«Θητεία» στον Μίκη Θεοδωράκη

Του Σάκη Τόδουλου

Στον Διονύσιο και «σ’ αυτούς που θα’ ρθουν»

(Με αφορμή τα 95α γενέθλια του Μίκη)

—————————————————————————————–

«Εν αρχή ήν ο Λόγος»[1].

Εν Αρχή της ζωής μου είναι ο Μίκης, ο δικός μου Λόγος.

Τα παιδικά μου χρόνια τα περπάτησα πάνω στις πληγές της μεταπολεμικής/μετεμφυλιοπολεμικής Ελλάδος, πάνω «στην έγνοια της καινούργιας λευτεριάς σου Ελλάδα»[2].

Δεν μας πείραζε η φτώχια.

Από νωρίς νοιώσαμε στο πετσί μας τι σημαίνει αδικία.

Κι είχαμε μάθει από τις μάνες μας να μην υποφέρουμε «το άδικο να πνίγει το δίκιο»[3].

Το θεμελιώδες αίτημα για κοινωνική δικαιοσύνη οδήγησε εμένα και πολλούς της γενιάς μου στους αγώνες του φοιτητικού κινήματος των αρχών της δεκαετίας του ‘60.

Τα μηνύματά μας για εθνική ανεξαρτησία, ελευθερία, ισότητα και δικαιοσύνη πήραν χρώμα μέσα από τη μουσική ενός Ψηλού, που με τον «Επιτάφιο» του έκανε να «βροντάνε στράτες κι αγορές, μπαλκόνια και σοκάκια»[4] και με την «Πολιτεία» του μας εμψύχωνε λέγοντας ότι «εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί»[5].

Κι ήρθε ο Οκτώβρης του 1962. Ένα κομβικό χρονικό σημείο. Είχε περάσει ένα έτος από τις εκλογές «της βίας και νοθείας» και βρισκόμασταν μέσα στον «Ανένδοτο Αγώνα», σε συνθήκες διχασμού και βαθιάς όξυνσης.

Στο Θέατρο Καλουτά ο θίασος του Μάνου Κατράκη ανεβάζει «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού». Μια μουσικοθεατρική παράσταση σε μουσική και ποίηση του Μίκη Θεοδωράκη που μοιάζει με αρχαία τραγωδία. Το «Τραγούδι του νεκρού αδελφού» ήταν η δημιουργική αποτύπωση ενός ατόφιου κοινωνικού οράματος, όπου μέσα από ένα πραγματικό λαϊκό δράμα ο Λαός – Χορός αναζητά την συμφιλίωση, την ένωση, την «ενότητα ουσιαστική όλων των Ελλήνων»[6].

Το να παρακολουθήσει κάποιος την παράσταση δεν ήταν εύκολο. Για να μπορέσουμε να μπούμε στην παράσταση αλλά και να βγούμε από αυτήν έπρεπε να υποστούμε κάθε βράδυ την «ευγενική περιποίηση» κρατικών και παρακρατικών.

Μέσα από την «εμπειρία» αυτή γνωρίστηκα με τον Μίκη.

Έκτοτε τον ακολουθώ. Είναι η Αρχή και ο Λόγος μου.

Γνώρισα το 1962 έναν Άνθρωπο με ολοκληρωμένο πρόγραμμα για την Πατρίδα και το Λαό μας, έναν καλλιτέχνη με προγραμματικό σχέδιο για ένα «σύγχρονο ελληνικό έργο», την «Ελληνική Μουσική» και τον Πολιτισμό, έναν πνευματικό δημιουργό με σταθερή αναζήτηση την Ελληνικότητα και μόνιμο μέσο τη μέθεξη και την διαρκή διαλεκτική συνομιλία με τον Λαό κι έναν πολιτικό με σταθερή προσήλωση στην Εθνική Ενότητα και τη Δημοκρατία.

