Η Αριστερά στην αναζήτηση της χαμένης γοητείας της

Του Νίκου Μαραντζίδη

    

Δεν αρκεί η Αριστερά απλώς να θέλει να εκφράσει ή να αντανακλά τον όποιο κοινωνικό θυμό. Πρέπει να καλλιεργήσει αξίες και να οικοδομήσει προσδοκίες. Χρειάζεται να διευρύνει τους συλλογικούς γνωσιακούς και ηθικούς ορίζοντες των κοινωνιών μας τολμώντας να περιγράψει ένα μέλλον, τη ζωή σε μια δίκαιη κοινωνία.

Το 1989, το τείχος του Βερολίνου δεν έπεσε μόνο στο κεφάλι της Στάζι. Η ευρωπαϊκή Αριστερά στο σύνολό της βρέθηκε απροετοίμαστη κι αντιμετώπισε αμήχανα κι ενοχικά τις νέες συνθήκες. Πρώτοι-πρώτοι βεβαίως οι ανατολικοευρωπαίοι κομμουνιστές, που πανικόβλητοι άλλαζαν ταμπέλες στα κόμματα τους μετεξελισσόμενοι σε σοσιαλιστές μπας και ξεπλύνουν τα χαΐρια τους. Ταμπέλες άλλαξαν κι οι δυτικοί κομμουνιστές. Με μετρημένες στα δάκτυλα του ενός χεριού τις εξαιρέσεις εγκατέλειψαν την κομμουνιστική φυσιογνωμία τους για να αναζητήσουν δρόμους πιο συμβατούς με τη φιλελεύθερη δημοκρατία αλλά και τον θριαμβευτή καπιταλισμό.

Κι οι σοσιαλδημοκράτες δεν έμειναν άπραγοι. Υιοθέτησαν έναν «τρίτο δρόμο», που στην ουσία ήταν ένας θατσερικός παράδρομος. Γενικώς, όλα πήγαν δεξιότερα: οι κομμουνιστές έγιναν σοσιαλδημοκράτες, και οι σοσιαλδημοκράτες κεντρώοι. Κι όλοι μαζί έκαναν καθημερινά πρόβα μπροστά στον καθρέπτη τους μπας και καταφέρουν να δείχνουν μοντέρνοι σαν τους θριαμβευτές αντιπάλους τους.

Η πτώση του κομμουνισμού, η ορμητική εισβολή της παγκοσμιοποίησης και οι επιταχυνόμενες διεργασίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης σημάδεψαν τη φυσιογνωμία της ευρωπαϊκής Αριστεράς, που μεμιάς έχασε το λούστρο και τον προσανατολισμό της. Το τέλος της Ιστορίας όπως (ψευδο)προφήτευε ο Φουκουγιάμα μπορεί να μην ήρθε ποτέ αλλά σίγουρα είχε έρθει το τέλος ενός ιστορικού κύκλου.

Την ώρα που η Αριστερά έχανε την ταυτότητα της ως φορέας κοινωνικής δικαιοσύνης, ο νεοφιλελεύθερος παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός κατόρθωνε να πείθει για την αιώνια βασιλεία του. Κάθε εναλλακτική έδειχνε ταυτοχρόνως ουτοπική και παλαιομοδίτικη.

Οι αλλαγές επηρέασαν τις σχέσεις της Αριστεράς με τα ακροατήρια της. Από εκεί που αυτή παραδοσιακά θεμελίωνε την ισχύ της στη συμμαχία λαϊκών και μικρομεσαίων στρωμάτων, σταδιακά το λαϊκό της κομμάτι άρχισε να την εγκαταλείπει. Συχνά αντιμετωπιζόταν ως «απροσάρμοστο» βαρίδι, υπόλειμμα ενός «ξοφλημένου» παρελθόντος. Μη θέλοντας ή αδυνατώντας να προωθήσουν ισχυρές αναδιανεμητικές πολιτικές, τα αριστερά κόμματα προτίμησαν να αλλάξουν σταδιακά τα ακροατήρια τους για να εκπροσωπήσουν και τους νικητές της παγκοσμιοποίησης. Υπήρχε κι άλλος λόγος γι’ αυτό: ως μέρος του establishment οι αριστερές ελίτ απολάμβαναν υλικές ανέσεις και πολυτέλειες: μεγάλα σπίτια, αυτοκίνητα με σοφέρ, «χλιδάτες» διακοπές, «σταριλίκια». Η κοινωνική άνοδος μετέτρεψε τις αριστερές ελίτ σε νωθρούς μίμους νεόπλουτων.

