Η πατερναλιστική παράνοια αποτελεί εργαλείο συγκάλυψης βαρύτατων ευθυνών

Γράφει ο Εύαθλος

Στην παρούσα φάση η κρίση κοστίζει στον τόπο μας περί τις 2.000 – 2500 ζωές το μήνα. Ίσως και παραπάνω. Πρόκειται κυρίως για ανθρώπους τρίτης ηλικίας. Αν σκεφτεί κάποιος με ηρεμία το μέγεθος, κυριολεκτικά συγκλονίζεται. 

Κάτω από αυτές τις συνθήκες ευλόγως θα περίμενε κανείς, από μια πολιτεία που δεν «προτάσσει» υποκριτικά τη ζωή, ως υπέρτατο αγαθό, απαιτώντας συνεχείς υποχωρήσεις σε θεμελιώδη δικαιώματα, να έχει πραγματοποιήσει όλες τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, για την εύρυθμη λειτουργία του δημόσιου συστήματος υγείας. 

Χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση, αρχής γενομένης απ’ το ξεκίνημα της κρίσης, δοθέντος ότι κανένας δεν ήταν σε θέση (ούτε τότε αλλά ούτε και τώρα) να γνωρίζει πόσο αυτή θα διαρκέσει. 

Παρά ταύτα, η κατάσταση αποδεικνύεται καθημερινά πολύ χειρότερη απ’ ότι στο «αιφνιδιαστικό» ξεκίνημα. Η ευκαιρία ανάταξης ενός τομέα με βαθιά κοινωνική σημασία, που αντιμετώπιζε (χρόνια τώρα) πλήθος από δομικά προβλήματα, πετάχθηκε στα σκουπίδια. Η κρίση εκκίνησε την αντίστροφη μέτρηση για το τελικό ξεχαρβάλωμα. 

Αν μη τι άλλο προκαλεί αγανάκτηση η ανυπαρξία στοιχειώδους πρόνοιας για το μέλλον, η επιλογή εμβαλλωματικών λύσεων για το σήμερα, ο εξοστρακισμός χιλιάδων υγειονομικών και το γεγονός ότι η μοναδική παρακαταθήκη, από τη συμφορά που μας έχει βρεί, φαίνεται να είναι τα ελεγκτικά μέτρα. Πίσω από τα οποία κρύβονται, ίσως, οι προθέσεις και οι πραγματικές διαθέσεις των ιθυνόντων.

Ακροατές σε ένα θανάσιμο ιντερλούδιο, παρακολουθούμε εδώ και δύο χρόνια το «χάος». Η απευκταία ανάγκη της εισόδου των αρρώστων στα δημόσια νοσοκομεία μοιάζει με αναπαράσταση του ρωσικού παιχνιδιού της ζωής και του θανάτου με το ρεβόλβερ, το οποίο όλοι πια αποδέχονται ως κανονικότητα, με πρωτοφανή απάθεια. 

Τεράστιες οι ευθύνες για τις χιλιάδες των απωλειών, τα αναρίθμητα βάσανα ή τις αναπηρίες, που επέδραμαν στους ευάλωτους και αδιάκοπη η παραπληροφόρηση από τους μισθοδοτούμενους, για την τήρηση των προσχημάτων.

Ενώ στη γραμμή των πρόσω διαδραματίζεται ένα μακάβριο μακελειό, με τους τελετάρχες και (κάποιους) επιχειρηματίες να κάνουνε χρυσές δουλειές, στα μετόπισθεν το ενδιαφέρον μονοπωλεί η προσπάθεια να παγιωθεί, ως τρόπος ζωής, η εισαγόμενη νεολατρεία του «μη σφάλλειν». Για όσους δεν το ξέρουν, αυτό σημαίνει επί λέξει: «α-σφάλεια».

Και πάλι, όμως, δια της μεταθέσεως των κινδύνων της χίμαιρας στους πολίτες. Με την επιβολή διαδοχικών πράξεων στο όνομα της «πρόληψης», για τις τυχόν επιπτώσεις των οποίων δεν φέρουν ευθύνη ούτε εκείνοι που τις συστήνουν ούτε εκείνοι που τις θεσπίζουν, παρά μόνο εκείνοι που σύρονται να τις πραγματοποιήσουν!

Είναι προφανές ότι η εφαρμοζόμενη, πατερναλιστική παράνοια αποτελεί εργαλείο συγκάλυψης βαρύτατων ευθυνών και άσκησης ασφυκτικού ελέγχου, καθώς, μέχρι πρότινος οποιαδήποτε διάκριση ή δυσμενής μεταχείριση, με βάση τις προσωπικές επιλογές, θεωρείτο μη ανεκτή. 