Το 1962 ο Μίκης ήταν 37 ετών. Είχε μεγαλώσει μετακινούμενος με την οικογένειά του από πόλη σε πόλη ακολουθώντας τις μεταθέσεις του πατέρα του. Είχε ξαπλώσει κάτω από τον έναστρο ουρανό των νησιών μας ψηλαφώντας την Συμπαντική Αρμονία. Είχε πολεμήσει τον Δεκέμβρη έχοντας στον κόρφο του την Αγία Γραφή. Είχε δει φίλους και συντρόφους του και από τις δυο πλευρές να χάνουν τη ζωή τους στον φονικό Εμφύλιο. Είχε περάσει από τις εξορίες της Ικαρίας, είχε μαρτυρήσει στη Μακρόνησο και είχε ολοκληρώσει μέσα από απίστευτες δυσκολίες τις σπουδές του στη Μουσική στο Ωδείο Αθηνών. Είχε αποκτήσει ευρύτατη παιδεία και είχε βαπτιστεί στην μεγάλη Ποίηση και στην Ελληνικότητα. Είχε ζήσει στο Παρίσι όπου και έκανε την διδακτορική διατριβή του στη Μουσική δίπλα σε σπουδαίους δασκάλους αναπτύσσοντας την δική του τεχνική των «Τετραχόρδων». Είχε ήδη καταξιωθεί στη Δυτική Ευρώπη στην σύνθεση σε έργα για το μπαλέτο και τον κινηματογράφο και τον ανέμενε μια μεγάλη καριέρα στην Δυτική Ευρώπη.  Όμως, όλα αυτά τα άφησε πίσω του και επέστρεψε στις ρίζες του αποφασισμένος να δώσει τον αγώνα για τα πολιτιστικά, κοινωνικά και πολιτικά οράματά του.

Έτσι γνώρισα το Μίκη κι έκτοτε τον ακολουθώ κι έχω την τιμή να με ενώνουν μαζί του βαθύτατοι και άλυτοι δεσμοί.

Στην διαδρομή μου με το Μίκη από το 1962 μέχρι και σήμερα είδα τον Μίκη να αναδεικνύεται αυθόρμητα ως ηγέτης της «Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη», ένα κίνημα που έσπευσαν οι δυνάμεις της Αριστεράς να επιχειρήσουν να το ποδηγετήσουν.

Είδα τον Μίκη να πρωτοστατεί στους κοινωνικούς αγώνες και παράλληλα να δημιουργεί αδιάκοπα και να γεννά τα μνημειώδη έργα του.

Είδα το Μίκη να τραγουδά για τη Ρωμιοσύνη!

Είδα το Μίκη να βασανίζεται και να εξορίζεται από τη Χούντα.

Τον είδα να ηγείται στον Αντιδικτατορικό Αγώνα.

Τον είδα να επιστρέφει την επόμενη μέρα της πτώσης της Χούντας και να βάζει τις μεγάλες πλάτες του στην ανόρθωση της Δημοκρατίας.

Μετείχα μαζί του στην νέα «ΕΔΑ» με άλλους φίλους.

Είχα την τιμή να μετέχω μαζί του το 1976 στο «Κίνημα για τον Πολιτισμό και την Ειρήνη» και στην διοργάνωση ενός σημαντικού Συμποσίου στο Κολυμπάρι Χανίων το 1977, με καλεσμένους τον Φρανσουά Μιτεράν, τον Ζακ Αταλί και άλλες σημαίνουσες προσωπικότητες.

Τον είδα να προβληματίζεται για την πολιτιστική διάβρωση που είχε αρχίσει να διεισδύει στη χώρα και να υποσκάπτει τον πολιτισμό, τον θεμέλιο εθνικό μας λίθο.

Τον είδα στη δεκαετία του ΄80 να προβληματίζεται για την «ξηρασία» και την «Πυραμίδα της Εξουσίας» και να ανησυχεί περισσότερο από ό,τι ανησυχούσε όταν ο τόπος αντιμετώπιζε πανίσχυρους αλλά ορατούς εχθρούς.

Τον είδα να χτυπά τις καμπάνες της ιστορικής μνήμης για να αφυπνίσει κλαίγοντας για τη Ρωμιοσύνη, την ίδια περίοδο που ακούγαμε κάποιες φωνές να μας λένε ότι αρκετά τραγούδησε ο λαός μας «ως τα τώρα, Σεφέρη, Ρίτσο και Ελύτη».

Τον είδα να ηγείται της γνήσιας προσπάθειας για την Ελληνοτουρκική φιλία, μια φιλία των λαών μέσα από την Τέχνη και τον Πολιτισμό.

Τον παρακολούθησα το 1989, όταν σε ώρες δύσκολες για την σταθερότητα των θεσμών της χώρας πρωταγωνίστησε στον αγώνα για εθνική συμφιλίωση και άρση του νέου διχασμού. Δεν τον ακολούθησα, κι ας ήμουν πληγωμένος «για την προδοσία των δικών μας», όπως κι ο Λευτέρης Παπαδόπουλος που έγραφε στο γραφείο μου το «Βρώμικο ‘89»

Τον είδα να λοιδορείται ως «Υπουργός άνευ σημασίας» και τον είδα να αποχωρεί από την κυβέρνηση με σιωπηλό πάταγο.

