Ελληνοτουρκικά: Από τον λήθαργο στην ταραχή

Του Νίκου Ξυδάκη

Το ενδιαφέρον, μάλλον η αγωνία, των πολιτών στρέφεται δικαιολογημένα προς την οικονομική κρίση. Η ανεργία που διογκώνεται επώδυνα, και οι χιλιάδες πληγωμένες μικρές επιχειρήσεις που αγωνίζονται να επανεκκινήσουν, σφραγίζουν την κοινωνική ζωή και οδηγούν τις πολιτικές κινήσεις. Εντούτοις οι δυσμενείς εξελίξεις στην εξωτερική πολιτική, με τις απρόσμενες επιταχύνσεις που παρουσιάζουν κατά τη διάρκεια όλης της χρονιάς, μπορεί να αποδειχθούν καταλυτικές και για το πολιτικό σύστημα και για την κοινωνία.

Εξωτερική πολιτική στην Ελλάδα είναι πρωτίστως η σχέση με την Τουρκία. Ιδίως μετά τη διευθέτηση της ανωφελούς εκκρεμότητας με τη Βόρεια Μακεδονία. Η Συμφωνία των Πρεσπών μπορεί να χαρακτηριστεί η μοναδική διπλωματική επιτυχία της Ελλάδας, τα τελευταία πολλά χρόνια, κατά την οποία η ελληνική κυβέρνηση εκμεταλλεύθηκε τις ευνοϊκές συγκυρίες, για να βγάλει τη χώρα από ένα αδιέξοδο δεκαετιών.

Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι διαφορετικές· άλλο το βάρος της Τουρκίας, άλλο το ιστορικό βάθος των διενέξεων, άλλο το γεωπολιτικό πλαίσιο, ακόμη και το ψυχολογικό πλαίσιο είναι εντελώς διαφορετικό. Ενα κοινό στοιχείο μπορούμε να διακρίνουμε μεταξύ ελληνοτουρκικών και Μακεδονικού: την τάση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής να  αναβάλλει, να μεταθέτει, να αποφεύγει τις αντιπαραθέσεις, να υπερεκτιμά το πολιτικό κόστος στο εσωτερικό, να υπερεκτιμά τις βοήθειες των συμμάχων, να αδρανεί, να εξαντλείται σε επικλήσεις του διεθνούς δικαίου. Πρακτικά, αυτό εκφράζεται σαν τεχνοκρατική-«υπηρεσιακή» προσέγγιση των καυτών θεμάτων, τα οποία τα αφήνουμε να ψύχονται εν ακινησία, εφόσον δεν μπορούμε ή δεν τολμούμε να τα επιλύσουμε. Αυτή η υπηρεσιακή προσέγγιση αποτρέπει τις πολιτικές λύσεις, τους τολμηρούς ελιγμούς, πόσω μάλλον τις ανατροπές και τις ρήξεις· κερδίζει χρόνο, ή ροκανίζει χρόνο, αναλόγως της οπτικής, προφυλάσσει τους πολιτικούς από κόστος φήμης ή κάλπης, εξωραϊζει τις εικόνες, υποβαθμίζει τα προβλήματα, αποκοιμίζει την κοινή γνώμη. Η πολιτική ηγεσία βολεύεται λίγο-πολύ με το δόγμα της αδράνειας: αν δεν πράττεις, δεν κάνεις λάθη.

Αλλά οι άλλοι πράττουν. Η Τουρκία πράττει. Σχεδιάζει, προετοιμάζει, προαναγγέλλει, δοκιμάζει, εκμεταλλεύεται και πράττει. Ετσι έκανε στην Κύπρο το 1974, έτσι έκανε με την ανακήρυξη «κράτους» στα κατεχόμενα, έτσι γκριζάρισε τα Ιμια το 1996 και κέρδισε το «No ships, no troops, no flags» της αμερικανικής μεσολάβησης. Η Τουρκία δεν αιφνιδιάζει, όπως γράφεται στους δημοσιογραφικούς τίτλους: οι διπλωματικές κινήσεις της εντάσσονται σε γενικότερο γεωπολιτικό σχεδιασμό, δεν προκύπτουν από τη θυελλώδη ιδιοσυγκρασία του Ταγίπ Ερντογάν ή από τα εσωτερικά προβλήματά του ή από τη λεγόμενη εξαγωγή κρίσεως. Ασφαλώς μετρούν και αυτά, αλλά δεν είναι αυτά τα καθοριστικά.

