Η έξοδος από τα μνημόνια αλλάζει το πολιτικό σκηνικό: η νέα εποχή αναζητά κατεπειγόντως τον ηγέτη της

Του Νίκου Λακόπουλου

Τελικά η έξοδος από τα μνημόνια- καθαρή, βρόμικη ή καθαρότατη- κατά τον Γιούνκερ- δεν είναι ένα παραμύθι, όπως θα ήθελε η αντιπολίτευση. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο η Ελλάδα γυρίζει σελίδα, μπαίνουμε σε μια αργή, αλλά νέα εποχή με νέα διλήμματα, αλλά παλιά κόμματα που αρνούνται να κατανοήσουν όχι μόνο τι συνέβη στην Ελλάδα αυτά τα οχτώ χρόνια, αλλά τι θα συμβεί.

Η μυθολογία της Αριστεράς ήταν το θύμα αυτής της πορείας που ανέδειξε νέα κόμματα “αντιμνημονιακά” -όπως ο παλιός ΣΥΡΙΖΑ ή η Χρυσή Αυγή και οι Ανεξάρτητοι Έλληνες σε μια αποδόμηση του παλιού κομματικού συστήματος με μεγάλο θύμα το ΠΑΣΟΚ. Το πολιτικό σύστημα δεν άλλαξε παρά μόνο σε ό,τι αφορά τον νέο ρόλο του ΣΥΡΙΖΑ- που μάλλον ήρθε για να μείνει.

Προφανώς στη νέα εποχή δεν έχουν θέση παλιά συνθήματα, ούτε παλιά κόμματα- εκτός αν προσαρμοσθούν κι αλλάξουν. Η Νέα Δημοκρατία επέζησε με βασικό αίτημα την αναπροσαρμογή της -που δεν έγινε ούτε με τον Σαμαρά, ούτε με τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Κι όμως ήταν ο πρόεδρος της ΝΔ που έλεγε πως “πρέπει να παραδεχτούμε ότι είναι ένα γερασμένο κόμμα με απαρχαιωμένες δομές. Αν δεν αλλάξουμε, το μέλλον μας θα είναι ζοφερό».

Η ανασφάλεια του Κυριάκου Μητσοτάκη τον οδήγησε αρχικά στην ανάγκη να πείσει το κόμμα του ότι είναι …δεξιός- συμμαχώντας με την Ακροδεξιά πτέρυγα, ενώ η εντολή που πήρε από την βάση του ήταν η ανανέωση ώστε να γίνει ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κόμμα -που θα απαιτούσε ρήξεις μέσα στο κόμμα του.

«Κάποιοι θέλουν να σβήσουν την εθνική ταυτότητα αυτού του λαού. Δεν θα τους αφήσουμε! Κάποιοι θέλουν να σβήσουν και την Ορθοδοξία – που δεν είναι απλή «θρησκευτική επιλογή»… Είναι η ταυτότητά μας! Δεν θα τους αφήσουμε” έλεγε ο Σαμαράς κι ήταν αυτός ο απαρχαιωμένος λόγος, λόγος της συντριβής του. Είχε χρυσή ευκαιρία ως πρωθυπουργός μιας τρικομματικής κυβέρνησης να γίνει εθνικός ηγέτης, αλλά τόσος ήτανε. Ο συντηρητισμός του δεν ανταποκρινόταν σε μια δεξιά στροφή της κοινωνίας, ώσπου ήρθε ο Μητσοτάκης να ανανεώσει τη Νέα Δημοκρατία.

“Συντηρητισμός είναι η πίστη στις διαχρονικές αξίες που διατηρούν τη συνοχή της κοινωνίας, όταν κάνει άλματα στο μέλλον» έλεγε ο Αντώνης Σαμαράς. “Να μην αφήσουμε το Λαό να ξεχάσει τι σημαίνει Δεξιά!”συμπλήρωνε ο υπουργός του Δαβάκης. ““Εγκαταλείψαμε τις αξίες μας και τις αφήσαμε να ξεθωριάσουν σαν φωτογραφίες της παλιάς Ελλάδας. Αν δεν πλησιάσουμε τον συντηρητικό ψηφοφόρο από την αρχή, θα καταντήσουμε ένα μικρό κεντροδεξιό κόμμα, ένα ΠΑΣΟΚ δεξιά του ΠΑΣΟΚ. Πρέπει να μιλήσουμε ξανά για τις ιδέες, τις αξίες και τα οράματα του πολίτη που παραμένει σε πείσμα των ΜΜΕ δεξιός και όταν πιέζεται και αηδιάζει πηγαίνει ακόμη δεξιότερα. Να θυμηθούμε το φιλότιμο, να επαναφέρουμε τον σεβασμό σε ιερά και όσια”.