Αγκαλιαστήκαμε ξανά στην πρώτη παράσταση της όπερας «Μήδεια» στην Αθήνα, όπου μου χάρισε απλόχερα την αγάπη του φωνάζοντας μέσα στο πλήθος εμένα το φίλο του να πάω κοντά του.

Είδα τον Μίκη στα μέσα της δεκαετίας του ‘90 να προειδοποιεί για φαινόμενα ποδηγέτησης της πολιτικής από σκοτεινά οικονομικά συμφέροντα. Τον άκουσα να προειδοποιεί για την πολιτισμική πτώχευση.

Είδα τη μουσική του να εξαφανίζεται δια μαγείας από τα κανάλια, ραδιοφωνικά και τηλεοπτικά, από τότε που κατονόμασε και στηλίτευσε το «Star System»[7].

Τον είδα να συζητά με τον Μιτεράν και άλλους μεγάλους ηγέτες της Ευρώπης, οι οποίοι επιζητούσαν την άποψή του, ακόμη και όταν ήταν ιδιαίτερα κριτική, ή ορθότερα, ακριβώς επειδή ήταν κριτική.

Τον άκουσα να επικρίνει τα κακώς κείμενα στις συνομιλίες του με τους ηγέτες των κρατών του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού και να τον οδηγούν στο περιθώριο ή στην καλύτερη περίπτωση να τον ανέχονται με εμφανή δυσαρέσκεια, μόνο και μόνο επειδή το έργο του είχε πλατιά απήχηση στους λαούς.

Τον άκουσα να απευθύνεται αδελφικά στον Fidel Castro και να του μιλά για «τα τελευταία κουρέλια απ’ τα γιορτινά μας φορέματα»[8].

Είχα την τιμή και βαθιά συγκίνηση να συντονίσω, μαζί με τον Αδαμάντιο Πεπελάση, τον Δημήτρη Καραχάλιο, τον Βύρωνα Σάμιο και τον Χριστόφορο Αργυρόπουλο, τη μεταφορά του αρχείου του στη Μουσική Βιβλιοθήκη «Λίλιαν Βουδούρη» που στεγάζεται στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.

Ήμουν στο σπίτι του, όταν στην υπόθεση «Οτσαλάν» έκανε την βαρυσήμαντη δήλωση που λύτρωσε τον Ελληνικό λαό από το άδικο στίγμα της προδοσίας.

Είδα να τον κατηγορούν και να τον συμβουλεύουν να «κάτσει στο σπίτι του», να ασχοληθεί με τη Μουσική του και να μην ασχολείται με την πολιτική, οι ίδιοι άνθρωποι που κρύβονταν από πίσω του όταν αυτός βασανιζόταν μαρτυρικά.

Τον είδα να συντρίβεται και να πνίγεται στα δακρυγόνα, όταν διακυβεύτηκε η εθνική ανεξαρτησία της χώρας μας όταν ήρθε η οικονομική πτώχευση της χώρας.

Τον ακολούθησα όταν άναψε τη «Σπίθα» για να βάλει με τη φωνή του «μικρές πυρκαγιές»[9] σ’ όλη τη χώρα για την εθνική αφύπνιση.

Τον είδα να νοιώθει βαθιά προσβεβλημένος από τους νέους Ηγέτες που υπόσχονταν ότι θα διώξουν «τους παρείσακτους»[10] και ότι θα πουν το μεγάλο «Όχι», αλλά αντ’ αυτού έδεσαν την χώρα σε ακόμη μεγαλύτερη και βαθύτερη εξάρτηση.

Τον βλέπω και σήμερα και τον θαυμάζω όταν τον βρίσκω μ’ ένα χαρτί κι ένα στυλό στο χέρι στο σπίτι του να γράφει τις «γιγάντιες σκέψεις»[11] του που τόσο χρειάζεται ο Λαός μας.

Όλα αυτά τα χρόνια της «θητείας» και «μαθητείας» μου στο Μίκη τον θαυμάζω για την ακούραστη, συστηματική, επίμονη και επίπονη εργασία του. Πολλές ώρες, μέρα και νύχτα, καθισμένος στο γραφείο του δουλεύει πάνω σε κάθε έργο του, μουσικό και συγγραφικό, μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Κάθε φορά που του εκφράζω τον θαυμασμό μου για κάποιο έργο του, σπεύδει με σεμνότητα να μου θυμίζει πόσες πολλές ώρες εργάζονταν οι Αρχαίοι Τραγικοί Ποιητές.

