Ελλάδα, 200 χρόνια από το 1821: Παρά την πανδημία η Γιάννα Αγγελοπούλου οργάνωσε μια “μικρή Ολυμπιάδα”. Αλλά η μικροπολιτική εκμετάλλευση της επετείου από την κυβέρνηση χάλασε το κλίμα εθνικής ομοψυχίας στην κοινωνία

Του Γ. Λακόπουλου

Το κλίμα ζεστάθηκε -έστω με καθυστέρηση. Τα ΜΜΕ πύκνωσαν τις αναφορές τους, και οι πολίτες αισθάνθηκαν την μεγάλη επέτειο. Ο Μπάιντεν, ο Πούτιν και ο Μακρόν δεν ήλθαν στην Αθήνα -κυρίως- από   αβελτηρία της κυβέρνησης και της Προεδρίας της Δημοκρατίας σε θέματα πρωτοκόλλου.

 Αλλά ο εορτασμός των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση έχει περιεχόμενο και ουσία. Κυρίως έχει διάρκεια, δεν υπόθεση 48 ωρών. Και αυτοί που πρέπει να συμμετέχουν το κάνουν ήδη από τις αρχές του έτους: είναι ο ελληνισμός όπου Γης.

Οι Γάλλοι για τα 200 χρόνια από τη Γαλλική Επανάσταση και ο Βέλγοι με την αναπαράσταση της μάχης στο Βατερλό μετά από δυο αιώνες δεν είχαν τόση λαϊκή συμμετοχή στην διοργάνωση των εκδηλώσεών τους.  

 Η αποστολή που ανέθεσε ομόφωνα η Βουλή στην Επιτροπή «Ελλάδα 2021» ολοκληρώνεται με τον τρόπο που σχεδιάσθηκε:  να τιμηθεί το ιστορικό γεγονός και οι πρωταγωνιστές  του με εθνική σύμπνοια και  πανηγυρικά, αλλά με τρόπο που θα αφήνει αποτυπώματα για το μέλλον.

Ωστόσο την παραμονή και ανήμερα της επετείου η κυβέρνηση προσπάθησε να μονοπωλήσει το ενδιαφέρον, εξαφανίζοντας την δουλειά της Επιτροπής και τη στήριξη της αντιπολίτευσης στη οργάνωση των εκδηλώσεων τιμής σε πνεύμα ενότητας και ομοψυχίας.  Για να μην υπάρχει κανείς άλλος επί σκηνής αυτή την ημέρα- ο  Μητσοτάκης  έφτασε ως τη διχαστική δημαγωγία να μιλάει για  «τις παγίδες της πρόσφατης δημαγωγίας».

Η κυβέρνηση “καπέλωσε” την επέτειο

Η κυβέρνηση δεν έστειλε κανένα μήνυμα ενότητας στην κοινωνία εν όψει της 25η Μαρτίου και απλώς  προσπάθησε να καπελώσει την επέτειο μεταφέροντας τα φώτα της δημοσιότητας στον Πρωθυπουργό.

Δημιούργησε έτσι την εντύπωση ότι ο εορτασμός της επετείου αρχίζει και τελειώνει σε μια έκθεση στην Πινακοθήκη και σε μια παρέλαση- για την οποία σιδερόφραξε το κέντρο της Αθήνας.

Αυτή η διαχείριση αδικεί χιλιάδες πολίτες και δεκάδες πόλεις, που με την αίσθηση ότι μετέχουν σε κάτι με υψηλό συμβολισμό και ουσία, μετείχαν στην διοργάνωση οργάνωση των εκατοντάδων εκδηλώσεων, που ξεκίνησαν από τις αρχές του έτους και θα κρατήσουν ως τη λήξη του. 

Εκ παραλλήλου υποτιμά το πολιτικό σύστημα, που στήριξε την διοργάνωση της επετείου και την Επιτροπή  Επιτροπή «Ελλάδα 2021». Αλλά και την Εκκλησία στην οποία  Μητσοτάκης και Σακελλαροπούλου δεν έκαναν καμία αναφορά, ενώ ο Ιερώνυμος εξαφανίσθηκε από τις εκδηλώσεις τους.

Κυρίως όμως αδικεί τη δουλειά της Γιάννας  Αγγελοπούλου και των συνεργατών της, που δημιουργήσαν όρους για καθολική εμπλοκή των Ελλήνων, όπου Γης, στο πνεύμα και την οργάνωση της επετείου. Σα να έστηναν μια μικρή Ολυμπιάδα.

Ίσως το σημαντικότερο που εξασφάλισε η Αγγελοπούλου είναι το πνεύμα εθνικής ενότητας εξοβελίζοντας τάσεις για «αναψηλάφηση»  της ιστορίας από κάθε πλευρά και διατηρώντας ανοιχτή γραμμή με όλες τις πολιτικές  δυνάμεις.

Ήταν παρούσα στις εκδηλώσεις, αλλά ούτε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας,  ούτε ο Πρωθυπουργός στις ομιλίες τους δεν είχαν περίσσευμα ψυχής για μια αναφορά στο έργο της Επιτροπής.

 Σα να το έβαλαν κάτω από το χαλί μαζί με τη σιωπή τους για τα μάρμαρα του Παρθενώνα, μπροστά στον «συμπατριώτη” πρίγκιπα Κάρολο.

