Σουλάτσο 

Του Ιωάννη Δαμίγου

Σουλάτσο κάνει ασυγκράτητα η φθορά μας στην tv, εν μέσω διαφημίσεων και σειρών. Στον δρόμο, στο αμάξι, στο λεωφορείο, στο Μετρό, μας χαστουκίζει και χαστουκίζουμε με την σειρά μας, την απρέπεια.  Θράσος και αγένεια, χωρίς εισιτήριο, ξαπλωμένα στα καθίσματα, να ρεύονται χορτασμένα. Λύματα διάφορα, κολλούν στα παπούτσια σου, στα ρούχα σου και στο μυαλό σου, ακούσια εκούσια, τα μεταφέρεις στο σπίτι. Σαν περίεργα τα παιδιά και μιμητές των μεγάλων, οικειοποιούνται, αναλαμβάνοντας σφικτά την σκυτάλη.

Το δίδυμο λαϊκισμός και αλητεία, διαγωνίζονται σε ρινγκ αναλγησίας την αμάθεια και την βία, Οπαδοί, όχλος κα αβανταδόροι κραυγάζουν υστερικά και άναρχα, φτύνοντας ακατάληπτες κατάρες, απειλές, δύσκολο να συλλάβεις, επιτιθέμενοι κατά πάντων γενικώς μα και σε κανέναν ειδικώς, αποφεύγοντας την σκέψη που οδηγεί στην λογική, με τους επίσημους να παρακολουθούν ράθυμα από τα θεωρεία τους. Σε ποθητό δρόμο ο λαός. Ως σύγχρονοι καίσαρες, έτοιμοι να στρέψουν τον αντίχειρα, αρεοπαγίτες εισαγγελείς και δικαιοσύνη, καταλογίζουν προκλητικά χαριστικές ποινές σε θύτες, καταδικάζοντας θύματα, τιμώντας την παράδοση.

Η αλαφροΐσκιωτη κοινή γνώμη, παραδέρνει ανάμεσα σε “νυχτωμένα” πρωινάδικα και σε αφαιρετικά σκέψης reality shows.  Θαρρεμμένος από την πολλή ηλιθιότητα των άλλων, νυστάζεις και πλαγιάζεις πονηρός, σε “χρεωμένα” στρωσίδια ουδετερότητας, παραδομένος στο σκοτάδι. Το πρωί και όλη την υπόλοιπη “δανεική” σου ημέρα, μέχρι να κάτσεις πάλι αναπαυτικά εμπρός στην συσκευή της λήθης, καμώνεσαι πως ξεγελάς ενώ χάνεις. Βωμολοχείς ξεσπώντας σε βολικούς και σουλατσάρεις με τίτλο άεργο, σε λασπωμένους παράδρομους, με το βαρύ “πρέπει” δεμένο εκ γενετής στα πόδια σου, να σε εξουθενώνει τόσο, όσο χρήζει για να λαχταράς την βραδινή λυτρωτική λήθη.

Η ομαδικότητα της άγνοιας ή της τεμπέλικης αδράνειας, θωπεύει τ’ αραχνιασμένα αχαμνά σου, απαιτώντας ορισμό των κεκτημένων σου, πάση θυσία. Αρματωμένος με την “αντρίκια” ενστικτώδη  διεκδίκηση, μαχαιρώνεις μανιασμένος την παράτολμη αμφισβήτησή της. Είμαι εγώ, εσύ, ο άλλος, με την καλημέρα και το αθόρυβο του ακίνδυνου, να εκπλήσσει τους αδαείς μόνο, ως γνωστός στις αρχές (χωρίς τέλος), καθώς τις είχε απασχολήσει στο παρελθόν. Με τους εν δυνάμει γυναικοκτόνους, ν’ ανάβουν κεράκια και ν’ αφήνουν χνουδωτά αρκουδάκια, στο σημείο του αρρωστημένου εγκλήματος. Μέχρι την στατιστικά άμεση επόμενη γυναικοκτονία. Σουλάτσο, όχι όμως με την έννοια της περιδιάβασης ή του περιπάτου διασκέδασης, μα αυτής με της αλητείας και της αναίδειας, της υποτίμησης ανθρώπινης ζωής.

Καθόλου αισιόδοξος, με την διαφαινόμενη πορεία της κοινωνίας εγκαταλειμμένης στην ατυχία, χωρίς σημάδια αναστροφής, αναμένω τα χειρότερα, των αποκλεισμών, των οριοθετήσεων και της περεταίρω επέκτασης ανελευθερίας. Και αυτά έως την χρονική στιγμή της μετωπικής στον τοίχο του αδιέξοδου, που καταλήγει η παγκόσμια ανισορροπία, με το απευκταίο να προσφέρεται δυστυχώς σαν η μόνη λύση. Και πάλι από την αρχή.