Θαύμαζα και θαυμάζω την ικανότητά του να μετουσιώνει σε πολιτισμό τα πολιτικά και κοινωνικά αιτήματα, να μεταφράζει σε μουσικό λόγο τα υψηλά ανθρώπινα συναισθήματα, την Αγάπη, τον Έρωτα και το Θάνατο.

Όπως το 1962 συνέθεσε ποιητικά και μουσικά την ανάγκη για Ενότητα του Λαού σε «Τραγούδι του νεκρού αδελφού», με την ίδια αμεσότητα μετέτρεψε το 1973 την κριτική στην «δυτική κουλτούρα» και τον ιμπεριαλισμό στο οικουμενικό «Canto General». Όπως το 1978 έπιασε στα καλλιτεχνικά «Ραντάρ» του τους κινδύνους της επερχόμενης κοινωνικής αποσάθρωσης, το ίδιο ατόφια εξέφρασε το 1986 αισθητικά με τη «Φαίδρα» τραγούδια αγάπης. Όπως εξύμνησε μουσικά τη Ρωμιοσύνη έτσι θρήνησε γι’ αυτήν με το «θρησκευτικό» δράμα «Διόνυσος» το 1985» όταν τον είδε να δικάζεται στην Πνύκα και να εκτελείται η θανατική ποινή του με συνοπτικές διαδικασίες τον «Δεκέμβρη» κι όταν τον είδε να μεταμορφώνεται και να επιστρέφει αενάως στο παρελθόν αλλά και σ’ ένα μέλλον που έχει «πυροβολήσει ο Ποιητής».

Είναι κοινός τόπος ότι το μεγάλο κατόρθωμα της μουσικής δημιουργίας του Μίκη είναι ότι έφερε στο στόμα του Ελληνικού Λαού τον υψηλό ποιητικό λόγο των Ελλήνων ποιητών που τόσο βαθιά θαυμάζει.

Χωρίς να θέλω να μειώσω την αξία αυτού του επιτεύγματος, η δική μου εκτίμηση είναι ότι ο Μίκης Θεοδωράκης κατάφερε να μεταμορφώνει σε πολιτιστικό γεγονός τα κοινωνικά αιτήματα, τον πολιτικό λόγο και την αναζήτηση «του Έρωτα και της Αγάπης». Θέλω να πω ότι μέσα από τον μουσικό αλλά και ποιητικό του Λόγο, ο Μίκης πέτυχε να μεταφράζει άμεσα και αδιαμεσολάβητα την διαλεκτική του με το Λαό-Χορό και να κάνει τραγούδι την ανάγκη του ανθρώπου για δικαιοσύνη, ελευθερία, φιλί και αγάπη.

Επίσης, στις μελωδίες των τραγουδιών του Μίκη έχει κανείς την αίσθηση ότι αποκαλύπτεται η μουσικότητα του ίδιου του ποιητικού κειμένου αλλά και ότι η Μουσική του Μίκη είναι και από μόνη της ποίηση.

Από πολιτικής άποψης η μεγάλη συμβολή του Μίκη εστιάζεται στην στερέωση και εμβάθυνση της Δημοκρατίας, τόσο με τους Αγώνες του στη Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη και στον Αντιδικτατορικό Αγώνα αλλά και κυρίως στη μεταπολίτευση με την στήριξη του Κ. Καραμανλή και στη συνέχεια με την ενωτική κίνησή του για την υποστήριξη της κυβέρνησης Μητσοτάκη σε μια περίοδο απειλής κατά των θεσμών της δημοκρατίας μας. Η συμβολή του αυτή κορυφώθηκε κατά την άποψή μου σε όλη την περίοδο της «ύπνωσης», όταν αυτός με άρθρα, βιβλία και δηλώσεις προειδοποιούσε από τους αόρατους εχθρούς της Δημοκρατίας. Η συμβολή του αυτή δεν αποτυπώθηκε μόνο στις καθαυτές πολιτικές δράσεις του αλλά και στο καλλιτεχνικό του έργο. Κάθε μουσικό και ποιητικό έργο του Μίκη είναι μια πολιτική πράξη και κάθε πολιτική δράση του είναι και ένα πολιτιστικό γεγονός, μια φανέρωση πολιτισμού.

Στη μακρά εθελοντική θητεία μου με το Μίκη είδα και γνώρισα ανθρώπους από κάθε χώρα που γνωρίζουν βαθιά το έργο του Μίκη, ειδικά αυτό που αποκαλείται «άγνωστο και αδικημένο έργο».

