Εξήντα πέντε χρόνια από την 1η Απριλίου

Του Γιαννάκη Λ. Ομήρου

Πριν λίγες μέρες τιμήσαμε –υπό ειδικές συνθήκες φέτος-, στην σκιά του κορωνοϊού την εθνική επέτειο ης 25ης Μαρτίου 1821 και  το πιστό της αντίγραφο την 1η Απριλίου 1955. Γιατί όμως εορτάζουμε τις εθνικές επετείους, όπως η 25η Μαρτίου και η 1η Απριλίου; Πρώτα απ’ όλα, για να θυμόμαστε και να αποδίδουμε δόξα και τιμή σε αυτούς που αγωνίστηκαν τόσο σκληρά και άνισα για να μας δώσουν τα αγαθά της ελευθερίας και ανεξαρτησίας.

Κατά δεύτερο λόγο, για να εμπνεόμαστε και να διδασκόμαστε από το παράδειγμα τους, να επιβεβαιώνουμε τη θέληση μας να διαφυλάξουμε ότι μας έδωσαν και να εργαζόμαστε για μεγαλύτερη συνεχώς πρόοδο και προκοπή. Και βέβαια για να αντιμετωπίσουμε με αξιοσύνη τις σημερινές προκλήσεις για επιτυχή κατάληξη του αγώνα για τερματισμό της τουρκικής στρατιωτικής κατοχής.

Έτσι η απόδοση τιμής για τις μεγάλες αγωνιστικές στιγμές της ιστορίας και για τους επώνυμους και τους ανώνυμους πρωταγωνιστές της, αποτελεί αναμφίβολα επιτακτικό χρέος. Και για λαούς σαν το δικό μας, που περνά ακόμα στιγμές εθνικής δοκιμασίας και αντιμετωπίζει κινδύνους επιβίωσης, αυτό το χρέος αποτελεί μια  κορυφαία αναγκαιότητα. Γιατί, πέρα από την οφειλόμενη απόδοση τιμής, μπορούμε και πρέπει να αντλούμε διδάγματα για τη συνέχιση και καταξίωση ενός αγώνα που δεν έχει ακόμα δικαιωθεί. Οι εθνικές εκκρεμότητες, τα ανοικτά εθνικά προβλήματα, επιβάλλουν την αναδρομή στο παρελθόν ως ενέργεια αγωνιστικής αφύπνισης, ως βήμα εθνικής ανάτασης και ως έμπνευση για τις διαχρονικά άφθορες αξίες της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της αξιοπρέπειας του ανθρώπου.

Άλλωστε η 1η Απριλίου 1955 –η τελευταία επανάσταση του Ελληνισμού- αποτέλεσε ακριβώς ως  ιστορική στιγμή αμφισβήτησης της δουλείας, της ξένης τυραννίας και της καταπίεσης, το μεγάλο ρωμαλέο άλμα ενατένισης του Κυπριακού Ελληνισμού προς την ίδια την ιδέα της ύπαρξης του. Χωρίς την εθνικοαπελευθερωτική αντιαποικιακή επανάσταση, ο Κυπριακός Ελληνισμός ως εθνική οντότητα θα αποτελούσε υπόθεση ιστορικής αναδίφησης, μελέτης γλωσσολογικής και εθνολογικής έρευνας, εγκυκλοπαιδικής και αρχειακής καταγραφής. Όχι όμως υπαρκτή εθνική οντότητα του σήμερα.

Το μεγάλο βήμα του Κυπριακού Ελληνισμού να κινηθεί από το τέλμα και τις δύσκαμπτες και ηττοπαθείς αντιλήψεις, που παρέμειναν ως προϊόν της πίκρας των αποτυχημένων δειλών βημάτων του παρελθόντος, προς μια κατεύθυνση ριζοσπαστική  που συνιστούσε μια πραγματική ιστορική τομή ως προς τις συμπεριφορές και τις πρακτικές που διαχρονικά είχε ακολουθήσει ο Κυπριακός Ελληνισμός, είναι το βασικό επίτευγμα του 55-59.