Στην παρούσα φάση, η Τουρκία διαστέλλεται δημογραφικά, εμπορικά και γεωπολιτικά, με σταθερό ρυθμό, με συμμαχίες, με παρουσία σε γεωγραφικά απομακρυσμένες περιοχές. Κατέχει έδαφος στη Συρία, έχει στρατιωτική παρουσία στο Βόρειο Ιράκ, πολλαπλούς δεσμούς με το Κατάρ, έχει παρουσία στη Σομαλία,  επενδύσεις στην Αιθιοπία, διεξάγει proxy war στη Λιβύη, έκλεισε συμφωνία για αεροναυτική παρουσία στην Αλβανία. Αναλόγως εξωστρεφείς και ευέλικτες είναι και οι σχέσεις της με τις χώρες της περιοχής αλλά και με τις μεγάλες και τις περιφερειακές δυνάμεις: δεν διστάζει να περάσει από το θερμό στο ψυχρό και αντιστρόφως.

Απέναντι σε αυτόν τον εξωστρεφή και επεκτατικό γείτονα, η Ελλάδα των τελευταίων αρκετών χρόνων συμπεριφέρεται νωχελικά, η εξωτερική της πολιτική είναι προβλέψιμη, και μάλλον παθητική. Οι πολιτικές ηγεσίες στα ελληνοτουρκικά επικαλούνται διαρκώς τους κανόνες του διεθνούς δικαίου, αλλά είναι γνωστό και διακηρυγμένο, όχι μόνο από τον Ερντογάν, ότι η Τουρκία παράγει δίκαιο δια των τετελεσμένων και δια της αναθεωρήσεως των διεθνών συμβάσεων.

Οι ελληνικές ηγεσίες συμπεριφέρονται επίσης ως δεδομένες και αυτονοήτως πειθήνιες απέναντι στους παραδοσιακούς της συμμάχους, πρωτίστως στις ΗΠΑ, αλλά και στις ευρωπαϊκές δυνάμεις, κυρίως Γερμανία και Γαλλία, χωρίς όμως να λαμβάνει η χώρα την αναμενόμενη υποστήριξη, όταν χρειάζεται. Αυτό φάνηκε στο προσφυγικό, όταν η Ελλάδα αφέθηκε μόνη, αλλά και στο τουρκολιβυκό σύμφωνο, που προσβάλλει ευθέως τα ελληνικά συμφέροντα και αμφισβητεί κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας. Ακόμη και η τετραμερής συμμαχία στη Νότιο Μεσόγειο ελάχιστα κινήθηκε υπέρ Ελλάδος στα πρόσφατα γεγονότα, με εξαίρεση την Αίγυπτο. Για την ακρίβεια, δεν κινήθηκε καθόλου το Ισραήλ, το οποίο απουσίαζε και από την δήλωση κατά του τουρκολιβυκού συμφώνου και από την επικείμενη διάσκεψη των Πέντε (Γαλλία, Ηνωμένα Εμιράτα, Αίγυπτος, Κύπρος Ελλάδα).

Ουσιαστικά η Ελλάδα παρακολουθεί μια υπερδραστήρια Τουρκία να την περικυκλώνει, να αμφισβητεί το status quo του 20ού αιώνα και του μεταψυχροπολεμικού κόσμου, να την προκαλεί να διαπραγματευτούν εφ’ όλης της ύλης, να την πιέζει στη συνοριογραμμή, να ζητά δικαιώματα και ζωτικό χώρο στη ΝΑ Μεσόγειο.

