Είδες τι κόλπα κάνει η οικονομική κρίση;

Γράφει ο Χρήστος Γκίμτσας

 

(It’ s the economy, stupid. Bill Klindon– Είναι η οικονομία, βλάκα. Μπίλ Κλίντον).

Τελικά, η οικονομία είναι αυτή που ρυθμίζει την ζωή μας, όση σκόνη και αν σηκώσουν και όση λάσπη και αν εκτοξεύσουν μεταξύ τους οι πολιτικοί , προσπαθώντας να κρύψουν τα πραγματικά προβλήματα της κοινωνίας, που οι ίδιοι δημιούργησαν.

(Θεσσαλονίκη, τέλος Γενάρη 2016)

-Εσείς δυο θα πάτε επαρχία, δείχνοντας αυτόν και τον Ιάκωβο, και θα στήσετε υποκαταστήματα εκεί. Και μην ακούσω αντιρρήσεις , “δεν μπορώ” και τέτοια, γιατί έτοιμος είμαι για απολύσεις.

Πρώτη φορά τον είδαν τόσο σοβαρό και τόσο θυμωμένο. Ήξεραν πως ήταν στριμωγμένος , αλλά υπέθεταν πως θα το ξεπερνούσε.
Δεν ήταν έτσι όμως τα πράματα. Η κρίση στην αγορά όχι μόνο κρατούσε αλλά μέρα με την μέρα χειροτέρευε. Και την Πρωτοχρονιά που περίμενε να ξελασπώσει λίγο, δεν πήγαν καθόλου καλά οι πωλήσεις στα μαγαζιά του.

Καλοστημένη επιχείρηση είχε το αφεντικό. Εισαγωγές με ανατολίτικα ηλεκτρονικά μπιχλιμπίδια έκανε, και ύστερα τα προωθούσε στο λιανεμπόριο, με μερικά δικά του μαγαζιά που τα είχε σκορπισμένα μέσα στην Θεσσαλονίκη.

Καλά πήγαινε, αλλά τώρα τελευταία η αγορά είχε στενέψει . Είχε κάνει και το σφάλμα να κλείσει μπόλικο ρευστό σε μία μεγάλη παραγγελία και τα προϊόντα έμειναν στοκαρισμένα και απούλητα. Έπρεπε κάτι να κάνει λοιπόν και αυτό το ‘’κάτι’’ ήταν να ξανοιχτεί στην επαρχία.
Διάλεξε δύο πόλεις που πίστευε πως εκεί θα πουλούσε, έτσι έλεγε η έρευνα αγοράς που είχε κάνει και έστειλε να στήσουν μαγαζιά σ’ αυτές, δύο από τους καλύτερους υπαλλήλους που είχε και ήξεραν την πιάτσα απέξω κι ανακατωτά.

Ο Ιάκωβος, θα πήγαινε στο Κιλκίς, άλλωστε καταγόταν απ’ αυτά τα μέρη. Σ’ αυτόν έτυχαν τα Τρίκαλα.

Δεν μπόρεσε να αρνηθεί. Και τι να έλεγε; Ότι δεν τον αφήνει η Μαρίνα , η γυναίκα του; Άσε που το αφεντικό ήταν κατηγορηματικό : « Όποιος θέλει. Οποιος δεν θέλει, σπίτι».

Η Μαρίνα όταν το άκουσε , κατέβασε τα μούτρα.

– Σου το είπα, να τα παρατήσεις και να έλθεις να δουλέψουμε το μαγαζί μαζί, αλλά δεν θέλεις. Τρέξε τώρα…

Η γυναίκα του, οικονομικά είχε σπουδάσει, αλλά που δουλειά. Πήρε ένα κεφάλαιο από τον πατέρα της και άνοιξε μαγαζί με γυναικεία εσώρουχα. Ευτυχώς, πήγαινε καλούτσικα και έβγαζε από πάνω και την δόση του δανείου για το διαμερισματάκι που είχαν πάρει.

