Η διαπλοκή υπάρχει. Αλλά δεν είναι ο Ψυχάρης…

.Toυ Γ. Λακόπουλου

Όταν ο Αλέξης Τσίπρας πρώτα ως αντιπολίτευση και μετά ως πρωθυπουργός έβαζε στόχο την πάταξη της διαπλοκής  στην πραγματικότητα έθετε έναν δύσκολο εθνικό στόχο.

Δύσκολο, γιατί το πλέγμα που συγκροτούν τα “διαπλεκόμενα συμφέροντα” κατά τον ορισμό του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη -που ήλθε σε σύγκρουση με ένα μέρος τους και το πλήρωσε  δια του Σαμαρά – είναι ισχυρό, εδραιωμένο στο δημόσιο βίο, έχει πόρους και ιδιωτικούς στρατούς στα κόμματα.

Εθνικό, γιατί αν απελευθερωθεί ο δημόσιος βίος από τα δεσμά της διαπλοκής θα δημιουργηθούν συνθήκες ώστε οι πόροι να  κατευθύνονται στον προορισμό τους  και να υπάρχουν προϋποθέσεις αξιοκρατίας, ισονομίας και εύρυθμης λειτουργίας του πολιτικού συστήματος και του κράτους.

Όταν παλαιότερα ο Τύπος ασκούσε την εξουσία του δια των εντύπων που εξέδιδαν κανονικοί εκδότες, όπως ο Λαμπράκης, η Βλάχου ή ο Τεγόπουλος, δεν υπήρχε  κάτι μη φυσιολογικό. Οι επιχειρηματικές σχέσεις μπορούν να αναπτύσσονται κατά βούληση, ακόμη και να  δημιουργούν συνθήκες επιρροής των εφημερίδων.

Ο τελικός και μόνος κριτής είναι ο αναγνώστης. Αν δεν του αρέσει το περιεχόμενο και η πολιτική γραμμή μιας εφημερίδας την κόβει. Αν ο εκδότης έχει διάθεση να πετάει  τα λεφτά του μπορεί να χρηματοδοτεί την κυκλοφορία της   -έστω και  χωρίς αναγνώστες.

Η χειραγώγηση

Τα πράγματα άλλαξαν με την εμφάνιση των ηλεκτρονικών μέσων, αυτό που στην αρχή ονομάστηκε- ελπιδοφόρα -ελεύθερη ραδιοφωνία και τηλεόραση. Στην πράξη- για λόγους που ανάγονται στη μελέτη της πολιτικής ιστορίας της χώρας περισσότερο παρά της ιστορίας των ΜΜΕ – ούτε ελεύθερη υπήρξε, ούτε τηλεόραση. Στο ραδιόφωνο, λόγω χαμηλότερου κόστους, τα πράγματα είναι διαφορετικά.

Η αρχική εισβολή των παραδοσιακών εκδοτών στο νέο μέσο, πολύ σύντομα παραμερίστηκε. Η τηλεόραση περιήλθε σε ευρύτερα οικονομικά συμφέροντα που κατέλαβαν αυθαίρετα τις  -κρατικής ιδιοκτησίας- συχνότητες του  ψηφιακού  φάσματος .

Δεν έστησαν ακριβώς τηλεοπτικά κανάλια, αλλά μηχανισμούς  επηρεασμού της κοινής γνώμης, κατά τα συμφέροντά τους. Για την ακρίβεια χειραγώγησης της πολιτικής ζωής, ώστε οι αποφάσεις των κυβερνήσεων –συνολικά ή μεμονωμένων υπουργών, αλλά και των  κομμάτων της αντιπολίτευσης ενίοτε  -να εξυπηρετούν τα ίδια συμφέροντα.

Το φαινόμενο πήρε διαστάσεις  και εξελίχθηκε σε κατοχύρωση “δικαιώματος” στους  καναλάρχες, και τους επιχειρηματίες που συσπειρώνονται γύρω από κάθε τηλεοπτικό σταθμό, να ορίζουν όχι μόνο τις αποφάσεις, αλλά και τις …κυβερνήσεις.

Σταδιακά αποκτήσαν και την ευχέρεια να ορίζουν και τη …σύνθεση της Βουλής.

Όποιος δεν περνούσε από “πάνελ” καναλιού δεν  μπορούσε να εκλεγεί. “Με έκοψαν  τα κανάλια, δεν θα εκλεγώ” έλεγε το 2000 ένας ευπατρίδης της πολιτικής, ο Αναστάσης Πεπονής -κορυφαίος πολιτικός της εποχής. Και δεν εξελέγη.

Μόνο η ιδιότητα του προέδρου της Βουλής έσωσε τον  Απόστολο Κακλαμάνη  από την πολιτική ισοπέδωση.

Αντίθετα τενεκέδες μεταξύ τενεκέδων, πρόσωπα για τα οποία βοούσε η κοινωνία, άχρηστοι και υπόλογοι για αδικήματα,  περσόνες και σούργελα , μπήκαν στη Βουλή γιατί  είχαν προβολή από την τηλεόραση.

