Ιστορίες για Ντίκενς

Της Ρούλας Γεωργακοπούλου

Με όλο το σέβας, κυρία Μιχαηλίδου, αλλά σοβαρά τώρα; Από πού θα αναδυθούν τα τριακόσια τόσα κατάλληλα ζευγάρια που θα σπεύσουν να γίνουν «Ανάδοχες οικογένειες» για τα ταλαίπωρα παιδιά της Κιβωτού; Απ’ όπου και να το πιάσω σκαλώνω πάντα στο ίδιο ερώτημα.

Ποιοι κάνουν παιδιά σ’ αυτή τη χώρα; Τα μεσαίας και ανώτερης οικονομικής κλίμακας start-up ζευγάρια αρκούνται στο ένα, το μονογενές, το αεροστεγές, το ΚΝ95, το δύστηνο, που μετά από χιλιάδες γούτσου γούτσου και χάπι μπέρθντεϊ, θα έρθει η ώρα που, έτσι ανάδελφο και μοναχό, θα λυγίσει από τις νευρώσεις της φαμίλιας καθώς και από τις χαμηλές επιδόσεις του στο σκληρό άθλημα της μοιρασιάς που είναι μονόδρομος προς την αγάπη, ίσως δε και τη Δημοκρατία.

Τέτοια προνόμια να τα βράσω. Λιγότερο βραστερά όμως κι από τα ρεβίθια είναι, θαρρώ, και ο γρίφος των (πάρα) πολλών τέκνων, από ποιους γονιούς άραγε; Αν το οξύτατο δημογραφικό μας πρόβλημα ήταν απλή υπόθεση καταμέτρησης, τότε θα ‘πρεπε να δοξάζουμε περιπτώσεις γονιών κι όχι τώρα να τους σέρνουμε στα δικαστήρια, άλλον για πολλαπλή δολοφονία των παιδιών του κι άλλον για παραμέληση, σεξουαλική παραβίαση και μαστροπεία.

Σταματάω, αλλά, καλού κακού, αφήνω τις μηχανές μου στο ρελαντί, μήπως με κυνηγήσει κανείς. Η εξιδανίκευση, πρώτη και καλύτερη. Αυτή η μεγάλη τροφός της διαστροφής, αυτή είναι που με κυνηγάει.

Περνώντας συχνά φέτος το καλοκαίρι έξω από τον μεγάλο ελαιώνα με την εντυπωσιακή βίλα (δωρεά οικογένειας Καρέλια στην Κιβωτό), σε απόσταση αναπνοής από τη θάλασσα της Καλαμάτας, μ’ άρεσε να κοκορεύομαι στους εντυπωσιασμένους επισκέπτες μας. Να, κοιτάξτε, εδώ, εδώ, το λέει και η ταμπέλα! Η μέσα μου φωνή ωστόσο με έστελνε, όπως πάντα, στην κόλαση. Και πρώτα απ’ όλα, πού ήταν τα παιδιά; Προσωπικά δεν είχα δει ποτέ κανένα να βολτάρει στο κτήμα, να παίζει, να τρέχει, να μπουγελώνεται με τ’ άλλα.

Σήμερα βέβαια πληροφορούμεθα ότι τα θαλάσσια λουτρά ήταν νυχτερινά, πράγμα που άρεσε και σε μας όταν ήμασταν έφηβοι ή προέφηβοι με τις ορμόνες μας να ξεχαρβαλώνουν το φωτορρυθμικό, να μην ξέρουμε κατά πού είναι το φως και κατά πού το σκοτάδι. Τέτοιο ευαίσθητο υλικό πώς έφτασε στην απόλυτη δικαιοδοσία ενός παιδαγωγικά αστοιχείωτου ιερέα και της πρεσβυτέρας του; Συμβαίνουν και στις καλύτερες οικογένειες, θα μου πεις, αλλά δεν θα ‘χεις δίκιο. Γιατί η Κιβωτός δεν ήταν ιδιωτική, να κάνει όπως νομίζει τα κουμάντα της.

Είμαστε κι εμείς εδώ, οι δωρητές, οι εθελοντές, οι πάροχοι δημοσιότητας, οι εξιδανικευτές, οι ένοχοι, οι ενοχοποιημένοι, οι όποιοι.Μόνον μια μικρή κλωστούλα θα τραβήξω κι ύστερα θα ξεπαρκάρω σπινιάροντας. Πώς είναι δυνατόν στον 21ο αιώνα, ένας παπάς με το αντερί ή μια παπαδιά του κατηχητικού να χαστουκίζει και να στέλνει στην απομόνωση έναν 16χρονο από προβληματική οικογένεια και ποιος ξέρει τι εμπειρίες, πώς είναι δυνατόν, λέγω, να τον φυλακώνει, να τον τιμωρεί και να τον σταμπάρει ως «παραβατικό» αποπάνω, μόνον και μόνον επειδή… κάπνιζε; Ο Θεός να μας φυλάει από τους πιστούς του. Αυτό λέω μόνον, κι έφυγα.

ΑΠΟ ΤA NEA