Η Τουρκία χάνει το γεωπολιτικό της ρόλο

Του Γιώργου Στάμκου

Σε ζώνη επικίνδυνων αναταράξεων εισέρχεται το γεωσύστημα της Ανατολικής Μεσογείου εξαιτίας της ραγδαίας και συνεχούς επιδείνωσης των σχέσεων ΗΠΑ-Τουρκίας και γενικότερα εξαιτίας της απομάκρυνσης της δεύτερης από τον Ευρωατλαντικό προσανατολισμό που είχε επί δεκαετίες. Η Τουρκία του Ερντογάν μετατρέπεται σ’ έναν απρόβλεπτο περιφερειακό παράγοντα που αναζητεί ένα νέο σημείο ισορροπίας στο εκρηκτικό τρίγωνο ΗΠΑ – Ρωσία – Μέση Ανατολή. Εξαιτίας των σπασμωδικών και αλλοπρόσαλλων κινήσεών της και της επιθετικής της πολιτικής χάνει την αξιοπιστία της στα μάτια της Δύσης και σταδιακά απαξιώνεται ως σημαντικός σύμμαχος και εταίρος σε μια ευαίσθητη και ασταθή περιοχή.

Ένας νευρικός και απρόβλεπτος γείτονας

Η “Πύρρειος Νίκη” του Ερντογάν στις πρόσφατες δημοτικές εκλογές στην Τουρκία, η δεινή κατάσταση στην οποία βυθίζεται μέρα με τη μέρα η τουρκική οικονομία, η οποία βιώνει πλέον σημαντική ύφεση, το τέλμα στη Συρία, η ξαφνική “άνοιξη” των ρωσο-τουρκικών σχέσεων και ταυτόχρονα η επιδείνωση των σχέσεων με τις ΗΠΑ και τη Δύση γενικότερα, δημιουργούν ένα ασφυκτικό περιβάλλον για την Άγκυρα αυξάνοντας τη νευρικότητά της και δημιουργώντας συνθήκες αβεβαιότητας. Το γεγονός αυτό το εισπράττει άμεσα η Ελλάδα καθώς η Τουρκία του Ερντογάν μετατρέπεται σ’ έναν νευρικό, απρόβλεπτο και επιθετικό γείτονα, που προκαλεί συνεχώς στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.

Ο Ερντογάν είναι στριμωγμένος, τόσο πολιτικά όσο και οικονομικά, και η δυσαρέσκεια εναντίον του αυξάνει στο εσωτερικό της χώρας. Η πλειονότητα των Τούρκων πολιτών έχει αρχίσει να υποφέρει από τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης, τον ατέλειωτο “πόλεμο κατά της τρομοκρατίας”, που στρέφεται κυρίως κατά των Κούρδων αυτονομιστών και όχι μόνον, την αδιέξοδη στρατιωτική εμπλοκή της Τουρκίας στο Συριακό και από την γενικότερη ανασφάλεια και αστάθεια που έχει πυροδοτήσει η πολιτική του Ερντογάν στην περιοχή. Για να αποπροσανατολίσει την τουρκική κοινή γνώμη και για να εκτονώσει την αυξανόμενη δυσαρέσκεια του τουρκικού λαού ο Ερντογάν ποντάρει στο χαρτί του εθνικισμού, το οποίο έχει παίξει πετυχημένα κι άλλες φορές στο παρελθόν. Από την πολιτική των “μηδέν προβλημάτων με τους γείτονες” περάσαμε έτσι στη νευρική πολιτική των “προβλημάτων με όλους τους γείτονες”.