Ο Εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας εναντίον της αποικιοκρατικής δύναμης «εν όπλοις» αποτελούσε πράξη αναίρεσης κάθε προηγούμενης στάσης και απόρριψης της λογικής των ισορροπιών δυνάμεων και των ισοζυγίων με αποφασιστική υπέρβαση των δήθεν ρεαλιστικών εκτιμήσεων που αν επικρατούσαν,  θα οδηγούσαν αναπόφευκτα στην καθήλωση και απονέκρωση κάθε κίνησης για δυναμική αντιπαράθεση προς την αποικιοκρατική δύναμη.

Ανεξάρτητα λοιπόν από λάθη, παραλείψεις και κενά, που ως ένα βαθμό ήταν φυσικό να υπάρξουν, ο αγώνας της ΕΟΚΑ που αναμφίβολα εξελίχθηκε σε ένα λαϊκό κίνημα αντιαποικιακό, αντιιμπεριαλιστικό και γνήσια εθνικοαπελευθερωτικό, συνέτεινε στην αποφασιστική αποδέσμευση του λαού από τις συντηρητικές αναστολές και τα σύνδρομα ενός υποβόσκοντος μακροχρόνιου συμβιβασμού με τη «μοίρα των αδύναμων  και μικρών» που θα πρέπει αγόγγυστα να συμφιλιώνονται με την κάθε μορφής δουλεία και καταπίεση.

Το βασικό στοιχείο που οριστικά πια σηματοδοτεί το 55-59 είναι ο βαθύτατος πατριωτισμός, που στόχευε μέσα από την ολοκληρωτική ρήξη με το αποικιοκρατικό καθεστώς στην αυτοδιάθεση του λαού μας. Υπήρξε τελικά αυτός ο αγώνας ένα γνήσιο λαϊκό κίνημα που γέννησε και εξέφρασε ελπίδες και προσδοκίες σε γενιές αγωνιστών και που φιλοδόξησε να δώσει μια ελπιδοφόρα προοπτική σε αδικαίωτους πόθους ολόκληρων αιώνων .

Η κατάληξη αυτού του αγώνα δεν ήταν η εκπλήρωση της μεγάλης προσδοκίας, μπορούμε ωστόσο, με βεβαιότητα να διαπιστώσουμε ότι η πρωτοβουλία είναι ιστορικά δικαιωμένη. Θα αποτελούσε βαθύτατα αντιδιαλεκτική και ανιστόρητη προσέγγιση, στο όνομα και με επιχείρημα το ανολοκλήρωτο του εγχειρήματος , να ισχυριστεί κάποιος ότι ο αγώνας έγινε επί ματαίω και πολύ περισσότερο να αποφανθεί ότι η επιλογή της χρονικής στιγμής και ο χαρακτήρας του αγώνα συνέτειναν στα δεινά που σημάδεψαν τη μέχρι σήμερα πορεία μας.

Ο συμβιβασμός του 1959, ως αποτέλεσμα της νοοτροπίας που χαρακτήριζε τις μετεμφυλιακές Κυβερνήσεις των Αθηνών, δεν μπορεί να μετατοπίζεται ως ιστορική ευθύνη στο κίνημα του 55-59. Η ευθύνη βαρύνει εκείνους που στην Ελλάδα λειτούργησαν με την παράλογη λογική του άκριτου δόγματος «ανήκομεν στη Δύση», που υπήρξε διαχρονικά πηγή εθνικής κακοδαιμονίας.

Ανεξάρτητα από αυτά, εξήντα πέντε χρόνια μετά, το συμπέρασμα είναι ότι: Η δημιουργία του ανεξάρτητου κράτους της Κυπριακής Δημοκρατίας, παρά τα επαχθή βάρη της κηδεμονίας των υπολειμμάτων του αποικισμού και των συνταγματικών παγίδων, εξακολουθεί να αποτελεί το ύψιστο όπλο μας στον αγώνα για απελευθέρωση από την τουρκική κατοχή και την εθνική επιβίωση του λαού μας.

Αυτό το ανεξάρτητο Κυπριακό Κράτος, την Κυπριακή Δημοκρατία, έχουμε ύψιστο πατριωτικό χρέος να διαφυλάξουμε ως κόρην οφθαλμού, ως ασπίδα και θώρακα του λαού μας απέναντι στις ποικιλώνυμες συνωμοσίες για την υποβάθμιση και την τελική της εξαφάνιση. Το πνεύμα του 55-59 μπορεί και πρέπει να μας καθοδηγεί σε αυτή την πορεία.

    Τέως Προέδρου Βουλής των Αντιπροσώπων