Με όπλο τις δωρεάν συχνότητες και χωρίς  κανέναν έλεγχο ποιότητας, η διαπλοκή έθεσε υπό έλεγχο την  πολιτική, την ενημέρωση και την  οικονομία.

Λεηλασία, εκμαυλισμός και διαφθορά

Πίσω από όλα αυτά υπήρχε  ο σχεδιασμός λεηλασίας του  δημόσιου χρήματος. Οι πόροι του κρατικού προϋπολογισμού, τα κοινοτικά κονδύλια και το τραπεζικό  χρήμα έγιναν αντικείμενα λεηλασίας μέσω των προμηθειών του δημοσίου, του ανεξέλεγκτου δανεισμού και λοιπών κόλπων με κορυφαία την υπόθεση του Χρηματιστηρίου.  Δημιουργήθηκαν ασύλληπτες περιουσίες, μεγαλύτερο μέρος των οποίων διοχετεύτηκαν στο εξωτερικό.

Η επέλαση της διαπλοκής στο δημόσιο χώρο δεν αλλοτρίωσε και διέφθειρε μόνο πολιτικούς και κόμματα, αλλά και ένα μέρος της δημοσιογραφίας. Με την ισχύ του γυαλιού  -κάτι που δεν μπορούσε να ισχύει με τον  Τύπο- πρόσωπα από το πουθενά έγιναν φίρμες, πλούτισαν, απέκτησαν ισχύ και κοινωνική επιφάνεια, έγιναν παράγοντες και διείσδυσαν στην πίσω αυλή της οικονομίας και της πολιτικής – εκεί που η δυσωδία είναι αφόρητη.

Κατ’ όνομα δημοσιογράφοι που λειτουργούσαν περισσότερο ως βαποράκια και θεραπαινίδες και λιγότερο ως εργαζόμενοι στην ενημέρωση, έκαναν κακόφημο το επάγγελμα του δημοσιογράφου, εξελίχτηκαν σε κατευθυνόμενες  φωνές -και πένες,-  έδιναν  ελεεινές παραστάσεις υπέρ συμφερόντων  και λειτούργησαν ως τσοπανόσκυλα έτοιμα να ξεσκίσουν όποιον δεν συμμορφώνονταν προς τας υποδείξεις. Πάντα στο …όνομα της ενημέρωσης.

Έτσι μέσα σε λίγα χρόνια διαμορφώθηκε μια κατάσταση στην οποία οι διαπλεκόμενοι επιχειρηματίες -αλλού σύμμαχοι και αλλού αντίπαλοι ταυτόχρονα- έβγαζαν βουλευτές και πρωθυπουργούς, όριζαν υπουργούς και κατασκεύαζαν φίρμες, κατεύθυναν ομάδες πρόθυμων δημοσιογράφων και ποδηγετούσαν το χώρο της ενημέρωσης

Συχνά μάλιστα  της έδιναν περιεχόμενο που απευθύνονταν στα κατώτερα αισθήματα του κοινού και έκαναν ανταγωνισμό κιτς και σκουπιδιών- αδιαφορώντας για τον πολιτισμό, την παράδοση και τη δημιουργία.

Ήταν οι απόλυτοι νταβατζήδες, στην πολιτική, στην οικονομία  και την ενημέρωση.

Η ήττα του Καραμανλή

Μετά τον Κωνσταντίνο  Καραμανλή και τον Ανδρέα Παπανδρέου -που δεν τα πρόλαβαν αυτά- πρώτος που όρθωσε το ανάστημα του ήταν ο Κώστας Καραμανλής. Αντιλαμβανόμενος  -περισσότερο λόγω χαρακτήρα- ότι θα ήταν αδύνατον να κυβερνήσει, αν επέτρεπε να τον τραβούν από το μανίκι οι ισχυροί, να του υποδεικνύουν υπουργούς, πολιτική  δικής του επιρροής .

Για να μην φανεί ότι παραδίδει τα όπλα, έχρισε διαπλοκή τον Σταύρο Ψυχάρη- ως ιδιοκτήτη του ΔΟΛ με το θάνατο του Χρήστου Λαμπράκη- και προανήγγειλε την εξόντωσή του.

Είναι όμως ο Ψυχάρης η διαπλοκή;  Κάθε άλλο είναι η απάντηση.

Τον  επέλεξαν ως “συμβολικό” στόχο, επειδή έτσι δεν αγγίζουν τον πυρήνα της διαπλοκής -που άλλωστε τον έχει αφήσει ακάλυπτο. Στην πραγματικότητα η διαπλοκή βολεύεται με την εξόντωση του.

Ο σημερινός ιδιοκτήτης του ΔΟΛ αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση στην ιστορία του ελληνικού Τύπου. Κορυφαίος πολιτικός συντάκτης της εποχής του, επιτυχημένος μάνατζερ ως διευθυντής του Βήματος- το οποίο ανέδειξε στην καλύτερη εφημερίδα όλων των εποχών-  έγινε εν τέλει ιδιοκτήτης  του ΔΟΛ, με τη συνδρομή του Χρήστου Λαμπράκη, ο οποίος προφανώς τον θεωρούσε καταλληλότερο για διάδοχό του.

