Είμαστε οι Έλληνες ρατσιστές και φασίστες;

Του Κώστα Αγγελόπουλου

Προκλητικό το ερώτημα. Άηθες και ανιστόρητο για έναν λαό που πολέμησε με τεράστιες θυσίες το Φασισμό στο Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Μικρόψυχο και συμπλεγματικό, όταν τίθεται μετά από ένα εκλογικό αποτέλεσμα που δεν αρέσει στο συντάκτη.

Ας ξεπεράσουμε όλες αυτές τις ενστάσεις όμως, που ενδεχομένως να είναι δίκαιες και αληθείς. Ας ξεπεράσουμε και τους μύθους που έχουμε δημιουργήσει οι ίδιοι για το συλλογικό εθνικό “εγώ” μας (οι Έλληνες είμαστε Δημοκράτες γιατί εδώ γεννήθηκε η Δημοκρατία κλπ). Και ας θέσω ξανά το ερώτημα, λιγότερο απόλυτα αυτήν τη φορά: Μήπως ένα μεγάλο ποσοστό του ελληνικού λαού, σχεδόν το 20%, διακατέχεται από ρατσιστικά και φασιστικά ιδεώδη; Αν όχι, γιατί εμφανίζει τόση φοβική συμπεριφορά απέναντι στους φτωχούς ξένους, στις γυναίκες ή στους ομοφυλόφιλους και ψηφίζει κόμματα με τέτοια ρητορική; Αν ναι, πότε ξεκίνησε και πότε εντάθηκε;

Καταρχάς ας εξετάσουμε τα αντικειμενικά δεδομένα. Η σπορά του οργανωμένου φασισμού υπήρξε στη χώρα μας από το 1936-1940 με την εγκαθίδρυση του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου του Ι. Μεταξά. Ένα καθεστώς που μπορεί ο αρχηγός του να μην έτυχε ιδιαίτερης εκλογικής αποδοχής, μόλις 3,94% το ποσοστό του κόμματός του στις εκλογές της 26ης Ιανουαρίου 1936, αλλά παρέμεινε ακλόνητο στην εξουσία έως την κατάληψη της χώρας από τους Γερμανούς τον Απρίλιο του 1941. Είναι δεδομένο ότι τον Μεταξά τον επέβαλε ο Βασιλιάς Γεώργιος Β’ και ότι η πραγματική εξουσία ανήκε στο Παλάτι. Επίσης είναι γεγονός ότι Βρετανοί δεν επέτρεψαν στο Μεταξά να εγκαθιδρύσει ένα φασιστικό καθεστώς όπως του Μουσολίνι και του Χίτλερ.

Ήταν όντως, όμως, ένα φασιστικό καθεστώς που επέβαλε μέσω της οργανωμένης προπαγάνδας στον Τύπο, στην εκπαίδευση και στην εκκλησία το πρότυπο του Αρχηγού, του Γ’ Ελληνικού πολιτισμού μέσω του Ελληνοχριστιανισμού, τη δημιουργία ενός «εχθρού» που ευθυνόταν για όλα τα δεινά, την αστυνομοκρατία, τα βασανιστήρια, την εξορία, την απαγόρευση και το κάψιμο «επικίνδυνων» βιβλίων, το φασιστικό χαιρετισμό και φυσικά την ίδρυση της Ε.Ο.Ν. της νεολαίας του Μεταξά. Όλα αυτά ομοίαζαν με τα φασιστικά και ναζιστικά καθεστώτα της Ευρώπης και αποτέλεσαν την απαρχή ενός τρόπου εξουσίας που συνεχίστηκε σε ολόκληρη τη μετεμφυλιακή περίοδο ως το 1974, με ελάχιστες παραλλαγές και διαλείμματα.

