Η πτώση των σοσιαλιστών

Του  Κώστα Μποτόπολου

ΜΠΟΤΟΠΟΥΛΟΣ

Στη μακρινή, όχι τόσο χρονικά όσο ψυχικά, δεκαετία του 1980, οι σοσιαλιστές κέρδισαν την εκλογική και την κοινωνική κυριαρχία στη Γαλλία, την Ελλάδα και την Ισπανία. Ήρθαν στην εξουσία για την αλλάξουν, όμως τελικά εκείνοι ήταν που άλλαξαν περισσότερο: από ριζοσπαστικά «κινήματα» μετατράπηκαν σε διαχειριστές-μεταρρυθμιστές, που έφεραν πολλά νέα και πολλά θετικά στοιχεία (κυρίως όσον αφορά την κοινωνική ενσωμάτωση, την αναζωογόνηση ελευθεριών και δικαιωμάτων και την ώθηση που έδωσαν στο διεθνή, και ειδικά ευρωπαϊκό, προσανατολισμό των χωρών τους), υιοθετώντας όμως και όχι μεταβάλλοντας δυναμικά το οικονομικό και πολιτικό μοντέλο στον οποίο υποτίθεται ότι ήταν αντίθετοι.

Στον αντίποδα μάλιστα των επιτευγμάτων τους, εισήγαγαν στοιχεία λαϊκισμού στην Ελλάδα, αμήχανης ανάμεσα στο νέο και το παλιό οικονομικής διαχείρισης στη Γαλλία, υπερβολικής άμβλυνσης των διαφορών μεταξύ Δεξιάς και σοσιαλδημοκρατίας στην Ισπανία, ενώ μια οσμή σκανδάλων και στις τρεις χώρες εξουδετέρωσε άδοξα, και μάλλον οριστικά, το «ηθικό πλεονέκτημα» της δημοκρατικής Αριστεράς. Παρόλα αυτά, μέσα από επιτυχίες και αποτυχίες, ανόδους και πτώσεις από την εξουσία, και τα τρία κόμματα –PS, ΠΑΣΟΚ, PSOE- κατάφεραν, επί τριάντα χρόνια, να διατηρήσουν μια σημαντική –της τάξης τουλάχιστον του 30%- εκλογική ισχύ, μια διαρκή κοινωνική επιρροή και μια κεντρική θέση στο πολιτικό και κυβερνητικό σύστημα των χωρών τους.

Με τη βαθιά κρίση στην οποία εισήλθε και το PSOE αυτές τις μέρες, κλείνει ένας κύκλος: μετά τη δομική συρρίκνωση του ΠΑΣΟΚ και τις εμφανείς ήδη συνέπειες που θα έχει για το γαλλικό σοσιαλιστικό κόμμα η κυβερνητική αποτυχία του Φρανσουά Ολάντ, η εσωτερική σύγκρουση και το άλμα στο κενό που κάνουν οι επίγονοι του –μόνου ακόμα ενεργού από τις προπατορικές μορφές- Φελίπε Γκονζάλεθ σφραγίζει το (προσωρινό;) τέλος όχι μόνο της κυβερνησιμότητας αλλά και της σημασίας των σοσιαλιστών του Νότου. Τα άλυτα διλήμματα τους, τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, μοιάζουν πολύ ισχυρότερα από τις φανερές ή κρυφές δυνατότητες τους.

Στην πτώση αυτή -πτώση επιπέδου, όχι συγκυρίας- καταλυτικές ήταν ορισμένες γενικότερες εξελίξεις, που οι σοσιαλιστές δεν προκάλεσαν αλλά και δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν με τον τρόπο που θα τους άρμοζε. Η πρώτη ήταν η παγκοσμιοποίηση, η δεύτερη έχει να κάνει με την πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το τελειωτικό χτύπημα έδωσε η οικονομική κρίση.