Το λάθος που κάνουν οι μικροί ηγέτες είναι πώς όταν τους δίνεται η ευκαιρία να παίξουν ένα ρόλο θεωρούν με ένα ναρκισσιστικό τρόπο- και ολίγη μεγαλομανία- ότι οι πολίτες ψηφίζουν για το κόμμα τους και τον ίδιο τον εαυτό τους. Ποτέ ένας ηγέτης δεν αναδεικνύεται αν δεν υπερβεί τα όρια της παράταξής του. Τελικά ποτέ δεν μπορεί να τα υπερβεί αν δεν συγκρουστεί με την παράταξή του, αν δεν μετατρέψει ένα όραμα σε καθεστώς που ο ίδιος θα δημιουργήσει.

Το αποτέλεσμα είναι πως ενώ υπάρχει μια συντηρητική στροφή της ελληνικής κοινωνίας η Νέα Δημοκρατία όχι μόνο δεν μπορεί να την καρπωθεί, αλλά απειλείται από ένα πιο δεξιό κόμμα, όσο και από ένα κεντροδεξιό. Η ολική αντιπολίτευση του Κυριάκου Μητσοτάκη με στόχο αρχικά τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα δεν αντιλαμβάνεται το τι θα συμβεί. Ακόμα κι αν γίνει πρωθυπουργός ο Μητσοτάκης θα είναι ένας περαστικός -προσωρινός ηγέτης, ενός κόμματος που βρίσκεται σε κρίση.

Ο Αλέξης Τσίπρας ξεπηδώντας από ένα κόμμα του 4% κάποτε έχει καταφέρει να διεισδύσει στο χώρο της Κεντροαριστεράς, αλλά και της Δεξιάς, εγκαταλείποντας έγκαιρα τις αυταπάτες του και παλιούς συντρόφους που ηττήθηκαν στις εκλογές. Η ιστορία θα τον κρίνει, αλλά είναι βέβαιο πως από ηγέτης ενός κόμματος της Αριστεράς, γρήγορα μετατράπηκε σε ηγέτη της δημοκρατικής παράταξης και σε βάρος της δημοφιλίας του συμπεριφέρεται ως εθνικός ηγέτης.

Τον Σεπτέμβρη του 2015 ο αντίπαλός του δεν ήταν άλλος από τον Παναγιώτη Λαφαζάνη που έμεινε εκτός Βουλής -για να ξεδιπλώσει το όραμά του- που ήταν τελικά η …επιστροφή στη δραχμή. Στη μάχη αυτή, όπως δείχνουν τα πράγματα, ηττήθηκαν οι λεγόμενοι οπαδοί ενός γενικευμένου και τελικά απολίτικου “Όχι”. Ο Τσίπρας άλλαξε σε μια -δραματική- νύχτα στρατόπεδο και κόμμα και παρέμεινε στη θέση του -όχι με την πλευρά των ηττημένων.
 

Μέσα σε ένα σκηνικό αποδοκιμασίας όχι μόνο της κυβέρνησης, αλλά και της αντιπολίτευσης, τρεμόπαιξε η ιδέα ενός τρίτου πόλου, αλλά η Φώφη Γεννηματά που είδε την δημοφιλία της να ανεβαίνει εξέλαβε το μήνυμα ως εντολή να επαναφέρει τους Σημίτη, Γ. Παπανδρέου στο προσκήνιο, εξαφανίζοντας τη μνήμη του Ανδρέα Παπανδρέου μαζί με τα σύμβολα του τρισκάταρατου κόμματος, από το οποίο προέρχεται. Στην πραγματικότητα η ελληνική κοινωνία, η βάση της λεγόμενης Κεντροαριστεράς δεν χρειαζόταν ένα “κεντρώο” κόμμα, αλλά ένα αριστερό ριζοσπαστικό κόμμα- σαν κι αυτό που είχε πάψει να είναι το ΠΑΣΟΚ, εδώ και πολλά χρόνια.