Στην περίοδο Μεταξά λοιπόν ολοκληρώνεται η ιδεολογική συγκρότηση της δεξιάς παράταξης στην Ελλάδα. Ξεκίνησε ως βασιλόφρων την περίοδο του διχασμού και ως αντιβενιζελική για να συνεχίσει ως υπερασπιστής της Πατρίδας, της Θρησκείας και της Οικογένειας, τριών αξιών που απειλούνται πλέον από το νέο εχθρό, τον Κομμουνισμό. Η ελληνική δεξιά ανάμεσα στις δύο κοσμοθεωρίες που υπήρχαν ήδη στην Ευρώπη, τον Φιλελευθερισμό που προερχόταν από τη Γαλλική Επανάσταση και το Διαφωτισμό και τον Κομμουνισμό που προερχόταν από το Μαρξισμό και την Οκτωβριανή επανάσταση, ταυτίστηκε κυρίως με την τρίτη κοσμοθεωρία, το Φασισμό. Αυτές οι αρχές έθρεψαν την πρώτη της εκλογική βάση που απετέλεσε και τον πυρήνα των οπαδών του Μεταξικού καθεστώτος, δηλαδή τους φτωχούς αγρότες της παλιάς Ελλάδας που ο Μεταξάς ανακούφισε με κάποια μέτρα που πήρε, την ανώτερη και ανώτατη υπαλληλική τάξη, τους μεγαλέμπορους, τους βιομηχάνους και φυσικά τον ανώτατο κλήρο. Ο οπαδός της δεξιάς παράταξης ήταν πλέον βασιλικός, αντικομουνιστής, ελληνοκεντρικός, θρησκόληπτος και οπαδός ενός αυταρχικού τρόπου διακυβέρνησης.

Αυτή η ιδεολογική στάση παγιώθηκε στα χρόνια μετά τον εμφύλιο όπου το κράτος και το παρακράτος της δεξιάς συνέχισε να αντιμετωπίζει τους εχθρούς του όπως ο Μανιαδάκης επί Μεταξά (ο οποίος συνέχισε να είναι υπουργός στις δεξιές κυβερνήσεις). Ίδια ρητορική, ίδιο ύφος εξουσίας. Ο οπαδός της δεξιάς προτιμούσε «ένα Λοχία» να κυβερνήσει με πυγμή τη χώρα από μια δημοκρατική κυβέρνηση. Έτσι, αποδέχτηκε τη δικτατορία της 21ης Απριλίου που αποτέλεσε μια συνέχεια του δεξιού κράτους από το 1952-1967.

Αυτή η ιδεολογική στάση κράτησε ως το 1974 σε επίπεδο εξουσίας. Εννοείται πως πολλοί αστοί δεξιοί πολιτικοί διώχθηκαν και φυλακίστηκαν και μαζί τους και δεξιοί πολίτες που τόλμησαν να αντιταχθούν στο Απριλιανό καθεστώς.  Ο εκδημοκρατισμός της χώρας από τον μοναδικό ίσως αντιμοναρχικό αρχηγό της δεξιάς, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή (παρόλο που θεωρητικά τον επέβαλε ο βασιλιάς το 1954 ήταν ο μόνος που συγκρούστηκε με το Παλάτι και φυσικά εκείνος που έκανε το δημοψήφισμα για το τέλος της βασιλείας στην Ελλάδα) περιθωριοποίησε τις φασιστικές ομάδες σε επίπεδο κομμάτων και οργανώσεων. Όμως η ιδεολογική βάση του πυρήνα των οπαδών της δεξιάς δεν άλλαξε. Συνέχισε να ορίζει την έννοια «πατρίδα» συμβολικά και ελληνοκεντρικά, τη θρησκεία ως υπεράσπιση του ιερατείου και της οικογένειας ως μια πατριαρχικού τύπου κοινωνική ομάδα. Η βάση των δεξιών δεν απομακρύνθηκε, δηλαδή, ποτέ από το «Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια» όπως το όριζε και το διαμόρφωσε ιδεολογικά ο Μεταξάς.