Η Αριστερά απευθυνόταν, πλέον, κατά προτεραιότητα σε μορφωμένους και με ευαισθησίες ανθρώπους της μεσαίας τάξης. Ακόμη κι αν αυτοί δεν είχαν πολλά λεφτά στους τραπεζικούς τους λογαριασμούς, ο αγώνας ενάντια στον πλούτο δεν ήταν προτεραιότητα τους. Με τα λεφτά τους ή με δάνεια μπορούσαν να αγοράσουν ένα σπίτι, ένα καλό αυτοκίνητο, και έστω με δυσκολίες να πληρώνουν τα δίδακτρα των παιδιών και ποιοτικές υπηρεσίες υγείας. Η νεοφιλελεύθερη επαγγελία μιας κοινωνίας χαμηλής φορολογίας, με ιδιωτικοποιημένα όλα τα θεμελιώδη αγαθά στην οποία θα ωφελούνταν κυρίως οι πλούσιοι δεν τους πανικόβαλε.

Κάπως έτσι, η Αριστερά αναζήτησε το χαμένο κοινωνικό της κεφάλαιο στις μεταυλιστικές αξίες (περιβάλλον, ταυτότητες) προκειμένου να εκφράσει το σύγχρονο και προοδευτικό. Τα κίνητρα της δεν ήταν άσχετα από εκλογικές σκοπιμότητες. Η Αριστερά, μιμούμενη τη νεοφιλελεύθερη Δεξιά, δεν ήθελε να απευθύνεται πλέον μόνο στους χαμένους της παγκοσμιοποίησης αλλά και στους νικητές. Δεν ήθελε να δείχνει μίζερη, αλλά σύγχρονη. Μάταιος κόπος! Πουλώντας τη ψυχή της δεν κατάφερε ούτε τα τριάκοντα αργύρια να μαζέψει. Λογικό! Συνήθως οι εκλογείς προτιμούν το πρωτότυπο από το κακέκτυπο.

Παρά τις σποραδικές επιτυχίες, λοιπόν, τα τελευταία τριανταπέντε χρόνια η εκλογική αποτίμηση της ευρωπαϊκής Αριστεράς καταγράφει μια αργόσυρτη πορεία συρρίκνωσης: τα αριστερά κόμματα γίνονται ολοένα και ασθενέστερα˙ οι αριστερές κυβερνήσεις στην Ευρώπη ολοένα και λιγότερες. Κατ’ επανάληψη μάλιστα βιώθηκε το τραγικό, οι πολίτες να έχουν να διαλέξουν ανάμεσα στην κεντροδεξιά και την ακροδεξιά.

Και τώρα τι γίνεται; Η εξεύρεση της χαμένης γοητείας για την πληθυντική Αριστερά δεν είναι εύκολη υπόθεση και προφανώς δεν χωρούν εύκολες απαντήσεις. Εντούτοις, η ανάδυση της ριζοσπαστικής αριστεράς στον ευρωπαϊκό νότο μετά την μεγάλη ύφεση του 2008, έδειξε πως η Αριστερά μπορεί ακόμη να μετατρέψει την κοινωνική δυσφορία σε δύναμη αλλαγής. Παρά τις αδεξιότητες, τα λάθη και τα μπρος-πίσω, το κύμα αυτό άφησε μια κληρονομιά: η Αριστερά για να είναι γοητευτική πρέπει να είναι κοινωνικά χρήσιμη. Και για να είναι κοινωνικά χρήσιμη πρέπει να ταυτισθεί με τα αισθήματα και τις ανάγκες των ευάλωτων.

Δεν αρκεί όμως η Αριστερά απλώς να θέλει να εκφράσει ή να αντανακλά τον όποιο κοινωνικό θυμό. Πρέπει να καλλιεργήσει αξίες και να οικοδομήσει προσδοκίες. Χρειάζεται να διευρύνει τους συλλογικούς γνωσιακούς και ηθικούς ορίζοντες των κοινωνιών μας τολμώντας να περιγράψει ένα μέλλον, τη ζωή σε μια δίκαιη κοινωνία. Κι αυτό σημαίνει οπωσδήποτε ανένδοτο αγώνα ενάντια στη βουλιμία μιας προνομιούχου μειοψηφίας που ευημερεί από την εργασία και τους φόρους των πολλών.

Με δυο λόγια, πρέπει να τελειώνουμε το συντομότερο δυνατόν με την εποχή του θριάμβου της αδικίας. Είναι αναμφίβολα η αναγκαία συνθήκη για συλλογιστούμε ελεύθερα τον χαρακτήρα μιας μελλοντικής δίκαιης κοινωνίας.

Ο Νίκος Μαραντζίδης είναι Καθηγητής, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας

AΠΟ ΤΑ ΝΕΑ