Του είχε φάει τα αυτιά να τα παρατήσει και να δουλέψουν μαζί, γιατί μόνη της δεν τα προλάβαινε όλα. Αλλά τώρα, ήταν αυτός για να πουλάει σουτιέν και στρίνγκ;

– Μόνο για μερικούς μήνες. Να στήσω το μαγαζί, να στρώσει λίγο η δουλειά και πάλι εδώ θα είμαι .Ύστερα, με κάθε ευκαιρία, θα έρχομαι. Διακόσια χιλιόμετρα δρόμος είναι… το πολύ δύο ώρες … Σιγά το πράγμα.

(Τρίκαλα, Φεβρουάριος, 2016)

Βρήκε μια μικρή γκαρσονιέρα για να αράζει –έτσι είχε κανονίσει με το αφεντικό, μην πληρώνουν και ξενοδοχείο- και έκλεισε μία επαγγελματική στέγη σε κεντρικό σημείο. Ευτυχώς, τα ενοίκια ήταν σκοτωμένα.

Δεν άργησε να στήσει ένα όμορφο μαγαζάκι με όλα τα ηλεκτρονικά καλούδια που είχαν στην κεντρική αποθήκη. Του έστειλε μάλιστα το αφεντικό και τον Αριστείδη να τον βοηθά. Ο Αριστείδης δεν ήταν από τους έξυπνους και περίσσευε εκεί στο υποκατάστημα της Καλαμαριάς, αλλά ήταν έμπιστος και υπάκουος. Προσέλαβε μάλιστα και ένα άνεργο πιτσιρικά, απ’ αυτούς που παίζουν τα ηλεκτρονικά στα δάκτυλα , έβαλε και διαφήμιση σε κάτι τοπικές εφημερίδες και ραδιόφωνα , και σε λίγο ο κόσμος άρχισε να μπαίνει στο κατάστημα να αφήνει χρήμα.

Στο σπίτι του γύριζε όταν μπορούσε, συνήθως Σάββατα απόγευμα , και Δευτέρα πρωί ,πίσω. Αλλά αντί να περνά δύο μέρες καλά, είχε να παλέψει με τα μούτρα και την γκρίνια της Μαρίνας.

Προσπαθούσε να της εξηγήσει πως σε λίγο καιρό θα γύριζε πάλι, πως έτσι είναι οι δουλειές, έχουν και τις δυσκολίες, αλλά δεν κατάφερε να την κάνει να δείξει συγκατάβαση . Έτσι με τον καιρό – το ομολόγησε τελικά στον εαυτό του- ένοιωθε ανακούφιση κάθε φορά επέστρεφε στην μικρή γκαρσονιέρα και στη δουλειά του.

(Τρίκαλα, αρχές Μαρτίου 2016 ).

Ήταν ένα όμορφο απομεσήμερο, το απόγευμα η αγορά ήταν κλειστή και η επόμενη ημέρα ήταν αργία. Αυτός όμως έμεινε στο μαγαζί , προσπαθώντας να το οργανώσει όσο καλύτερα γινόταν και να είναι έτοιμος για την αγορά, στην περίοδο του Πάσχα. Το αφεντικό τον είχε προειδοποιήσει, πως σ’ αυτές τις γιορτές έπρεπε να ξελασπώσουν ειδεμή, αλίμονο σε όλους στην επιχείρηση. Ετσι, είχε τηλεφωνήσει στην γυναίκα του να μην τον περιμένει , δεν θα πήγαινε, γιατί είχε δουλειά.

Αργά το βράδυ τα ίδιας μέρας όμως , το αποφάσισε. Θα άφηνε τον Αριστείδη στο πόδι του και θα α πήγαινε έτσι ξαφνικά και θα της έκανε έκπληξη. Κανόνιζε μάλιστα το βράδυ να πήγαιναν σε κάποια καλή ταβέρνα, θα έπιναν και λίγο κρασί και ίσως την έκανε να χαμογελάσει.

