Η μετατροπή της πανδημίας σε -ολέθριο- παιχνίδι εξουσίας του ενός

Του Γ. Λακόπουλου

Σε όλη την Ευρώπη, για να μην μιλήσουμε για το πλανήτη συνολικά, από την ώρα που ξέσπασε η πανδημία, οι κυβερνήσεις προσπαθούν να  αντιμετωπίσουν το πρόβλημα.  Στην Ελλάδα η κυβέρνηση προσπαθεί να κάνει την πανδημία να αντιμετωπίσει τα δικά της προβλήματα- όπως είχαν ξαναφύγει πριν εμφανιστεί ο κορονοϊός.

Ειδικά ο Πρωθυπουργός δείχνει ότι πρωτίστως τον ενδιαφέρει να κερδίσει  από πανδημία. Να βγάλει προσωπικό πολιτικό όφελος. Παρασυρμένος από  την επιτυχία του σχεδίου «ηγετοποίηση  του» της πρώτης φάσης, που πέρασε από την Ελλάδα ήπια.   

Κανένας άλλος πρωθυπουργός σε καμία χώρα δεν βγαίνει κάθε τόσο στην τηλεόραση. Και γι’ αυτό και κανένας δεν έχει κουράσει τόσο την κοινωνία.

Έγινε ο ίδιος οιονεί καταλύτης της διασποράς στο δεύτερο κύμα, αφήνοντας τη χώρα ανοχύρωτη.  Με την καλλιέργεια κλίματος «καθαρίσαμε – είμαστε οι καλύτεροι» ώθησε τον πληθυσμό στην αεικινησία και τη χαλάρωση.

Ανοίγοντας τον τουρισμό για να εξυπηρετήσει κυρίως τις μεγάλους  παίκτες μετέτρεψε τις κερκόπορτες,  που ήδη υπήρχαν, σε πύλες εισόδου.  Και προβάλλοντας την επάρκειά του να καλύψει από τον κρατικό προϋπολογισμό όσα χάνουν από τις καραντίνες τα νοικοκυριά και οι  επιχειρήσεις υποτιμούσε την ύφεση και διόγκωνε την ανάπτυξη που θα  ακολουθήσει.

Η προσδοκία επέλασης του ανοιξιάτικου προσωπικού θριάμβου κατέρρευσε. Θα λέγαμε ότι απέτυχε το σχέδιο, αλλά δεν υπήρχε σχέδιο. Υπήρχανε μόνο αυτοπροσδιορισμοί και δονκιχωτικές νίκες.

Ήταν θέμα χρόνου να αποκαλυφθεί ότι η κυβέρνηση δεν ήταν απλώς απροετοίμαστη, αλλά και παράλυτη. Στα μισά τουλάχιστον υπουργεία η πολιτική ηγεσία έχει αποτύχει, οι υπουργοί θεωρούνται αποτυχημένοι και  απόδοσή τους μηδαμινή.

Αλλά ο Πρωθυπουργός δε μπορεί να τους αλλάξει -δηλαδή δεν μπορεί να ασκήσει ένα προνόμιο του. Τον περιορίζουν οι εσωκομματικές αντιδράσεις,  με πρώτο το βέτο Σαμαρά για την ομάδα του και οι φόβοι της βίαιης αντίδρασης των μιντιαλών και οικονομικών κέντρων των οποίων εκπροσώπους τοποθέτησε στο οβάλ τραπέζι του υπουργικού συμβουλίου.

Ουσιαστικά δεν υπάρχει κυβέρνηση. Όχι μόνο γιατί δεν υπάρχουν επαρκείς υπουργοί, αλλά γιατί ο Πρωθυπουργός φρόντισε να μην υπάρχουν καν υπουργοί. Αυτοί που κυκλοφορούν με τα αυτά υπουργεία έχουν χάσει την πολιτική τους υπόσταση. Αντιμετωπίζονται σαν υπάλληλοι που παίρνουν εντολές από μετακλητούς του Μεγάρου Μαξίμου.

Έχουν κατανοήσει ότι η αποστολή τους δεν είναι να διεκπεραιώνουν τις υποθέσεις του χαρτοφυλακίου τους, αλλά να τις μετατρέπουν σε ευκαιρίες προβολής του Πρωθυπουργού. Δεν δουλεύουν για τη χώρα, αλλά για τον Μητσοτάκη προσωπικά. 

Δεν μπορούν καν να προβάλουν το έργο τους, ή ό,τι θεωρούν έργο. Αν έχει επικοινωνιακό ζουμί, τους το παίρνει μέσα από τα χέρια ο Πρωθυπουργός. Όλα γίνονται γι’ αυτόν.  Ένα προσωπικό παιχνίδι εξουσίας, με φόντο τον Κυριάκο. Ολέθριο παιχνίδι.

Αυτό όμως δεν είναι κυβέρνηση, αλλά φάντασμα. Ένα ετερόκλητο ασκέρι που δεν μετέχει στη χάραξη πολιτικής, ο πρωθυπουργός δεν συμβουλεύεται κανέναν υπουργό , αλλά όλοι εκτελούν αποφάσεις στη λήψη των οποίων δεν μετείχαν. Από τη εξωτερική πολιτική και την οικονομία, ως  τη δημόσια τάξη και το στράτευμα.

Το κέντρο εξουσίας για τη διαχείριση κάθε χαρτοφυλακίου δεν βρίσκεται στα υπουργεία, αλλά στο Μέγαρο Μαξίμου.

Αυτή η διαστρεβλωτική αντίληψη της διακυβέρνησης που θέτει ως επιδίωξη  την δόξα Μητσοτάκη, υπήρξε η χειρότερη παράμετρος στην επιδείνωση της πανδημίας. 

Ο Μητσοτάκης ανέλαβε από την αρχή και υπουργός Υγείας και λοιμωξιολόγος και αστυνόμος και πορτ παρόλ στην αντιμετώπιση του προβλήματος.  Οι υπόλοιποι ήταν βοηθοί του -από τον «Σωτήρη» μέχρι τον  Χαρδαλιά.

Τα θύματα αυτής της πρακτικής είναι κυρίως οι επιστήμονες που επικαλείται ο Πρωθυπουργός. Τους «ακούει» όταν τον εξυπηρετεί πολιτικά αυτό που λένε. Τους χρησιμοποιεί ως άλλοθι προειλημμένων αποφάσεων. Και τους μεταχειρίζεται ως διεύθυνση υπουργείου που δεν μπορεί να παρεκκλίνει από τις εγκύκλιους.

Μοιραία το αποτέλεσμα είναι αυτό που βλέπουμε. Ο «καλύτερα προετοιμασμένος πρωθυπουργός» αντιμετωπίζει την κοινωνία σαν σκηνικό για να παίξει τον πρωταγωνιστή στο έργο «Ο Κυριάκος και ο δράκος».

Η πολιτική όμως έχει τους δικούς της κανόνες. Όποιος τα παίρνει όλα, τα χάνει και όλα.