Και σωστά, αφού η παραβίαση δικαιωμάτων δια της επίκλησης υπέρτατων «αναγκών» – ιστορική, μεθοδευμένη επιδίωξη κάθε ολοκληρωτισμού – είχε αναγνωριστεί σαν υπαρκτή απειλή εκφασισμού, ισχύος μεγαλύτερης κι από εκείνης των πυρηνικών όπλων. 

Αλλά η εκτίμηση της αξίας των αρχών που διέπουν τις σχέσεις κράτους -πολιτών, δεν πιστοποιείται θεωρητικά. Η υποχρέωση σεβασμού της αξιοπρέπειας και της αυτοδιάθεσης, διαχρονικά υπεράνω κάθε δικαιώματος, αποδείχθηκε τυπική, αφού τα πάντα άλλαξαν με αφορμή την πανδημία. 

Είτε αυτή προέκυψε από τη φύση είτε εργαστηριακά. Είτε ξέφυγε από λάθος είτε εξαπλώθηκε σκόπιμα, ως εν δυνάμει βιολογικό όπλο. Δεδομένου πως, ό,τι κι αν συνέβη, η καπήλευση της είναι προφανής. 

Η έρευνα αυστηρά καθορισμένων πεδίων του επιστητού με συγκεκριμένες, συστηματικές, επαληθεύσιμες μεθόδους (εν προκειμένω της αντιμετώπισης ενός ιού χαμηλής επικινδυνότητας), ταχέως μεταλλάχθηκε σε επωαστήριο εξυπηρέτησης πολιτικοοικονομικής διαπλοκής. «Πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται»- Πλάτωνος Μενέξενος, 247a.

Χωρίς ορθολογική εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου, χωρίς τήρηση απαράβατων (μέχρι χθες) κανόνων της ιατρικής και της φαρμακολογίας, χωρίς στοχευμένες παρεμβάσεις στον πυρήνα του προβλήματος, οι ηγεσίες εμπνεύστηκαν την ίδια περίπου βολική ομοιοκαταληξία.

Κλείδωσαν το σύμπαν, φίμωσαν κάθε αντίθετη άποψη (παρότι η θέσπιση της ελευθερολογίας αποσκοπεί ακριβώς στην προστασία των αντίθετων απόψεων), έσπειραν παντού το φόβο και εργαλειοποίησαν την επιστήμη, απαιτώντας τη μετατροπή των πολιτών σε Ιφιγένειες, με αντάλλαγμα την υποτιθέμενη επιστροφή σε όσα τους είχε υποκλέψει η «ατυχής» περίσταση.

Η έκβαση αυτής της ενσυνείδητα βλαπτικής και εν τέλει ανθρωποκτόνου επιλογής, που μετέτρεψε τον πλανήτη σε ένα γιγαντιαίο εργαστήριο κλινικών δοκιμών, εκτόξευσε – πρόσκαιρα – τα επιχειρηματικά αλλά και τα πολιτικά κέρδη. 

Ανθρωπιστικά, όμως, απέτυχε αμετάκλητα με τον πλέον τραγικό τρόπο. Η βαθιά, κοινωνική διάσπαση (σε «υπάκουους και «ανυπάκουους») πρωτίστως δε η αύξηση όλων των δεικτών θνητότητας, από κάθε αιτία, δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αμφισβήτησης. 

Εντός του απελθόντος έτους, φαίνεται ότι η γενική θνησιμότητα ξεπερνά κατά 40 – 50 περίπου φορές το ποσοστό εκείνης του δραπέτη της Γιουχάν, σε σχέση με το 2020 ή το μέσο όρο της τελευταίας πενταετίας, αναλόγως των ιδιαιτεροτήτων κάθε χώρας και των εφαρμοζόμενων μέτρων. Χωρίς όμως τούτο (προς το παρόν) να απασχολεί κανέναν.

Όλα αυτά, που ζούμε, μοιάζουν, αλλά δεν είναι, πρωτοφανή. Η παγκόσμια ιστορία συνιστά μια ατέλειωτη απαρίθμηση αιματηρών καταστροφών, εκπορευόμενων από τους εκάστοτε «σωτήρες», όχι από τους απλούς πολίτες. Που, άλλωστε, γίνονται κοινωνοί μέρους μόνο της αλήθειας – και πάντα τελευταίοι: «Την μεν γαρ αληθεστάτην πρόφασιν, αφανέστατη δε λόγω» – Θουκυδίδης, Ι 23.

Το επόμενο διάστημα θα καταστεί περισσότερο σαφές, αν, τελικά, στο βωμό θεοποίησης της προστασίας από μια ασθένεια με σχεδόν μηδενικό κίνδυνο για τον ενεργό πληθυσμό, οι πολίτες είναι έτοιμοι να εκτεθούν σε περαιτέρω θυσίες για την αποκατάσταση σοβαρότατων, πολιτικών λαθών. Πέραν δε αυτού να απεμπολήσουν δικαιώματα ήδη προσημειωμένα «λόγω της έκτακτης συνθήκης». 