Η τουρκική θεωρία των “αδύναμων κρίκων”

Ως “βαλβίδα εκτόνωσης” χρησιμοποιεί όλο και πιο συχνά την άσκηση προκλητικής και επιθετικής στην Ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο, όπου ο Τούρκος υπουργός Άμυνας Χουλουσί Ακάρ ξαναέθεσε πρόσφατα ζήτημα αποστρατικοποίησης των νησιών του ανατολικού Αιγαίου. Οι ιθύνοντες στην Άγκυρα έχουν την πάγια αντίληψη πως σε αυτές τις περιοχές η Τουρκία έχει ελεύθερο πεδίο δράσης και “ενεργές διεκδικήσεις”. Θεωρούν την Κύπρο και την Ελλάδα “αδύναμους κρίκους” απέναντι στους οποίους μπορούν να εκτονώσουν την τουρκική επιθετικότητα σχεδόν ανέξοδα και για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης.

Πρόκειται ασφαλώς για εσφαλμένη και ξεπερασμένη αντίληψη. Βασικό της μειονέκτημα είναι ότι δεν λαμβάνει υπόψιν της τα νέα δεδομένα στην περιοχή. Ειδικά έπειτα από την ανακάλυψη των τεράστιων ενεργειακών κοιτασμάτων στην Ανατολική Μεσόγειο, τη δυναμική των τριμερών σχημάτων συνεργασίας της Ελλάδας με τις χώρες της περιοχής, και την όλο και πιο ενεργή εμπλοκή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των ΗΠΑ στην περιοχή, σε μια περίοδο που η Τουρκία απομακρύνεται από τη Δύση και προσεγγίζει την Ρωσία και το Ιράν.

Αναμφίβολα οι εξελίξεις στις σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας και η ραγδαία επιδείνωσή τους, επηρεάζουν όχι μόνον το γεωσύστημα της Ανατολικής Μεσογείου, την Ελλάδα, τα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή, αλλά γενικότερα τη θέση της Τουρκίας στον Ευρωατλαντικό άξονα και το ρόλο της στο διεθνές σύστημα. Σε συνδυασμό με την κρίση της τουρκικής οικονομίας και την αλλοπρόσαλλη πολιτική Ερντογάν, η Άγκυρα έχει εισέλθει σε μια διαδικασία απώλειας γεωπολιτικών ερεισμάτων στην ευρύτερη περιοχή. Το γεγονός αυτό οφείλεται εν μέρει και στην αμερικανικής εμπνεύσεως στρατηγική γεωπολιτικού περιορισμού της απρόβλεπτης Άγκυρας, η οποία δεν θεωρείται πλέον “αξιόπιστος σύμμαχος”.

Η Τουρκία χάνει το γεωπολιτικό της ρόλο στα Βαλκάνια

Καταρχάς διαπιστώνεται σημαντική απώλεια γεωπολιτικών ερεισμάτων της Τουρκίας στο χώρο των Βαλκανίων. Στα Βαλκάνια, επί τρεις σχεδόν δεκαετίες, η γεωπολιτική επιρροή της Άγκυρας προωθούταν κυρίως μέσω της εργαλειακής χρήσης και εκμετάλλευσης της παρουσίας μουσουλμανικών και τουρκογενών μειονοτήτων (τα λεγόμενα “ορφανά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας”). Η Άγκυρα είχε κατορθώσει έτσι να έχει άμεση στρατιωτική παρουσία στη Βοσνία (στο μουσουλμανικό της τμήμα), στην Αλβανία και στο Κόσοβο καθώς και να προσφέρει στρατιωτική βοήθεια και εκπαίδευση στη Βόρεια Μακεδονία επί περιόδου Γκρουέφσκι. Ταυτόχρονα η βαλκανική πολιτική της Άγκυρας προωθούταν με πολιτιστικές και εκπαιδευτικές ανταλλαγές καθώς και με την αύξηση των εμπορικών συναλλαγών και των τουρκικών επενδύσεων σε στρατηγικούς τομείς της οικονομίας των βαλκανικών χωρών, όσο μάλιστα η ελληνική επενδυτική και γεωοικονομική παρουσία της Ελλάδας στα Βαλκάνια υποχωρούσε λόγω της οικονομικής κρίσης στη χώρα μας.

