Η σημασία της απόφασης για επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης

Του Βασίλη Νέδου

Η ανακοίνωση που έγινε πριν λίγο για την τμηματική επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης από τα 6 στα 12 ναυτικά μίλια, αποτελεί μια εξέλιξη η οποία αλλάζει την πάγια στάση της εξωτερικής πολιτικής στο συγκεκριμένο ζήτημα για 80 χρόνια. Τα 6 ναυτικά μίλια ισχύουν από το 1936 και έκτοτε υπάρχει μια διαρκής συζήτηση περί του αν η Ελλάδα θα πρέπει να τα επεκτείνει στα 12, βάσει του εθιμικού δικαιώματος που ορίζεται από την ίδια τη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας. Από τον Ιούνιο του 1996 και έπειτα, το συγκεκριμένο ζήτημα κατέστη κεντρικό για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, καθώς η Εθνοσυνέλευση της Τουρκίας εξουσιοδότησε το κράτος να κηρύξει πόλεμο εναντίον της Ελλάδας σε περίπτωση επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ.

Έκτοτε η κραταιά αντίληψη είναι ότι η Ελλάδα είτε θα επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη συνολικά, σε όλο το εύρος των θαλασσών και πελάγων που την περιβάλλουν (Ιόνιο, Μεσόγειος και, φυσικά, Αιγαίο) ή καθόλου. Η αντίληψη του Νίκου Κοτζιά, που όπως φάνηκε από τις δηλώσεις που έγιναν προ ολίγου συμπίπτει με εκείνη του πρωθυπουργού και πλέον και υπουργού Εξωτερικών Αλέξη Τσίπρα είναι ότι η άποψη του «όλα ή τίποτα» αποτελεί επιχείρημα της αδράνειας στην εξωτερική πολιτική.

Υπάρχουν, ωστόσο και αρκετές αντίθετες απόψεις και αυτό προκύπτει ανάγλυφα από το γεγονός ότι παρά την ύπαρξη προσχεδίων των Προεδρικών Διαταγμάτων που επιτρέπουν την αρχική επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 ν.μ. στη ζώνη από τα Διαπόντια Νησιά βόρεια της Κέρκυρας έως και τα Αντικύθηρα, δεν υπάρχει ακόμα κάποια προώθησή τους στο τελικό στάδιο. Υπάρχει, επίσης, επεξεργασία για μια δεύτερη ζώνη, από τα Αντικύθηρα έως την Κρήτη. Και τέλος, εφόσον προωθηθούν οι απαραίτητες επεξεργασίες ακόμα μια ζώνη από τα Αντικύθηρα μέχρι τον Παγασητικό. Πρακτικά, μια τέτοια εξέλιξη επεκτείνει στην ουσία τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας στις συγκεκριμένες ζώνες.

Ωστόσο μια τέτοια αντίληψη δεν μπορεί να είναι μονολιθική. Όσοι παρακολουθούν επί δεκαετίες τις εξελίξεις στον συγκεκριμένο τομέα διερωτώνται για ποιο λόγο επί 17 χρόνια η Ελλάδα έχει εμπλακεί με την Τουρκία σε κύκλους διερευνητικών επαφών προκειμένου, μεταξύ άλλων, να διευθετήσει και διαφορές στο Αιγαίο, ασχέτως αν η επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης αποτελεί εθιμικό δικαίωμα.

Κατ’ αυτή την αντίληψη, η επιλογή της τμηματικής επέκτασης είναι εξαιρετικά προβληματική, καθώς αφαιρεί από την Ελλάδα ένα πάγιο επιχείρημα που έχει έναντι της Τουρκίας και αυτό συνδέεται, προφανώς, με την τήρηση της διεθνούς νομιμότητας και την αποφυγή μονομερών κινήσεων, ακόμα και αν αυτές αιτιολογούνται a priori από το Διεθνές Δίκαιο. Επιπλέον, κατά την ίδια άποψη, μία τμηματική επέκταση της αιγιαλίτιδαςζώνης, παρέχει επιχειρήματα στους ισχυρισμούς των Τούρκων, οι οποίοι περιγράφουν το Αιγαίο ως μία περίπτωση αρχιπελάγους που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί, λόγω ιδιομορφίας, με τις πάγιες προβλέψεις του Διεθνούς Θαλασσίου Δικαίου.