Η βασική ιδέα τόσο της Νέας Δημοκρατίας, όσο και του Κινάλ, είναι η ιδέα της επιστροφής: “ξανά και πάλι Δεξιά” όπως θέλει με το πρόσφατο μανιφέστο του ο Αντώνης Σαμαράς,  όσο και  η Φώφη Γεννηματά με το σύνθημα ‘Γυρίστε σπίτι”! Ο Αλέξης Τσίπρας, ο ψεύτης και απατεώνας- απογοήτευσε τον κόσμο, άρα οι ψηφοφόροι θα γυρίσουν στα παλιά τους κόμματα -για να τα ευχαριστήσουν κιόλας που “έσωσαν την Ελλάδα”, όπως λέει με αυταρέσκεια κι αλαζονεία ο Ευάγγελος Βενιζέλος. Ήταν τελικά, όπως έγραψε ο σημερινός πρωθυπουργός- κι ο Ανδρέας ψεύτης και απατεώνας;

Η αλήθεια είναι πως η ζωή κυλάει και δεν κοιτάζει την μελαγχολία όσων ηττήθηκαν και νομίζουν πως θα δικαιωθούν αν ηττηθούν οι άλλοι. Η ιδέα της επιστροφής είναι αντιστρόφως ανάλογη με την ανάγκη να φύγουμε μπροστά και να μην κοιτάξουμε καθόλου πίσω. Όσοι νομίζουν πως σε πέντε χρόνια από σήμερα θα βλέπουν τη Φώφη, τον Λεβέντη, τον Θεοδωράκη- πάντα να χτυπά το …παλιό πολιτικό σύστημα, έστω κι από μέσα- ή τον Καμμένο κάνουνε λάθος. Το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω.

Η πολιτική βιομετρία των κομμάτων δείχνει πως θα σωθούν μόνο όσα αλλάξουν και νέα πρόσωπα, με νέες ιδέες και πολιτικές θα μπουν στην πόλη -που φαίνεται δεν θάναι η Ζωή Κωνσταντοπούλου, ο Λαφαζάνης ή ο Γιάνης Βαρουφάκης- με το ολόφρεσκο και αδιόρατο κόμμα του -κατά της χρεοπλουτοκρατίας. Υπάρχει μια υπόγεια κινητικότητα, μια σιωπή, μια ανεκδήλωτη οργή, μια ρευστότητα στην ατμόσφαιρα. Υπάρχει και η καταραμένη ρήση πως δεν μπορείς να μπεις δυο φορές στο ίδιο ποτάμι γιατί περνάει και χάνεται.

Αργά ή γρήγορα θα γίνουν οι εκλογές, αλλά δεν θα έχουν ως θέμα την επιβίωση ή όχι των κομμάτων που έχουν μείνει πίσω -σε μια άλλη εποχή. Όσοι μετέχουν με την αναμενόμενη αποχή δεν θα ψηφίσουν ούτε για την Αριστερά, ούτε για την Σοσιαλδημοκρατία -και πολύ περισσότερο για τον μέλλον του Γ. Παπανδρέου και του Κ. Σημίτη, όπως νομίζουν οι ίδιοι καθώς αισθάνονται ήδη δικαιωμένοι στα πρώτα καθίσματα του Κινήματος Αλλαγής -που και μόνο το όνομα μοιάζει με φάρσα.

Στις επόμενες, μάλλον απανωτές εκλογές, μπορεί να ξέρουμε ποια κόμματα θα συμμετέχουν, αλλά δεν ξέρουμε ποια θα επιζήσουν μετά από αυτές. Ποιες εκπλήξεις ετοιμάζει το 40% των ψηφοφόρων που δεν συμπαθεί τους δημοσκόπους και δεν μιλά. Όλα μαζί τα κόμματα εξουσίας δεν συγκεντρώνουν ούτε 60% κι η πρόσφατη ιστορία μας έδειξε πως ένα κόμμα του 48% μπορεί να πάει στο 4% ή ένα άλλο από το 4% στο 35% μέσα σε λίγες βδομάδες.