Η άτυπη, σταδιακή, χωρίς ιδεολογικό στίγμα, αλλά σαρωτική μετάβαση από το εθνικό στο μεταμοντέρνο κράτος, από τον παραδοσιακό στον βασισμένο στην τεχνολογία κόσμο εργασίας και από την απτά προσεγγίσιμη στην οιονεί (virtual) πραγματικότητα, τόσο στη δημόσια όσο και στην ιδιωτική σφαίρα, όλη αυτή η αλλαγή πολιτιστικού και κοινωνικού παραδείγματος που αποδίδεται με τον ήδη ξεπερασμένο όρο «παγκοσμιοποίηση», διέλυσε, επίσης σταδιακά και άτυπα, αλλά εξίσου σαρωτικά, σχεδόν όλα τα θεμέλια της πολιτικής ισχύος των σοσιαλιστικών κομμάτων της Ευρώπης και ιδίως του Νότου: το διεθνισμό (αφού όλα πια έγιναν  εξ ορισμού διεθνή), τις επιλογές στην κοινωνική πολιτική (αφού αυτές πλέον γίνονταν ερήμην, ή πάντως εκτός των κυβερνήσεων των κρατών), τη διάκριση «Δεξιάς» – «Αριστεράς» (αφού η πτώση των συνόρων και των εθνικών κυβερνήσεων έφερε και την πτώση των ιδεολογιών, δηλαδή της μόνης ιδεολογίας που ήθελε να είναι κάτι παραπάνω από ωμή πράξη και διαχείριση).

Με την πορεία που πήρε η Ευρωπαϊκή Ένωση, ιδίως μετά τη μεγάλη διεύρυνση, και την τροπή που έδωσε στην υπερεθνική διαχείριση η οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2008, η τάση έγινε σαρωτική. Πάει το εθνικό κράτος, με το εθνικό ακροατήριο, στο οποίο μπορούσαν να «περάσουν» εθνικές πολιτικές, μέσα από τις οποίες οι σοσιαλιστές έκαναν τη διαφορά –ή τουλάχιστον μπορούσαν να ισχυριστούν ότι την επιχειρούσαν. Πάνε τα δημοσιονομικά περιθώρια για αναδιανεμητικές πολιτικές, μέσα από τις οποίες οι σοσιαλιστές μπορούσαν να ικανοποιήσουν τα παραδοσιακά στρώματα που τους υποστήριζαν. Στα χώρες υπό Μνημόνια, πάει ακόμα και η αίσθηση εθνικής και πολιτικής κυριαρχίας, πάνω στην οποία οι σοσιαλιστές είχαν οικοδομήσει την ταυτότητα τους, ξεπερνώντας, σε μια πρώτη φάση, ακόμα και τη λείανση της διαφορετικότητας τους λόγω εξουσίας.

Λέγεται συχνά ότι οι σοσιαλιστές δεν βρήκαν τον τρόπο, ή τα λόγια, να αντιμετωπίσουν τις εξελίξεις της τελευταίας εικοσαετίας. Τείνω να πιστεύουν πως τέτοιος τρόπος δεν υπάρχει και τα όποια λόγια θα γίνονταν, όπως και έγιναν, αμέσως αντιληπτά ως υποκριτικά: οι πολιτικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν ερήμην των σοσιαλιστών ήταν εγγενώς στραμμένες κατά των σοσιαλιστών. Και οι δύο δρόμοι που τους έμεναν –να ασπασθούν τη νέα τάξη πραγμάτων ή να την πολεμήσουν- ήταν εξαρχής ερμητικά κλειστοί: στον έναν παραφύλαγαν οι πολιτικοί τους αντίπαλοι και στον άλλον η ίδια η ζωή.

Στο ασφυκτικό αυτό εποικοδόμημα, το καθένα από τα τρία σοσιαλιστικά κόμματα πρόσθεσε μια σειρά από δικά του στρατηγικά ή διαχειριστικά λάθη. Το ΠΑΣΟΚ, πρώτο χρονικά και μεγαλύτερο ποιοτικά θύμα της πτώσης, δεν κατάφερε ούτε να εξηγήσει τα αίτια της κρίσης και της εγκατάλειψης του κυβερνητικού του προγράμματος, όσο ακόμα βρισκόταν στην εξουσία, ούτε, αμέσως μετά, τους λόγους και τα χαρακτηριστικά της σύμπραξής του με τον ως τότε μόνιμο αντίπαλο του, ούτε έκανε καν προσπάθεια, σε οποιαδήποτε στιγμή, να ξεσκεπάσει τις αντιφάσεις και τις υποκρισίες του κόμματος εκείνου που πήρε -άκοπα- τη θέση του ως «αριστερή κυβερνητική εναλλακτική», μη όντας στην πραγματικότητα τίποτα από τα τρία. Οι δριμείες εσωτερικές έριδες, που δεν σταμάτησαν ούτε με το ξεκίνημα των ηττών, η δίκη, η φυλάκιση και ο δημόσιος εξευτελισμός ενός εξαιρετικά υψηλόβαθμου στελέχους της «ιστορικής» περίοδο του και η αδυναμία ουσιαστικής ανανέωσης σε επίπεδο προσώπων αποτέλειωσαν την αποκοπή –κυρίως από τα κοινωνικά εκείνα στρώματα που αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά του. Όταν εξαφανίζεσαι εκεί που ήσουν παντοδύναμος και «καθαρίζεις» χάνοντας κάθε στοιχείο λαϊκότητας και μαζικότητας, ο δρόμος της επιστροφής είναι μάλλον ανύπαρκτος.

