Δημοκρατία υπό παρακολούθηση

Του Γιαννάκη Ομήρου

      

Άρθρο 17 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας:

  1. «Έκαστος έχει το δικαίωμα σεβασμού και διασφαλίσεως του απορρήτου της αλληλογραφίας ως και πάσης άλλης επικοινωνίας αυτού, εφ’ όσον η τοιαύτη επικοινωνία διεξάγεται διά μέσων μη απαγορευομένων υπό του νόμου.
  • Δεν επιτρέπεται επέμβασις κατά την ενάσκησιν του δικαιώματος τούτου, ειμή συμφώνως προς τον νόμον και μόνον εις περιπτώσεις προσώπων εν φυλακίσει ή προφυλακίσει τελούντων ή ως και επί επαγγελματικής αλληλογραφίας και επικοινωνίας του πτωχεύσαντος κατά την διάρκειαν της διοικήσεως της περιουσίας αυτού».

Ο υπέρτατος Νόμος του Κράτους περιέλαβε αυτό το άρθρο στα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες. Όχι τυχαία. Ως κανόνα Δικαίου ενδεδυμένο με την ηυξημένης ισχύος συνταγματική διάταξη, κατά τρόπον που να προστατεύει τους πολίτες στον ύψιστο βαθμό.

Η βδελυρή πράξη λειτουργίας στην Κύπρο μηχανισμού παρακολουθήσεων και ακόμα χειρότερα η εξαγωγή των διαβόητων κακόβουλων λογισμικών στην Ελλάδα έχει πλέον αποδειχθεί «πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας».

Τα ρεπορτάζ έγκυρων δημοσιογράφων της Λευκωσίας και της Αθήνας έχουν τεκμηριώσει, πρώτον, τη λειτουργία στην Κύπρο μηχανισμού παρακολουθήσεων με τη χρήση του περίφημου Ισραηλινού βαν και δεύτερον την εξαγωγή από την Κύπρο στην Ελλάδα των λογισμικών παρακολούθησης.

Η δημοσίευση από Αθηναϊκές εφημερίδες των ονομάτων προσώπων που τέθηκαν υπό παρακολούθηση έχει ήδη προκαλέσει πολιτική θύελλα. Η παραβίαση της ασφάλειας των επικοινωνιών ουδόλως πλέον αμφισβητείται.

Και  ενώ στην Ελλάδα το πολιτικό τοπίο συγκλονίζεται, αναζητούνται ευθύνες πολιτικές αλλά και ποινικές, στην Κύπρο, πέραν της αξιόλογης προσπάθειας δημοσιογράφων να αναδείξουν το θέμα, ουδεμία πολιτειακή ευαισθησία επιδεικνύεται. Μόνιμη επωδός των Κυβερνητικών τοποθετήσεων είναι ότι «το θέμα είναι κλειστό». Γνωστό βέβαια πως. Με την επιβολή προστίμων για το εισαχθέν βαν, με την αναστολή (!) ποινικής διώξεως για λόγου δημοσίου συμφέροντος – ποιου συμφέροντος; – και με την διατήρηση ως «επτασφράγιστου μυστικού» και απόρρητου του πορίσματος του ποινικού ανακριτή δικηγόρου Ηλία Στεφάνου.

Αυτός ο πρωτοφανής εμπαιγμός προς τη δημοκρατική ευαισθησία των πολιτών σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα, συνιστά μέγιστη πρόκληση που θα έπρεπε να οδηγήσει σε αντιδράσεις θεσμούς και πολιτικό προσωπικό. Κάτι που απουσιάζει εκκωφαντικά και δυστυχέστατα αποδεικνύει θλιβερή κατάπτωση των δημοκρατικών αντανακλαστικών.

Το κύρος, η αξιοπιστία και η φήμη του Κυπριακού κράτους διασύρονται διεθνώς. Όχι μόνο γιατί αποδεδειγμένα εισήχθη στην Κύπρο καθ’ όλα «νομίμως» και ανεμπόδιστα ένας ολόκληρος μηχανισμός παρακολούθησης επικοινωνιών ως «μετεωρολογικός», αλλά, το πιο σημαντικό, η επιβαλλόμενη αντίδραση του κράτους μετά την αποκάλυψη της αλήθειας, υπήρξε ελλειμματική έως ανύπαρκτη.

Ας είμαστε ειλικρινείς. Οι βδελυρές και κατάπτυστες  ενέργειες λειτουργίας μηχανισμών παρακολούθησης πολιτών κατά παραβίαση συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων και ακόμα χειρότερα η μετατροπή της Κύπρου σε κέντρο εξαγωγής τους σε άλλες χώρες ντροπιάζει τη χώρα μας. Και η τραγωδία μας είναι ότι ενώ οι διακηρύξεις, οι επαγγελίες και οι μεταρρυθμιστικές υποσχέσεις περισσεύουν, εν όψει Προεδρικών Εκλογών, επιλέγεται η αιδήμων σιωπή για ένα ύψιστο θέμα λειτουργίας της δημοκρατίας.

Πρώην Προέδρου της Βουλής  των Αντιπροσώπων