Οι παραδοσιακοί σύμμαχοι σιωπούν. Μόνο η Γαλλία, για τους δικούς της λόγους, διεκδικώντας να ανακτήσει ρόλο στη Μεσόγειο και τη Μ. Ανματολή, εκδηλώθηκε διακριτικά υπέρ της Ελλάδος στο τουρκολιβυκό. Και η Αίγυπτος, που ανησυχεί ιδιατέρως για την κατάσταση στην όμορη Λιβύη και για την επιρροή των Αδλεφών Μουσουλμάνων.

Οι σύμμαχοι υπηρετούν τα δικά τους συμφέροντα. Είπαμε ήδη για την ηχηρή σιωπή του Ισραήλ, τώρα που πέφτει το ενδιαφέρον για τα ενεργειακά. Οι ΗΠΑ, σε προεκλογικό πυρετό και σε αναταραχή, συνεχίζουν στη γραμμή κατευνασμού και απαγκίστρωσης της Τουρκίας από τη Ρωσία. Η Ευρωπαϊκή Ενωση διαπραγματεύεται με την Τουρκία, ερήμην της Ελλάδος, για νέα τελωνειακή ένωση και πακέτο προσφυγικού, που ενδιαφέρουν ιδιαιτέρως τη Γερμανία. ΗΠΑ και Γερμανία φαίνεται να λένε στην Αθήνα να κάνει «στρατηγική υπομονή» απέναντι στην Τουρκία των υπερπτήσεων και των προγραμματιζόμενων γεωτρήσεων…

Και η Αθήνα; Στην Αθήνα παρακολουθούμε έναν υπουργό Εξωτερικών παγιδευμένο πολλαπλώς: στα στερεότυπα του δόγματος της αδράνειας, στις χλιαρές δηλώσεις και τις σπασμωδικές κινήσεις, στις ψυχρές σχέσεις με το Μαξίμου, στις έριδες και την υποσκαφή από την σαμαρική πτέρυγα, στην υποτίμηση των υπαρκτών απειλών: παρήλθε ο καιρός των κανονιοφόρων, δήλωσε προγραμματικά ο υπουργός Ν. Δένδιας, όταν η Τουρκία αυτή ακριβώς την πολιτική ασκεί ή σχεδιάζει στη ΝΑ Μεόγειο και το Λιβυκό Πέλαγος.

Ορισμένως, παρακολουθούμε ένα πρωθυπουργό με το στίγμα της λυσσαλέας αντίδρασης στη Συμφωνία των Πρεσπών, ο οποίος συμπεριφέρεται δημοσίως σαν να μην αντιλαμβάνεται το θερμό καλοκαίρι που ετοιμάζει η Τουρκία. Ή αντιλαμβάνεται και αφήνει άλλους να προετοιμάσουν την κοινή γνώμη: π.χ. τον σύμβουλο εθνικής ασφαλείας Θάνο Ντόκο, να μιλά για τον ρεαλισμό της συνεκμετάλλευσης και να υπαινίσσεται μια εφ’ όλης της ύλης διαπραγμάτευση. Προσφάτως δε η Ντόρα Μπακογιάννη εναπόθεσε εμμέσως την τύχη της χώρας σε μια συνολική συμφωνία πακέτο της ΕΕ με την Τουρκία, για εμπορικά, τελωνειακά, προσφυγικό, ασφάλεια συνόρων, «όπως κάνει η ΕΕ με τη Βρετανία». Φευ! Η ΕΕ δεν μπορεί ούτε πρόκειται να δώσει λύσεις στα προβλήματα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Η ΕΕ δεν έχει δική της εξωτερική πολιτική, τα κράτη-μέλη έχουν. Και βέβαια η Τουρκία δεν είναι Βρετανία, ιδίως έναντι της Ελλάδος.

ΑΠΟ ΤΟ TVXS