Το κακό που έκανε στο γαλλικό σοσιαλιστικό κόμμα η όχι ιδιαίτερα κακή προεδρική θητεία του Ολάντ –αποδείχθηκε λίγος, όχι κακός- ήταν ότι πρόσθεσε την επιχειρησιακή στην ιδεολογική του αποδόμηση. Αυτό θα μπορούσε, εν μέρει, να αναστραφεί μόνο αυτή η θητεία άφηνε πίσω της κάποιες από τις δομικές μεταρρυθμίσεις που τόσο έχει ανάγκη η γαλλική κοινωνία, ακόμα κι αν δύσκολα θα μπορούσαν να θεωρηθούν «αριστερές». Όμως όχι μόνο δεν έγιναν, αλλά η στασιμότητα συνδέθηκε και με μια υποβάθμιση του διεθνούς ρόλου της Γαλλίας –κάτι που οι πολίτες της βαθιά αριστοκρατικής αυτής χώρας και του ακόμα αριστοκρατικότερου πολιτεύματος της δεν είναι σε καμία περίπτωση διατεθειμένοι να συγχωρήσουν. Έστω και με τη βεβαιότητα ότι οτιδήποτε ακολουθήσει τον Ολάντ και τους σοσιαλιστές θα είναι χειρότερο από αυτούς.

Θύμα περισσότερο του πολιτικού σκηνικού, όπως διαμορφώθηκε μέσα από τις δύο ατελέσφορες εκλογικές αναμετρήσεις, έπεσαν ο Σάντσεθ και το PSOE. Πολλοί εστίασαν στα κακά εκλογικά αποτελέσματα των σοσιαλιστών, που πήραν τα χειρότερα πράγματι ποσοστά της ιστορίας τους, ξεχνώντας όμως ότι δεν ήταν καθόλου μικρό πράγμα που, και τις δύο φορές, ξεπέρασαν τους φορείς της «αριστερής» διαφορετικότητας Podemos. Πολλοί επίσης εναντιώθηκαν εκ των υστέρων στην επιλογή να μη στηριχθεί σε καμία περίπτωση μια κυβέρνηση Ραχόι, ξεχνώντας πάλι ότι αυτή ήταν η γραμμή του κόμματος κι ότι το αίτημα να αλλάξει τουλάχιστον ένα φθαρμένος και βαθιά μπλεγμένος στη διαφθορά Πρωθυπουργός, ήταν όχι μόνο λογικό και δίκαιο αλλά και ουσιωδώς –με την ηθική έννοια- αριστερό. Ο Σάντσεθ υποτίμησε την ανάγκη της χώρας να αποφύγει τρίτες σε ένα χρόνο εκλογές και υπερτίμησε την προσωπική του ισχύ. Όμως οι σοσιαλιστές δεν έπεσαν εξαιτίας του, διαλύονται όταν απέτυχε η απέλπιδα προσπάθεια του να κάνει, αντίθετα από τους Γάλλους και τους Έλληνες συναδέλφους του, κάτι διαφορετικό.

Και τώρα τι για τους σοσιαλιστές του Νότου; Θα διασχίσουν σίγουρα, όχι για πρώτη φορά αλλά πιθανότατα για μεγαλύτερο από κάθε άλλη φορά χρόνο, την εκλογική και κοινωνική έρημο. Από εκεί και πέρα, πιστεύω ακράδαντα πως το αν θα καταφέρουν και πάλι να αναδυθούν θα εξαρτηθεί από το βαθμό ανανέωσης τους σε πρόσωπα και νοοτροπίες, όχι σε ιδέες. Σε μια εποχή που απεχθάνεται τις ιδέες, ας αφήσουν τουλάχιστον ήσυχες ιδέες που διατηρούν, σε πείσμα των επιφανειακών αναγνώσεων, τη διαχρονική αξία τους.