Τι νόημα έχει ένα κόμμα “αντιμνημονιακό” όταν το θέμα αυτό έχει κλείσει; Το μόνο ερώτημα είναι αν όλα αυτά οδηγούν σε ένα νέο δικομματισμό -αφού τα ενδιάμεσα κόμματα δεν ανταποκρίνονται σε καμιά ανάγκη- ή αν θα σέρνεται ένα ασαφές σκηνικό, ώσπου να βρεθεί κάποιος να τραβήξει την κουρτίνα -και να αποκαλύψει τους πολιτικούς σκελετούς που κρύβονται εκεί και προσπαθούν να διορθώσουν το παρελθόν, αντί να φέρουν το μέλλον.

Δε μπορεί. Κάποιος θα υπάρξει. Κάποιος, όπως πάντα, που δεν είναι στη σκηνή ακόμα. Πού νάναι, τι θα πει, πώς θα τον αναγνωρίσουμε; Ή μήπως είναι ήδη εδώ, αλλά θα εμφανισθεί με άλλο …πολιτικό δέρμα; Σε κάθε περίπτωση για να υπάρξει κάποιος ηγέτης στην Ελλάδα της πολιτικής ρευστότητας -λίγο μετά την κρίση- δεν θα είναι αριστερός, δεξιός, σοσιαλδημοκράτης ή φιλελεύθερος, αλλά θα ενώσει ως μαέστρος ένα, δύο, τρία πολιτικά ρεύματα όπως ο Καραμανλής -που έλεγε “η ψυχή μου είναι σοσιαλιστική”- ή ο Ανδρέας Παπανδρέου, σοσιαλιστής και πατριώτης -που ακόμα δεν ξέρουμε πόσα κόμματα χώρεσαν στο αλησμόνητο και …αναθεματισμένο κίνημά του.

Τελικά για να γίνεις ηγέτης πρέπει να διχάσεις. Υπάρχει όμως και μια λεπτομέρεια γι΄αυτόν που θα αλλάξει το σκηνικό και θα κυριαρχήσει, όπως δείχνει η μοίρα όλων των μεγάλων ηγετών. Για να το πετύχει αυτό -να εκφράσει κάτι περισσότερο από μια κομματική δυναμική- θα πρέπει να συγκρουστεί με τον ίδιο του τον χώρο, τη βάση, τον “Λαό” -που συνηθίζει να στέλνει εξορία ή να μην εκλέγει καν βουλευτές, αυτούς που λίγο πριν είχε αποθεώσει.

Ο Αλέξης Τσίπρας το 2105 ανέλαβε την ευθύνη να απογοητεύσει τους ψηφοφόρους του- σε ένα μεγάλο μέρος. Ιστορικά πλανάται ακόμα το ερώτημα αν το 1981 ο Ανδρέας πρόδωσε τον Λαό ή ο  Λαός τον Ανδρέα. Ο ηγέτης αναδεικνύεται εκ των υστέρων και δεν προαναγγέλεται -όπως ο έτοιμος από καιρό να κυβερνήσει -κληρονομικώ δικαίω. Καμιά φορά αναδεικνύεται κι από κινήματα που μέλλει να …προδώσει.

Έτσι είναι η πολιτική ζωή. Σπάνια είναι ηγέτης ο υιός του πατρός, όσο- από την εποχή του Κρόνου- ο …πατροκτόνος. Κωμωδία ή δράμα αυτή η σκηνή έχει ψωμί- λέει στους Αχαρνής ο Σαββόπουλος. Τον πήρα για εξτρεμιστή, τώρα τον χαιρετάω. /”Κι όμως όσα είπε ήταν η αλήθεια /ούτ’ ένα ψέμα δε μας είπε το παιδί /κι όποιος τολμήσει θα μείνει τιμωρία / κι απ’ την ορχήστρα τούτη σώος δε θα βγει”.