Οι ενστάσεις είτε συνδέονται με την άποψη ότι η Ελλάδα πρέπει να κάνει συνολική διευθέτηση του ζητήματος, άρα να περιλάβει και τα νησιά του Αιγαίου σε αυτή την επέκταση. Είτε με την άποψη ότι η διεθνής συγκυρία και η άνευ προηγουμένου προκλητικότητα της Άγκυρας, μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα. Ένα ενδεικτικό παράδειγμα είναι η δράση του Μπάρμπαρος.

Επίσης, στην περίπτωση του Ιονίου πελάγους αποτελεί ερωτηματικό αν η ανακήρυξη των 12 μιλίων συνδέεται με κάποιο τρόπο και με τις διαπραγματεύσεις οι οποίες βρίσκονται σε εξέλιξη ανάμεσα στην Αθήνα και τα Τίρανα για την οριοθέτηση ΑΟΖ. Αν ναι, τότε σημαίνει ότι Ελλάδα και Αλβανία πρακτικά έχουν έναν ελάχιστο βαθμό συναντίληψης για το μέρος των θαλασσίων ζωνών που τις αφορούν, αν όχι, είναι πολύ πιθανόν η διαδικασία να αντιμετωπίσει σοβαρότατα προβλήματα, καθώς δεν υπάρχει ακόμα συμφωνία. Δεν πρέπει να λησμονείται ότι εφόσον Ελλάδα και Αλβανία καταλήξουν σε συμφωνία, είναι πιθανόν να ακολουθήσει και επανακαθορισμός των υφιστάμενων ορίων της ΑΟΖ και με την Ιταλία. Ωστόσο με δεδομένες τις πολιτικές συνθήκες και στη συγκεκριμένη γειτονική χώρα, κάτι τέτοιο δεν θα πρέπει να θεωρείται παρά μια μακρινή πιθανότητα.

Οφείλει, επίσης, να προβληματίσει το γεγονός ότι ενώ, σε γενικές γραμμές το Προεδρικό Μέγαρο, το Μέγαρο Μαξίμου και το υπουργείο Εξωτερικών (τα δύο τελευταία ταυτίζονται πλέον) βρίσκονταν σε αγαστή συνεργασία για πολλά από αυτά τα ζητήματα, φαίνεται ότι πλέον αντιλαμβάνονται τη νομική υφή του θέματος που αφορά τις θαλάσσιες ζώνες με τρόπο διαφορετικό. Σε κάθε περίπτωση, καλά πληροφορημένες πηγές παρουσιάζουν τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ως έναν φορέα ο οποίος κινείται πάντα και μονίμως με βάση την Συνταγματικότητα. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες, πάντως, οι αντικρουόμενες πληροφορίες που υπάρχουν περί του αν τα Προεδρικά Διατάγματα έχουν φτάσει ή όχι στο Προεδρικό Μέγαρο.

Επί του πρακτέου, παραδείγματα τμηματικής ανακήρυξης υπάρχει και είναι, βεβαίως, η Τουρκία, η οποία έχει επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της από τα 6 στα 12 ν.μ. στη Μαύρη Θάλασσα και την Ανατολική Μεσόγειο, αφήνοντας εκτός το Αιγαίο. Πρόκειται, βεβαίως, για πραγματικότητες δεκαετιών. Μια τελευταία, αλλά εξίσου κρίσιμη παράμετρος είναι η άποψη που έχουν οι Δυτικοί γι’ αυτές τις πρωτοβουλίες της Ελλάδας. Η κυβέρνηση Τσίπρα έχει δείξει έναν αξιοσημείωτο βαθμό συνεργασίας και συνεννόησης με την Ουάσιγκτον και τις Βρυξέλλες για μια σειρά από ζητήματα που ξεκινούν από τα προγράμματα λιτότητας, μέχρι τη συμφωνία των Πρεσπών, αλλά και την αντιμετώπιση των απειλών άλλου τύπου στην περιοχή. Ωστόσο, η επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης δεν αποτελεί άσκηση επί χάρτου αλλά, εφόσον ολοκληρωθεί, ουσιαστική μεταβολή στο στάτους της χώρας στην περιοχή. Κάτι που σημαίνει ότι, εκ των πραγμάτων, θα ακολουθήσουν εξελίξεις που θα δοκιμάσουν την αντοχή του πολιτικού συστήματος αλλά και της Ελλάδας ως πυλώνα σταθερότητας στην περιοχή.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