Συμπέρασμα: Ένα μεγάλο μέρος των οπαδών της δεξιάς διακατέχεται ακόμη και σήμερα, 2023 μ.Χ., από φασιστικά ιδεώδη. Είναι ξενόφοβο, αντικομουνιστικό, εθνικιστικό, θρησκόληπτο, αυταρχικό και προγονόπληκτο. Απέχει παρασάγγας από τις αρχές του διαφωτισμού και του φιλελευθερισμού και επιθυμεί την εξουσία με τρόπο εμμονικό προκειμένου να ικανοποιήσει τα ιδιοτελή του συμφέροντα. Στηρίζεται, δηλαδή, σε μια ξεκάθαρη ιδεολογική βάση που υπερβαίνει τις ιστορικές περιόδους, τα πρόσωπα και τα γεγονότα και παραμένει πιστό. Σε αυτό το κοινό ανήκουν και όσοι το τελευταίο διάστημα εκφράζονται με τρόπο ανάλογο της φασιστικής ιδεολογίας τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Απέναντι σε αυτό το μέρος του εκλογικού σώματος μόνο μια άλλη ιδεολογία μπορεί να σταθεί και να το κάνει μειοψηφία στην κάλπη. Το έκανε ο Γεώργιος Παπανδρέου το 1964 με τον αστικό φιλελευθερισμό και το διαφωτισμό. Το έκανε ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1981 με το σοσιαλισμό και το 1993 με την αστική σοσιαλδημοκρατία. Το έκανε ο Κώστας Σημίτης το 1996 με τον αυθεντικό Φιλελευθερισμό. Το έκανε ο Αλέξης Τσίπρας το 2015 με τον αριστερό ριζοσπαστισμό. Σήμερα;

Σήμερα ο αντίπαλος της δεξιάς οφείλει να αντιπαρατεθεί μαζί της σε επίπεδο καταρχάς ιδεολογικό. Να επαναπροσδιορίσει τις θεμελιώδεις αρχές της δεξιάς με τρόπο που συνάδει με τις αρχές του διαφωτισμού και του ανθρωπισμού. Με παρρησία και σαφήνεια να διευκρινίσει ότι:

Πατριώτης είναι αυτός που υπερασπίζεται τα ιδανικά της χώρας του καθημερινά σε όλα τα επίπεδα. Προτιμά να φορολογείται η επιχείρησή του στην Ελλάδα, προστατεύει το περιβάλλον της χώρας του, μαθαίνει για τον πολιτισμό με τρόπο αντικειμενικό χωρίς μύθους, επιλέγει την ειρηνική συνύπαρξη με τους γειτονικούς λαούς.

Θρησκευόμενος είναι αυτός που εφαρμόζει τις διδαχές του δόγματος ή της της θρησκείας του στην καθημερινή του ζωή, που επιλέγει την αγάπη από το μίσος, που κοιτά την ουσία και όχι την επίδειξη.

Οικογενειάρχης είναι κάποιος που δεν «άρχει» μέσα στην οικογένεια αλλά προσπαθεί όλα τα μέλη της να είναι ισότιμα, να κυριαρχεί η αγάπη και αποδέχεται ως φυσιολογικό το γεγονός ότι σε μια πολυπολιτισμική σύγχρονη κοινωνία δεν επιτρέπονται περιορισμοί στο δικαίωμα της δημιουργίας οικογένειας όσον αφορά τη φυλή, τη θρησκεία, την καταγωγή ή το σεξουαλικό προσανατολισμό.

Αρχές ξεκάθαρες και αδιαπραγμάτευτες. Το ίδιο πρέπει να διευκρινιστεί όσον αφορά την υγιή επιχειρηματικότητα, τη φορολογία, το κοινωνικό κράτος, τη δημόσια υγεία και παιδεία, τα δικαιώματα των μεταναστών και προσφύγων, των μειονοτήτων, των αδυνάτων. Χωρίς δόγματα του παρελθόντος, χωρίς αγκυλώσεις. Να τονιστεί ότι απέναντι στο κράτος της δεξιάς αντιπαρατίθεται μια κοινωνία που επιθυμεί το διαφωτισμό, τον ορθολογισμό, την αλληλεγγύη και την ισότιμη συμμετοχή στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια κοινότητα. Γιατί όχι, οι Έλληνες δεν είμαστε στη μεγάλη πλειοψηφία μας ρατσιστές και φασίστες, προκειμένου να απαντηθεί το ερώτημα του τίτλου.

Ιδεολογία vs Ιδεολογία λοιπόν. Το ένα κόμμα ήδη υπάρχει, είναι η Νέα Δημοκρατία. Το άλλο;

Φιλόλογος, M.Ed.