Η γεωπολιτική υποχώρηση της Τουρκίας στα Βαλκάνια είναι πλέον αισθητή. Οφείλεται τόσο στην απώλεια του οικονομικού δυναμισμού της, που αναγκάζει τις τουρκικές επιχειρήσεις σε αναδίπλωση και σε αποεπένδυση, όσο και στις αντιδράσεις της Ε.Ε. και των ΗΠΑ απέναντι στην πολιτική Ερντογάν και στον εν δυνάμει αποσταθεροποιητικό ρόλο της Τουρκίας στα Βαλκάνια. Επίσης και λόγω των, αργοπορημένων είναι αλήθεια, αντιδράσεων των ίδιων των βαλκανικών λαών και χωρών, που δεν επιθυμούν μια επιστροφή της Τουρκίας στο “τόπο του εγκλήματος”, που βίωσε αιώνες οθωμανικής καταπίεσης. Ως γνωστόν η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, λόγω και του οθωμανικού αυτοκρατορικού παρελθόντος, προκαλεί αντιτουρκικά αντανακλαστικά, ειδικά στις βαλκανικές χώρες.

Στα Βαλκάνια η στενή και στρατηγική Τετραμερής Συνεργασία Ελλάδας-Βουλγαρίας-Ρουμανίας-Σερβίας περιορίζει εκ των πραγμάτων το ρόλο και την επιρροή της Τουρκίας τόσο σε αυτές τις χώρες, όσο και ευρύτερα στα Βαλκάνια. Από την άλλη η οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας και η ανάκτηση του πρωταγωνιστικού της ρόλου στα Βαλκάνια, που ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο με τη Συμφωνία των Πρεσπών και την πρόσδεση της Βόρειας Μακεδονίας στο ελληνικό γεωπολιτικό άρμα στην περιοχή (π.χ. μέσω και της εποπτείας του εναέριου χώρου της από την ελληνική πολεμική αεροπορία), περιόρισε ακόμη περισσότερο το πεδίο δράσης της Τουρκίας. Παρομοίως ο ρόλος της Τουρκίας περιορίστηκε εξαιτίας και της αντίδρασης ακόμη και των βαλκανικών χωρών, που κατοικούνται στην πλειοψηφία τους από μουσουλμάνους (Αλβανία, Κόσοβο, Βοσνία), οι οποίες δεν θέλουν πλέον να ταυτιστούν με την ισλαμιστική Τουρκία του Ερντογάν, που κοιτάζει όλο και περισσότερο προς την Ανατολή, καθώς και αυτές οι χώρες φιλοδοξούν να ενταχθούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η Τουρκία χάνει γεωπολιτικά ερείσματα και στο νότο της

Στην Ανατολική Μεσόγειο, που τείνει να καταστεί ο νέος “Περσικός Κόλπος” της Ευρώπης, οι συνεχείς ανακαλύψεις τεράστιων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων εμπλέκουν άμεσα και ενεργά την Ε.Ε. και τις ΗΠΑ, που επενδύουν στην ενεργειακή διαφοροποίηση και ασφάλεια της Ευρώπης. Ταυτόχρονα αναβαθμίζουν τη γεωοικονομική σημασία της Κύπρου. Η τριμερής συνεργασία Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ και Ελλάδας-Κύπρου-Αιγύπτου λειτουργεί ως “πολλαπλασιαστής ισχύος” των χωρών που συμμετέχουν σ’ αυτά τα σχήματα, ενώ περιορίζουν αισθητά το χώρο δράσης και τη γεωπολιτική επιρροή της Άγκυρας στην Αν. Μεσόγειο.