Στη μαθητεία μου με το Μίκη γνώρισα και διάβασα πολλούς και ενδιαφέροντες ανθρώπους που, από την σκοπιά του ο καθένας, μελέτησαν το έργο και τη ζωή του Μίκη και προσπάθησαν να φωτίσουν τις όψεις του. Είναι πραγματικό αξιοθαύμαστο πόσοι άνθρωποι στην Ελλάδα και στο εξωτερικό έχουν προσεγγίσει το έργο του Μίκη. Εκεί που νόμιζες ότι έχουν γραφτεί όλα για το Μίκη, ξαφνικά έρχεται πάντα ένας ακόμη νέος ερευνητής για να φωτίσει κάποια ακόμη άγνωστη όψη του έργου του Μίκη ή να αναδείξει μια άλλη άποψη πάνω σε γνωστές πτυχές. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, ζωντανοί και νεκροί, δημιουργούν μια ζώσα  και ενεργή Κοινότητα και μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια είχα την τύχει να μελετήσω το έργο τους για να δημιουργήσω μια όσο το δυνατό πιο πλήρη εικόνα για το Μίκη.

Για μένα είναι σαφές: Το έργο του Μίκη, το μουσικό, ποιητικό, συγγραφικό, πολιτικό και φιλοσοφικό έργο του, η ζωή και η προσωπικότητά του αποτελούν ενιαία και αδιαίρετη ενότητα, ένα σφριγηλό σώμα, ένα αρμονικό σύμπαν.

Διαβάζοντας αυτά που έγραψα μέχρι τώρα αναλογίζομαι πόσα αναρίθμητα θα ήθελα και θα μπορούσα να αναφέρω: Για την Παγκόσμια Πρώτη του Μπαλέτου «Ζορμπάς» στην Αρένα της Βερόνας, για τις θρυλικές συναυλίες στο εξωτερικό που ακολούθησα, για τις πρώτες εκτελέσεις των έργων του για όπερα, για τον πόνο που ένιωσε όταν έχασε τον πατέρα του, έναν σεβάσμιο άνθρωπο που ήταν ο καλύτερος επιμελητής της αρθογραφίας για το έργο του Μίκη, για την συνάντηση με την «Ακολουθία εις Κεκοιμημένους» και τη θρυλική εγγραφή της στην Αγία Πετρούπολη, για την συντριβή και το θυμό του από το χαμό του αδελφού του, για τις ονειρικές «παρέες του Σαββάτου», για την οργή του από την διακύβευση των θεσμών της χώρας και της εθνικής ανεξαρτησίας, για την έμφυτη ευγένεια και λεπτότητά του, για τη λιτότητά και ολιγάρκειά του και κυρίως για την Αγάπη του, τη βαθιά αγάπη του στον Άνθρωπο, στην Ελλάδα, στη Γη και το Τραγούδι της.

Αν θα έπρεπε να συνοψίσω μόνο σε μια πρόταση θα έλεγα το εξής:

Το έργο του Μίκη έκανε πράξη τα λόγια του Ποιητή, άνοιξε δρόμο «στο κορμί, στο πνεύμα, στην ψυχή» της Ελλάδας.

Μίκη Αγαπημένε!

«Μη με κοιτάς με μάτια βουρκωμένα,

μες στην καρδιά μου τα ‘χω σφραγισμένα

τα όνειρά μας τα χαμένα»[12].

Αθήνα, 29 Ιουλίου 2020

Σάκης Τόδουλος


[1] Κατά Ιωάννην α΄ 1-17

[2] Σικελιανός, Πνευματικό Εμβατήριο.

[3] Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα.

[4] Γιάννης Ρίτσος, Επιτάφιος.

[5] Τάσος Λειβαδίτης, Πολιτεία.

[6] Μίκης Θεοδωράκης, Μελοποιημένη Ποίηση, Τόμος Α, Τραγούδια, β΄ έκδοση, σελ. 82.

[7] Μίκης Θεοδωράκης, Star System, 1984 εκδόσεις Κάκτος

[8] Μ. Αναγνωστάκης, Μιλώ.

[9] Μανώλης Αναγνωστάκης, Χάρης 1944.

[10] Pablo Neruda, Canto General, Sandino.

[11] Άγγελος Σικελιανός, Πνευματικό Εμβατήριο.

[12] Μίκης Θεοδωράκης, Διόνυσος, 1985.