Ο Ψυχάρης υπήρξε παίκτης στο περιβάλλον στο οποίο διαμορφώθηκε η διαπλοκή. Δια αυτού του τρόπου πλούτισε ο ίδιος . Αλλά στη πραγματικότητα  ο ρόλος που κράτησε για το εαυτό του ήταν ο ρόλος του παραδοσιακού εκδότη.

Δεν  είχε ποτέ άμεση επιχειρηματική παρουσία και η σχέση του με τους διαπλεκόμενους  επιχειρηματίες ήταν ότι τον χρησιμοποίησαν και τους χρησιμοποίησε. Δεν ήταν ποτέ ένας από αυτούς.

Γι’ αυτό στην πρώτη δυσκολία τον εγκατέλειψαν.

Ο  Ψυχάρης δεν έχει σχέσεις διαπλοκής ούτε με το πολιτικό σύστημα. Με την έννοια ότι αναζητούσε πολιτικούς να τον ευνοήσουν. Αυτοί προσπαθούσαν να τους ευνοήσει. “Δεν καταθέτω αιτήματα, δέχομαι” είπε στον Τσίπρα στην πρώτη συνάντησή τους.

Στον καιρό του ασκούσε μεγάλη επιρροή, όπως και κάποια από τα στελέχη του- συνήθως πίσω από την πλάτη του. Κάποιοι από αυτούς μιλούν σήμερα για τη “μετά Ψυχάρη εποχή στον ΔΟΛ”.

Αυτή την εποχή θα μπορούσε να την οργανώσει ο ίδιος -δεν είχε κουλτούρα ισοβιότητας- όταν άρχισε να τον δυσκολεύει η κατάσταση της υγείας του. Υπήρχε όμως μια δυσκολία: δεν είχε διαδοχή.

Δεν υπήρχε κάποιος να πάρει τη θέση του στο τιμόνι και αυτό δημιούργησε κενά τα οποία προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν για λογαριασμό τους κάποιοι.

Ο Ψυχάρης το πάλεψε και το παλεύει ακόμη. Εκτός από το οικονομικό πρόβλημα -πέρα από την δημοσιογραφική κρίση του Συγκροτήματα  που προηγήθηκε και έφερε τα υπόλοιπα- έχει ανοιχτούς λογαριασμούς με τους εισαγγελείς και αυτό εκμεταλλεύεται η κυβέρνηση Τσίπρα, είτε έβαλε το χέρι της είτε όχι.

Ωστόσο οι υποθέσεις που τον αφορούν είναι απλώς υπό  δικαστική κρίση. Δεν έχει καταδικαστεί για οτιδήποτε. Οι κατηγορίες για το πόθεν έσχες και τη φοροδιαφυγή δεν έχουν αποδειχτεί- ούτε καν κριθεί ακόμη.

Ανάλογες υποθέσεις έχουν δεκάδες επιχειρηματίες, αλλά έχουν αντιμετωπίσει και πολιτικοί εν ενεργεία. Κανείς δεν έσπευσε να προκαταλάβει την ενοχή τους. Δεν σημαίνει ότι όποιος παραπέμπεται είναι ένοχος. Ο Ψυχάρης έχει μια διαφορά με την πολιτεία και θα κριθεί αρμοδίως.

Σε άλλες εποχές μπορούσε εύκολα κάνεις να στοιχηματίσει για την έκβαση. Σήμερα τα πράγματα είναι αλλιώς. Γιατί στον ΔΟΛ δεν υπάρχουν αυτιά να ακούσουν αυτό που έλεγε κάποτε στους συνεργάτες τους: “Εγώ δεν έχω ανάγκη, για εσάς μένω εδώ και με βρίζει ο καθένας”.

Ο Σταύρος Ψυχάρης,  διακριτός παράγων της  μεταπολιτευτικής Ελλάδας, διαμορφωτής της δημοσιογραφίας και πρόσωπο με χαμηλό προφίλ παρά την ισχύ του, έχει τη διαδρομή του με τις επιτυχίες, τα λάθη, τις αδικοπραξίες, τις αμφιλεγόμενες επιλογές και την ιλιγγιώδη ανέλιξη,  κατ’ αξίαν και όχι κατ’ απονομήν. Έχει πολλά να του αναγνωρίσει όποιος δούλεψε μαζί του και αλλά τόσα να του καταλογίσει  όποιος δεν τον ξέρει.

Αναπτύχθηκε μέσα στη διαπλοκή, συνεργάστηκε και συγκρούστηκε με τα εμβληματικά της πρόσωπα, τις οικογένειες και τους βαρόνους της. Ξέρει τα μυστικά της και τους κωδικές της, ωφελήθηκε και ζημιώθηκε στο περιβάλλον της διαπλοκής και της αιμομιξίας της με την πολιτική και την ενημέρωση. Αλλά ο Σταύρος Ψυχάρης δεν είναι η διαπλοκή.