Ωστόσο η Άγκυρα, ενώ είναι βυθισμένη στο τέλμα του Συριακού, του Κουρδικού, και δεν έχει πολλά περιθώρια κινήσεων στο βόρειο Ιράκ, χάνει γεωπολιτικά ερείσματα και στα νότια. Η σοβαρή πιθανότητα κατάληψης της Τρίπολης, πρωτεύουσας της Λιβύης, από τις δυνάμεις του στρατηγού Χαλίφα Χαφτάρ, που είναι σύμμαχος του προέδρου της Αιγύπτου Α.Φ. Αλ Σίσι και δευτερευόντως των ΗΠΑ, θα περιορίσει την όποια επιρροή είχε ακόμη η Τουρκία εκεί, σε μια χώρα που διαθέτει και μικρή τουρκική μειονότητα. Επίσης η πρόσφατη η ανατροπή του Ομάρ αλ Μπασίρ, μακροχρόνιου δικτάτορα του Σουδάν, και μέλους των Αδελφών Μουσουλμάνων και συμμάχου τυο Ερντογάν, εντείνει τις πιέσεις προς την Τουρκία. Ως γνωστόν η Άγκυρα είχε συμφωνήσει με τον εκπέσοντα Σουδανό δικτάτορα τη δημιουργία μιας ναυτικής βάσης σε μια νησίδα στην Ερυθρά Θάλασσα, κάτι που προκαλούσε έντονες αντιδράσεις σε Αίγυπτο και Σαουδική Αραβία. Πλέον αυτή δεν είναι καθόλου σίγουρο πως θα ολοκληρωθεί.

Η Τουρκία συνεχίζει βέβαια να διατηρεί ναυτικές βάσεις και στρατιωτική παρουσία στην Αλβανία, στη Σομαλία και στο Κατάρ, αλλά κάτω από αυτή την αυξανόμενη πίεση και την οικονομική δυσχέρεια, δεν είναι σίγουρο πως θα μπορέσει να τις διατηρήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα ακόμη. Η γεωπολιτική είναι στενά συνδεδεμένη με την οικονομία.

ΗΠΑ προς Τουρκία: “Το σύστημα των S-400 δεν είναι συμβατό με την αρχιτεκτονική του ΝΑΤΟ”

Όλα αυτά θα ήταν ασφαλώς διαχειρίσιμα από την Άγκυρα και τον Ερντογάν, αν οι σχέσεις του με την Ευρώπη και τις ΗΠΑ ήταν καλές ή έστω φυσιολογικές. Μετά το πραξικόπημα του 2016, για το οποίο ο Ερντογάν θεωρεί υπεύθυνη την Ουάσιγκτον, ο “σουλτάνος” άλλαξε τη στάση του απέναντι στη Δύση, που από καχύποπτη έγινε σχεδόν εχθρική, και υιοθέτησε μια πολιτική προσέγγισης με τη Ρωσία και το Ιράν, που “ακήρυχτοι εχθροί” της Δύσης. Ειδικά απέναντι στη Ρωσία παρατηρήθηκε μια “άνοιξη” στις σχέσεις με τη Μόσχα, κυρίως στον οικονομικό, στον ενεργειακό αλλά και στον στρατιωτικό τομέα, η οποία εξόργισε την Ουάσιγκτον. Η “σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι” ήταν η απόφαση του Ερντογάν να προμηθευτεί τα ρωσικά αντιαεροπορικά συστήματα S-400, περιφρονώντας τα αμερικανικά Patriot. Αυτό αποτέλεσε Casus Beli για την Ουάσιγκτον.