(Θεσσαλονίκη, το ίδιο βράδυ του Μαρτίου 2016)

Ξεκλείδωσε την πόρτα χωρίς να κάνει θόρυβο και προχώρησε στο χωλ. Εκεί κοντοστάθηκε καθώς άκουσε τις μικρές κοφτές κραυγές της Μαρίνας που έβγαζε, όταν έκανε έρωτα. Από την μισάνοιχτη πόρτας είδε τα δύο σώματα επάνω στο κρεβάτι παραδομένα στο πάθος τους. Τον άντρα δεν τον αναγνώρισε καθώς έβλεπε μόνο την πλάτη του.

Έμεινε εκεί ακίνητος και από την σκέψη του πέρασαν πολλές ιδέες για το πώς έπρεπε μα αντιδράσει. Δεν εφάρμοσε καμία. Γύρισε ήρεμα , βγήκε από το σπίτι και έκλεισε ήσυχα την πόρτα πίσω του.

Πήγε και δείπνησε μόνος του στην ταβέρνα που υπολόγιζε να πάει μαζί της και πάλεψε με τα συναισθήματα του που ήταν ένα κράμα από θυμό από ζήλια και οργή. Στο τέλος το αποφάσισε . Σήκωσε τους ώμους, μπήκε στο αυτοκίνητο και το ίδιο βράδυ γύρισε πίσω, μέσα στην νύχτα.

Δεν τηλεφώνησε στην γυναίκα του ούτε την επόμενη ,ούτε την μεθεπόμενη ,ούτε και καμία άλλη μέρα απ’ αυτές που ακολούθησαν. Ούτε απάντησε σε καμία δικιά της κλήση. Μόνο οργάνωσε λίγο καλύτερα την γκαρσονιέρα που έμενε και αγόρασε μερικά καινούργια ρούχα , αφού είχε αποφασίσει να μην ξαναγυρίσει στο παλιό του σπίτι.

Το μαγαζί στις περίοδο των γιορτών του Πάσχα, πήγε πολύ καλά και το αφεντικό ήταν παραπάνω από ευχαριστημένο .
Το κουβέντιασε μαζί του.

– Λέω να αράξω εδώ για καιρό, μπορεί και μόνιμα. Γίνεται;
-Όπως θέλεις, κανένα πρόβλημα. Είδες τι καλή είναι τελικά η επαρχία;

(Τρίκαλα, Μάιος 2016)

Βράδυ ήταν και είχε αράξει σε ένα μικρό μπαρ της Ασκληπιού. Εκεί ήλθε το μήνυμα από την Μαρίνα.
«Κατάλαβα ότι ξέρεις, και δικαιολογώ την σιωπή σου. Αν πω πως ήταν μία στιγμή αδυναμίας και θυμού, μάλλον δεν θα το πιστέψεις. Δεν ξέρω αν φτάνει μία συγγνώμη, πάντως εγώ θέλω να γυρίσεις πίσω και το λαχταρώ. Και αν πάλι δεν θέλεις, για ακόμα μία φορά, συγγνώμη…»

Δεν απάντησε, δεν υπήρχε λόγος . Δεν θα γύριζε και θα το καταλάβαινε με τον καιρό. Ας φρόντιζε αυτή για το διαζύγιο.
Παράγγειλε ένα ποτό ακόμα και το βλέμμα του καθηλώθηκε στο πρόσωπο μίας όμορφης ξανθιάς που κάθονταν μόνη της απέναντί του .
Όταν ο σερβιτόρος έφερε το ποτό του, του είπε να σερβίρει και ένα στην ξανθιά. Κερασμένο απ’ αυτόν.

Christos.gim@gmail.com

Υ.Γ. Καλό Πάσχα να έχουμε!