Αν είναι (έτοιμοι) τότε η επί γης εξουσία προφανώς δεν θα διστάσει. Οπότε ο Decimus Iunius Iuvenalis ξαναγίνεται, όσο ποτέ άλλοτε, επίκαιρος: «Quis custodiet ipsos custodes;». 

Ο Θουκυδίδης, στο λόγο του Συρακούσιου Ερμοκράτη (4.61.5), μας θυμίζει: «Δεν κατηγορώ εκείνους που επιζητούν να επεκτείνουν την εξουσία τους. Κατηγορώ εκείνους που είναι πρόθυμοι να υποταχθούν. Είναι στην φύση του ανθρώπου να θέλει να εξουσιάζει όσους δεν αντιστέκονται. Αλλά και να προστατεύεται, από εκείνους που στρέφονται εναντίον του».

Με άλλα λόγια, η εγγενής επιδίωξη ορισμένων να αυξάνουν παντοιοτρόπως την επικυριαρχία πάνω στους όμοιους τους, δεν είναι δυνατό να εξαλειφθεί. Κι ο περιορισμός της έμφυτης αυτής ροπής είναι δυσχερής, λόγω της πλειοψηφικής τάσης των ανθρώπων να υποτάσσονται στην ατολμία τους. 

Όμως από την ανθεκτική, αυτή, χειραγωγούμενη μάζα των υποτακτικών, πηγάζει ο πραγματικός κίνδυνος, όχι από την αδιάπτωτη εξουσιομανία των ολίγων. Όπως τα προηγούμενα, έτσι και τούτο προκύπτει από την ιστορία, αλλά τον 21ο αιώνα δεν συνωθούνται μαθητές στις αίθουσες της διδασκαλίας της.

Στο γιατί συμβαίνει αυτό, μας δίνει πάλι την απάντηση ο Θουκυδίδης (8.66.2): «Ο λαός σώπαινε, και κανείς δεν μιλούσε, γιατί ήταν φοβισμένος και έβλεπε πως οι συνωμότες ήταν πολλοί». 

Όλα αυτά οδηγούν στο συμπέρασμα πως αν αρθρωθεί οριστικά το «ναι», η πληγωμένη ζωή μας θα επικυρώνεται εφεξής μέσα από διαδικασίες ατέρμονων, ηλεκτρονικών διαλογών, περιορισμών, επιτηρήσεων και αποκλεισμών, όχι μόνο ιατρικής φύσης. Άρα δεν θα είναι πια ζωή.

Αλλά ούτε και υγεία. Μια κατάσταση που (βέβαια) δεν σχετίζεται με την αποφυγή μιας συγκεκριμένης ασθένειας, αλλά με την π λ ή ρ η, σωματική, ψυχική και κοινωνική ευεξία. Την οποία, μέχρι στιγμής, οι περισσότεροι έχουν πειστεί να απαρνηθούν. 

«Κανένας δεν αντιστέκεται, όταν ηξεύρη πως θε να λάβη το δίκαιόν του με την συνδρομήν του Νόμου» έγραφε κάποτε ο Ρήγας, στο «Δίκαιο του ανθρώπου» (αρ. 33). Τα πράγματα όμως από τότε έχουν αλλάξει. Διαθέτουμε νόμους – για το κάθε τι – στερούμαστε όμως τη λυδία διάταξη που προβλέπει την απαρέγκλιτη εφαρμογή τους. Περιοριζόμαστε έτσι απλά να νιώθουμε την πλαστή ικανοποίηση ότι η «τυραννία» μας είναι εκλεπτυσμένη.

Ωσότου γίνει αντιληπτό ότι, επί της ουσίας, δεν υπάρχει καμία διαφορά ανάμεσα στο να μην υπάρχει δίκαιο – αν αυτό δεν εφαρμόζεται – κι ότι η υπεράσπιση του από τον κάθε πολίτη είναι εξίσου σημαντική με την υπεράσπιση της ίδιας του της ύπαρξης, οι λαοί θα παραμένουν εν υπνώσει, η αλήθεια θα αναβάλλεται, οι διαχειριστικές τερατωδίες θα καλύπτονται και οι ευθύνες δεν θα αποδίδονται στους οφειλέτες της λογοδοσίας, τους περιβόητους δωσίλογους.

Εν μέσω της πραξικοπηματικής ανατροπής που βιώνουμε, μοναδική παρηγοριά απομένει τελικά η εμπειρική βεβαιότητα ότι «σ’ όλη την ιστορία υπήρξαν κατά καιρούς τύραννοι και δολοφόνοι που για λίγο έμοιαζαν ανίκητοι, αλλά στο τέλος πάντα έπεφταν. Πάντα».