“Επιστήμονες” στο δόλο

 

Του Δημήτρη Πεπελάση

Στην Ελλάδα, δεν έχουμε ασχοληθεί ιδιαίτερα με τα «Οικονομικά της Ευτυχίας». Θα ήταν χρήσιμο διότι υπάρχουν και πέραν της οικονομίας παράμετροι που καθορίζουν την ευημερία μας όπως είναι η ποιότητα των θεσμών του κράτους και της κοινωνίας.

Τα «Οικονομικά της Ευτυχίας» πρωτοεμφανίζονται στα τέλη της δεκαετίας του 1990 από τον Richard Layard εντούτοις, παρέμειναν ένα σχετικώς αδύναμο ρεύμα οικονομικής σκέψης. Υιοθετήθηκαν από το κρατίδιο του Μπουτάν και αποσπασματικά από ορισμένες χώρες του Ειρηνικού, τη Βρετανία και τη Γαλλία για τον υπολογισμό του «Πραγματικού ΑΕΠ».

Το «ΠΑΕΠ» περιλαμβάνει δείκτες μέτρησης της ευημερίας και των προοπτικών ανάπτυξης που τα συμβατικά οικονομικά παραλείπουν. Μεταξύ άλλων, είναι δείκτες για την παιδεία και τη συμβολή της στην προετοιμασία των επαγγελμάτων του μέλλοντος, για την ταχύτητα και την εμπιστοσύνη στην απονομή της δικαιοσύνης, την προληπτική ιατρική, την αποασυλοποίηση, την προστασία του περιβάλλοντος, τη συλλογικότητα σε δραστηριότητες πολιτισμού, τα διαζύγια, την εγκληματικότητα, τις εισοδηματικές ανισότητες, την κυκλοφοριακή συμφόρηση κ.ά..

Πρόκειται για μια περισσότερο ευαίσθητη, ολιστική και συνάμα πιο ρεαλιστική θεώρηση της οικονομικής ανάπτυξης. Διαφοροποιεί την ιεράρχηση των επενδυτικών προτεραιοτήτων ώστε να αποτιμάται η πολλαπλασιαστική επίπτωση στο μελλοντικό ΑΕΠ και η βέλτιστη διαχείριση κοινωνικών προβλημάτων.

Τέτοιες θεωρήσεις αποκτούν ιδιαίτερη αξία σε περιόδους ταχύτατης φτωχοποίησης όπως αυτή που ζούμε. Πόσο μάλλον όταν η οσμή της θεσμικής σήψης μας κατακλύζει. Το να περικόπτονται δαπάνες προληπτικής ιατρικής είναι άραγε έξυπνη επιλογή σε συνθήκες δημοσιονομικής στενότητας; Για κάποιους είναι, διότι το πολλαπλάσιο κόστος θεραπείας αφορά προϋπολογισμούς επόμενων ετών. Είναι πολλές οι δυνατότητες για ευφυέστερες δημοσιονομικές επιλογές, πιο αποδοτικές και δίκαιες, λιγότερο οδυνηρές που δεν δυναμιτίζουν την εύθραυστη κοινωνική συνοχή.

Τα «Οικονομικά της Ευτυχίας» πρωτοεμφανίζονται στα τέλη της δεκαετίας του 1990 από τον Richard Layard εντούτοις, παρέμειναν ένα σχετικώς αδύναμο ρεύμα οικονομικής σκέψης.

Εκτός από την κοντόφθαλμη και δήθεν τεχνοκρατική διάσταση των πραγμάτων, υπάρχει  η πολιτική και ασφαλώς η ηθική. Εκεί ανάμεσα είναι που δοκιμάζονται η ποιότητα των θεσμών, και πως αυτή επηρεάζει τις υπηρεσίες προς πολίτη, τον εργαζόμενο, τον άνεργο, τον συνταξιούχο αλλά και τον επενδυτή. Το αίσθημα ασφάλειας, εμπιστοσύνης και αξιοπρέπειας επηρεάζει την ποιότητα ζωής και την προοπτική ανάπτυξης.

Οι δικοί μας δεν κοιτούν ούτε τη στιγμή, ούτε το μέλλον. Επιστρατεύουν γνωστικά πεδία για να χειραγωγήσουν. Αναφέρομαι στο τραγικό τερτίπι με τις μελλοντικές περικοπές των συντάξεων και τη μείωση του αφορολογήτου και πως αυτά παραπέμπουν στην πιο προωθημένη εκδοχή των «Οικονομικών της Ευτυχίας» που είναι τα «Νευροοικονομικά». Πρόκειται για ανάλυση της ανθρώπινης συμπεριφοράς και πιο συγκεκριμένα των παραμέτρων που επηρεάζουν τις επιλογές μας, αξιοποιώντας, εκτός από τις συμβατικές πειραματικές μεθόδους και τα γνωστικά ευρετικά σχήματα (π.χ. προκαταλήψεις), τα σύγχρονα επιτεύγματα στην απεικόνιση (fMRI) της νευρωνικής δραστηριότητας του εγκεφάλου. Ενώ λοιπόν, η πρόθεση όλων μας είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους, στην πράξη αποκλίνουμε. Στον πραγματικό κόσμο, παρεμβαίνουν συναισθήματα, λανθασμένες εντυπώσεις, στοιχεία της προσωπικότητάς, ελπίδες, μνήμες και πολλά ακόμη, ώστε να κάνουμε συχνά ανορθόδοξες επιλογές. Μερικές φορές μάλιστα, οι συναισθηματικές μας αποκρίσεις και οι επιλογές μας είναι προβλέψιμα ανορθόδοξες. Τούτο συμβαίνει και με τα οικονομικά.

Ομιλούμε για μελλοντικά μέτρα. Δεν αμφισβητείται το αδιέξοδο, εξοργίζει όμως το ανήθικο της μεταφοράς του λογαριασμού σε χρόνο που θεωρούν πολιτικώς «βολικό». Ειδικοί, όπως ο κάτοχος Νόμπελ Οικονομικών Daniel Kahneman (δε θυμάμαι άλλον βραβευμένο που να έχει συζητηθεί λιγότερο και να μ έχει γοητεύσει περισσότερο) εξηγούν το αγνοούμενο προφανές ότι δηλαδή, πιο πρόθυμα αναλαμβάνουμε μια μεγαλύτερη μελλοντική δαπάνη από μια που αφορά στο παρόν. Και αντίστροφα, όταν πρόκειται για αγαθό που ποθούμε είμαστε διατεθειμένοι να πληρώσουμε περισσότερο προκειμένου να το αποκτήσουμε αμέσως και ενόσω διαρκεί ο ενθουσιασμός μας. Παρομοίως, είμαστε πιο πρόθυμοι να πιστέψουμε ένα απλοϊκό ψέμα από μια σύνθετη αλήθεια που θα μας κουράσει το νου.

Οι “κυβερνάνθρωποι” λοιπόν, αξιοποιούν με δόλο- τυχοδιωκτικά το γνωστικό περιεχόμενο. Εκμεταλλεύονται το ανθρώπινο παράδοξο και ανεβάζουν διαρκώς τον λογαριασμό, μεταθέτουν για το μέλλον πρόσθετα οδυνηρά, χωρίς να υπολογίζουν την επίπτωση στην κατανάλωση, τις καταθέσεις, τις επενδύσεις. Παίζουν με τον χρόνο και όλοι θα νιώσουμε τις συνέπειες.

Μακάρι και οι βουλευτές.