Για την Ελλάδα είναι η δεύτερη φορά με το 2004 με τους Ολυμπιακούς Αγώνες που χρειάσθηκε να διεκπεραιώσει μια οργάνωση μεγάλης κλίμακας.

Το κατάφερε – σε τελείως διαφορετικές συνθήκες – γιατί και στις  δυο περιπτώσεις οι αντίστοιχοι  πρωθυπουργοί – ο Σημίτης τότε, ο Μητσοτάκης σήμερα- πήραν τη σωστή απόφαση. Κάλεσαν το ιππικό: τους Αγγελόπουλους.

Η πραγματική τιμή στην επέτειο

Για τη Γιάννα που οργάνωσε πριν από 17 χρόνια τον θρίαμβο της ελληνικής Ολυμπιάδας- η ανάδειξη της 200ετηρίδας από το 1821 θα ήταν παιχνίδι.  Αλλά προέκυψαν δυο δυσκολίες. Η πρώτη, ότι ο κρατικός προϋπολογισμός δεν άντεχε το παραμικρό κόστος για εκδηλώσεις.  Η δεύτερη ήταν η Πανδημία.

Για ένα καθάρισε από την πρώτη στιγμή: θα το κάνω χωρίς να βάλει ούτε ευρώ το κράτος. Παρότι το χορηγικό πρόγραμμα υπονομεύθηκε από τη σύσταση μιας δεύτερης επιτροπής, βρήκε πόρους, από ιδιώτες χορηγούς και από τα προϊόντα που παρήγαγε η Επιτροπή για την επέτειο.

Αν αυτό ήταν εύκολο για τα «κυβικά” της, η δεύτερη δυσκολία έδειχνε ανυπέρβλητη. Οι αλλεπάλληλες καραντίνες λόγω του κορονοϊού καθιστούσαν σχεδόν αδύνατη την οργάνωση της επετείου, η τουλάχιστον περιόριζαν το εύρος των εκδηλώσεων και της συμμετοχής.

Η Αγγελοπούλου το έλυσε με την μετακύλιση της πρωτοβουλίας στην κοινωνία και πήγε η ίδια σε δεκάδες προορισμούς που συνδέονται με τη Επανάσταση.

Οι υφασμάτινες μάσκες προφύλαξης από τον ιό δεν εμπόδισαν καθόλου την  επικοινωνία και την μετάδοση της έμπνευσης. Οι τηλε-συνεργασίες  δεν περιόρισαν την επιδίωξη της Επιτροπής να οργανώνει με τον τρόπο που αρμόζει τον εορτασμό της Παλιγγενεσίας.

 Η αυτοδιοίκηση, σωματεία, πάσης φύσεως οργανώσεις στην Ελλάδα και τον κόσμο ανταποκρίθηκαν. Οι κάτοικοι της χώρας και ομογενείς από 46 χώρες και από τις 5 ηπείρους εκδήλωσαν έμπρακτα τη βούλησή τους να τιμήσουν 200 χρόνια του νεότερου Ελληνικού Κράτους. Πρότειναν και ανέλαβαν  τη διοργάνωση εκατοντάδων εκδηλώσεων και δραστηριοτήτων.

Το κριτήριο της Επιτροπής «ό,τι κάνουμε να μείνει» δεν ήταν παράγοντας αναστολής, αλλά κίνητρο. Οι φορείς συνέβαλαν με την βεβαιότητα ότι «τίποτε δεν πάει χαμένο»…

Είναι τομή ότι κατά τα τρία τέταρτα οι εκδηλώσεις είχαν προσανατολισμό στο μέλλον, με έργα υποδομής σε κάθε περιοχή και κριτήρια όπως είναι η  ψηφιοποίηση, η βιώσιμη  ανάπτυξη, ο εναλλακτικός τουρισμός, η ανάδειξη των ιστορικών μνημείων.

Εκδηλώσεις ευρείας κλίμακας, όπως το Διεθνές Φόρουμ «Η Ελλάδα το 2040″, η ίδρυση του Ερευνητικού Ινστιτούτου για την Τεχνητή Νοημοσύνη, οι  Γιορτές των Πόλεων και η παρουσία στο μέτωπο της Πανδημίας με την προσφορά ΜΕΘ έδωσαν αρτιότητα και κοινωνικό χαρακτήρα στο πρόγραμμα.

Κυρίως έδωσαν στην επέτειο δυναμική που δεν είχαν ποτέ αντίστοιχες εκδηλώσεις. Συνδέοντας το πατριωτικό φρόνημα με τη γόνιμη δράση δημιουργεί προϋποθέσεις να γυρίσει μπροστά ο τροχός της χώρας.

Το πρόγραμμα της επετείου είναι ετήσιο και καλύπτει όλη τη θεματολογία του γεγονότος που εορτάζεται, προσαρμοσμένη στις ανάγκες της εποχής. Αποπνέει σεβασμό την ιστορία, τιμή τους ανθρώπους, αλλά πρωτίστως αναδεικνύει τις δυνατότητες της χώρας και ωθεί την κοινωνία και τις παραγωγικές συνάγεις της προς το μέλλον .

Αυτό το πρόγραμμα είναι η πραγματική τιμή στην επέτειο και σημαίνει για την ελληνική κοινωνία πολύ περισσότερα από το κυβερνητικό -φαντεζί και μίζερο ταυτόχρονα- 48ωρο στο κέντρο της Αθήνας.