηκε από τον διπλό τυχοδιωκτισμό: αφενός τον επενδυτικό που έκανε τις αποδόσεις να μην βγαίνουν, αφετέρου τον γεωπολιτικό που γελοιοποίησε την πολεμική προσπάθεια της χώρας. Ο Economist έγραψε τότε πικρόχολα ότι

«πριν η Ελλάς δυνηθεί ευλόγως να αποβλέψει προς πάσαν επέκτασιν του εδάφους αυτής οφείλει να δείξη ότι είναι ικανή να διοικήσει εκείνο το οποίο κέκτηται ήδη …» (4)

Το μάθημα κατανοήθηκε;

Τα δεδομένα αλλάζουν άρδην λίγα χρόνια αργότερα, όταν στην εξουσία βρίσκεται πλέον ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Με μεγάλο εσωτερικό κόστος, η Ελλάδα έχει προσαρμοστεί στα προαπαιτούμενα του Κανόνα Χρυσού και εισάγεται πλέον ως κανονικό μέλος τον Μάρτιο 1910 (5). Συσσωρεύονται υπερεπαρκή συναλλαγματικά διαθέσιμα που υπερβαίνουν και το ίδιο το ΑΕΠ της χώρας. Το γεωπολιτικό πεδίο έχει αποκρυσταλλωθεί σε μια περιφερειακή Βαλκανική Συμμαχία εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η συμμαχία διεξάγει τους νικηφόρους Α΄ Βαλκανικούς Πολέμους με την Ελλάδα την μεγάλη κερδισμένη. Λίγο αργότερα εξελίσσεται σε μια στενότερη Ελληνο-Σερβική Συμμαχία εναντίον της Βουλγαρίας, η οποία παγιώνει και διευρύνει τις ελληνικές κτήσεις κατά τους Β΄ Βαλκανικούς Πολέμους.

Όταν ξεσπά ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Ελλάδα αργεί – αλλά τελικά καταφέρνει – να βρεθεί μαζί με τις δυνάμεις της Αντάντ εναντίον των Κεντρικών Δυνάμεων. Τα οφέλη κατοχυρώνονται με την Συνθήκη των Σεβρών του 1920 και περιέχουν σημαντικές νέες κτήσεις στην Μικρά Ασία, το Ανατολικό Αιγαίο και την Ανατολική Θράκη, υλοποιώντας έτσι το όραμα εθνικής ολοκλήρωσης όλου του 19 αιώνα.

Όμως την ίδια στιγμή αναπτύσσονται και αντίρροπες εσωτερικές δυνάμεις που βλέπουν με καχυποψία την εδραίωση μιας ισχυρής και μεγάλης Ελλάδας, επαναφέροντας στην ολιγόψυχη εκδοχή της μικρής χώρας. Το κόστος που πληρώνει η Ελλάδα με την Μικρασιατική Καταστροφή είναι τεράστιο, αλλά δεν χάνονται όλα. Έχει ξανά την ευκαιρία να συμμετάσχει ξανά στο Σύστημα Χρυσού-Συναλλάγματος του Μεσοπολέμου ως πλαίσιο εγκαθίδρυσης της αξιοπιστίας, να το ακολουθήσει στην κατάρρευση και μετά πάλι στην πρόσδεση με το Δολάριο έως τις απαρχές του νέου Πολέμου. Μετά η Ελλάδα θα συμμαχήσει με τις νικήτριες δυνάμεις του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και θα πρωταγωνιστήσει στην ευρωπαϊκή ανοικοδόμηση, αν και πάλι ο εμφύλιος της ψαλιδίζει τις ευκαιρίες και την κρατά για πολλές δεκαετίες δέσμια αντιδημοκρατικών επιλογών, μέχρι να επέλθει ουσιαστική και πλήρης δημοκρατία το 1974.

Η Ελλάδα κατάφερε και πάλι να βρεθεί στο σωστό μέρος της Ιστορίας, αλλά και πάλι να της έχουν απομείνει ελάχιστες δυνάμεις καθώς είχε ήδη καταβάλει το πιο σημαντικό μέρος τους σε άσκοπες συγκρούσεις ή άσχετους στόχους προηγουμένως! Έτσι η ένταξη στην ΕΟΚ την 1.1.1981 έγινε με την χώρα ακόμα να είναι διαιρεμένη στα χαρακώματα του Εμφυλίου, ενώ η ένταξη στο Ευρώ την 1.1.2002 έπρεπε να απορροφήσει την έξαρση δαπανών και χρέους που προηγήθηκαν της προσπάθειας σύγκλισης κατά την δεκαετία του 1990.

Σε κάθε φάση, η Ελλάδα φαίνεται να κουβαλά και τις αποσκευές ενός προπατορικού αμαρτήματος από το οποίο πρέπει να εξαγνιστεί αλλά πριν προλάβει να ολοκληρωθεί η διαδικασία, κινδυνεύει να την παρασύρει και πάλι στον βυθό. Δυστυχώς το ίδιο επαναλήφθηκε την περίοδο 2010-2018, όταν το χρέος έπαψε να είναι εξυπηρετήσιμο. Σήμερα δεν φαίνεται μεν στον ορίζοντα καμιά σκιά απειλής από τις αγορές. Επειδή όμως το χρέος είναι στο δυσθεώρητο ύψος του 203% του ΑΕΠ, καλό θα ήταν να αρχίσουμε να φροντίζουμε από τώρα για τις άμυνες που θα χρειαστούμε αν τα πράγματα χειροτερεύσουν.

1. Τα δάνεια της Ανεξαρτησίας είχαν κατάφωρα επαχθείς όρους είτε επειδή συνήφθησαν σε μια περίοδο γενικότερης κρίσης ήταν γιατί η Ελλάδα δεν είχε ακόμα το στάτους κρατικής οντότητας. Όταν το απέκτησε μετά την Ναυμαχία του Ναυαρίνου, απέτυχε να διαπραγματευτεί καλύτερους όρους και επιπόλαια κατέφυγε στην μονομερή άρνηση πληρωμής που την ταλαιπώρησε και την εξευτέλισε επί μισό αιώνα.

2. Από το τουρκικό batakçi = αυτός που δεν πληρώνει το χρέος του.

3. Πάντως, η θεωρία οικονομικής εκμετάλλευσης της χώρας από τους ξένους δεν βρίσκει επαλήθευση τουλάχιστον έως τον Μεσοπόλεμο, οπότε και έρχονται αρκετά βρετανικά κεφάλαια.

4 The Economist, 14-11-1896, London.

5 Για παράδειγμα, η νομισματική πολιτική γίνεται υπερβολικά σκληρή δυσκολεύοντας την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.

AΠΟ ΤΟ NEWS 247