“Το σύστημα των S-400 δεν είναι συμβατό με την αρχιτεκτονική του ΝΑΤΟ. Δεν θα υπάρξει ποτέ ένα εξάρτημα των F-35 δίπλα σε ένα S-400, αυτό δεν θα συμβεί ποτέ. Αυτό είναι θέση και των δύο κομμάτων στο Κογκρέσο”, δήλωσε ο Δημοκρατικός γερουσιαστής Μπομπ Μενέντεζ. Αυτός, μαζί με τον Ρεπουμπλικανό Μάρκο Ρούμπιο, έχουν καταθέσει από κοινού ένα νέο νομοσχέδιο στο αμερικανικό Κογκρέσο, το οποίο επαναπροσδιορίζει την αμερικανική πολιτική στην Ανατολική Μεσόγειο, ενισχύοντας ακόμη περισσότερο τον στρατηγικό άξονα Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ και περιορίζοντας τα περιθώρια προκλητικής και επιθετικής πολιτικής της Τουρκίας. Σύμφωνα με τον Μπομπ Μενέντεζ η Τουρκία δεν θα μπορέσει με τίποτε να “παντρέψει” την αγορά των ρωσικών αντιαεροπορικών συστημάτων S-400 με την απόκτηση των υπερσύγχρονων αμερικανικών μαχητικών F-35. Το ένα δεν συμβιβάζεται με το άλλο. Οπότε πρέπει να κάνει γρήγορα την “σωστή επιλογή” και να μην περάσει το σημείο έπειτα από το οποίο οι βλάβες θα είναι αναπόφευκτες, ειδικά στην ευάλωτη τουρκική οικονομία, η οποία θα πρέπει μέσα στο επόμενο 12μηνο να αναχρηματοδοτήσει εξωτερικά δάνεια ύψους 120 δισ. Δολαρίων.

Θα καταλήξει η Τουρκία “φορτηγό με σπασμένα φρένα στην κατηφόρα”;

Αυτό που λαμβάνει χώρα κατά την τελευταία περίοδο είναι ένας ωμός εκβιασμός από την πλευρά της Ουάσιγκτον, και “παιχνίδια γοήτρου” από την πλευρά του Ερντογάν, ο οποίος φιλοδοξεί να παρουσιάσει στο εσωτερικό την εικόνα μιας “ισχυρής και ανεξάρτητης Τουρκίας” άσχετα αν η πραγματική εικόνα της οικονομίας της είναι εκείνη ενός “γίγαντα με πήλινα πόδια”, καθώς η τουρκική οικονομία εξαρτάται άμεσα από τη Δύση. Η όλη διαμάχη, αν παραταθεί, θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμη και σε “θερμό επεισόδιο” με την Ελλάδα και στο τέλος σε νέα “ανατολίτικα παζάρια” με την Ουάσιγκτον, με ανταλλάγματα π.χ. έλεγχος του Αιγαίου από το ΝΑΤΟ, συμμετοχή και της Τουρκίας στην εκμετάλλευση των ενεργειακών κοιτασμάτων της Κύπρου κ.ά, προκειμένου η Άγκυρα να απαγκιστρωθεί από τη Μόσχα.

Γι’ αυτό και η Ελλάδα δεν θα πρέπει να χαίρεται με την παρούσα επιδείνωση των τουρκο-αμερικανικών σχέσεων, αλλά να φροντίζει να ενισχύσει ακόμη περισσότερο το γεωπολιτικό της ρόλο, τις συμμαχίες της και την αποτρεπτική της ισχύ. Να μην αντιδρά νευρικά και σπασμωδικά στην τουρκική προκλητικότητα, αλλά νηφάλια και αποφασιστικά. Σε κάθε περίπτωση η Τουρκία είναι αρκετά μεγάλη και αρκετά σημαντική για να μην αγνοηθεί ή υποτιμηθεί, ειδικά από την Ελλάδα. Η χώρα μας δεν έχει τίποτε να κερδίσει αν η Τουρκία αποσυνδεθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή αν φύγει από το ΝΑΤΟ. Σε αυτή την περίπτωση θα μοιάζει με “τρελό φορτηγό” σε κατηφόρα με “σπασμένα τα φρένα”. Δεν θα σταματήσει προτού τα διαλύσει όλα.

* Ο Γιώργος Στάμκος είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος.

ΑΠΟ ΤΟ TVXS