Επιτακτικά «ναι» στην ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου

Του Ιωάννη Βαρβιτσιώτη

Εντύπωση μου προξένησε ότι σε μια συνέντευξή του στην «Καθημερινή» (30.7.2017), ο υπουργός Δικαιοσύνης στο μόνο σημείο στο οποίο αναφέρθηκε για την «κυοφορούμενη» συνταγματική αναθεώρηση ήταν ότι είναι αντίθετος με την ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου. Διότι έτσι θα καταργηθεί ο διάχυτος, από όλα τα δικαστήρια, έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, που άλλωστε ισχύει σήμερα. Αυτή υπήρξε και η αφορμή της συγγραφής αυτού του άρθρου.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η καθολική υποχρέωση όλων των δικαστηρίων (πολιτικών, ποινικών, διοικητικών) οποιουδήποτε βαθμού (ειρηνοδικείο, πρωτοδικείο, εφετείο, ανώτατο δικαστήριο) που, σύμφωνα με τη συνταγματική διάταξη (άρθρο 93 παρ. 4), υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν τον νόμο που το περιεχόμενο είναι αντίθετο με το Σύνταγμα, τονώνει το αίσθημα ευθύνης του δικαστή και εμπεριέχει ένα δημοκρατικό στοιχείο στην όλη διαδικασία (βλ. Ι. Βαρβιτσιώτη: «Η Ελλάδα μπροστά στο 2000. Ενα νέο συνταγματικό πλαίσιο», Αθήνα (1996), εκδόσεις Αντ.Σάκκουλα, σελ. 227, και «Συνταγματικοί Στοχασμοί», Αθήνα (2014), εκδόσεις Σάκκουλα, σελ. 87).

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο κριθείς ως αντισυνταγματικός νόμος εξαφανίζεται από την έννομη τάξη. Κατά συνέπεια, οποιοδήποτε άλλο δικαστήριο μπορεί να κρίνει τον ίδιο νόμο συνταγματικό και να τον εφαρμόσει σε άλλη περίπτωση. Η έκδοση όμως αντιθέτων αποφάσεων δημιουργεί αβεβαιότητα στους πολίτες και στη διοίκηση, γεγονός που ανατρέπει την ασφάλεια δικαίου και θίγει ευθέως την αρχή του κράτους δικαίου. Αυτή άλλωστε είναι και η μεγάλη αδυναμία του διάχυτου ελέγχου. Μια άλλη αδυναμία του διάχυτου ελέγχου είναι ότι ένας νόμος μπορεί να κριθεί αντισυνταγματικός πολλά χρόνια μετά την έναρξη ισχύος του, με αποτέλεσμα να ανατραπούν διαμορφωμένες καταστάσεις και να δημιουργηθούν ποικίλα προβλήματα. Είναι, άλλωστε, πρόσφατες οι αναδρομικές οικονομικές διεκδικήσεις πολλών κλάδων εργαζομένων (τελευταίο χαρακτηριστικό παράδειγμα οι οικονομικές αξιώσεις των ενστόλων και των δικαστικών λειτουργών), σε βάρος του κράτους, οι οποίες θεμελιώθηκαν λόγω της διαπίστωσης από το δικαστήριο αντισυνταγματικότητας ορισμένων διατάξεων νόμων, αρκετά χρόνια μετά τη δημοσίευσή τους. Ετσι, όμως, η εκ των υστέρων κρίση γεννά, κατά κανόνα, το δικαίωμα για αναδρομική καταβολή οφειλόμενων ποσών.

Είναι προφανές ότι αυτά τα δύο προβλήματα αποτελούν σημαντικά σημεία αδυναμίας του διάχυτου ελέγχου. Τα σημεία αυτά είναι δυνατόν να εξαλειφθούν με την καθιέρωση συνδυασμού μεταξύ διάχυτου και συγκεντρωτικού ελέγχου. Μόλις το δικαστήριο οποιασδήποτε βαθμίδας διαπιστώσει αντισυνταγματικότητα, δεν εκδίδει απόφαση, αλλά παραπέμπει το θέμα στο Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο πρέπει μέσα σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα να αποφασίσει για τη συνταγματικότητα του συγκεκριμένου νόμου. Ετσι, οδηγούμαστε στην ανάγκη για σύσταση Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο θα λειτουργεί στα πρότυπα των αντίστοιχων δικαστηρίων των λοιπών ευρωπαϊκών χωρών.

Ενας εξίσου σοβαρός λόγος επιβάλλει την ίδρυση του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Πολλές φορές, όταν στη Βουλή κατά την ψήφιση ενός νόμου προβάλλεται ένσταση αντισυνταγματικότητας, το θέμα λύνεται με απόφαση της Βουλής. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η απόφαση που λαμβάνεται στηρίζεται σε νομική αξιολόγηση, αλλά εξαρτάται από την επιθυμία της εκάστοτε πλειοψηφίας. Και ακόμη, το Συνταγματικό Δικαστήριο θα επιλύει προβλήματα τα οποία ανακύπτουν στη Βουλή σχετικά με την ερμηνεία του Συντάγματος. Κλασική περίπτωση είναι η ψήφος Αλευρά. Τότε το σύνολο των συνταγματολόγων της χώρας απεφάνθη ότι ο Αλευράς, που εκτελούσε ως πρόεδρος της Βουλής καθήκοντα Προέδρου της Δημοκρατίας, δεν δικαιούται να μετάσχει στην ψηφοφορία. Παρά ταύτα, η πλειοψηφία της Βουλής αποφάσισε ότι δικαιούται να ψηφίσει. Ετσι με την ψήφο του Αλευρά, ο Σαρτζετάκης έλαβε 180 ψήφους, όσες ακριβώς απαιτούνταν για να εκλεγεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Ολα τα παραπάνω επιχειρήματα θεωρώ ότι καθιστούν επιβεβλημένη σε προσεχή αναθεώρηση του Συντάγματος την ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου. Ολες αυτές οι απόψεις, βέβαια, αποκτούν σημασία εφόσον η κυβέρνηση προχωρήσει στην αναθεωρητική διαδικασία.

* Ο Ιωάννης Βαρβιτσιώτης, βουλευτής από το 1961-2004 και ευρωβουλευτής από το 2004-2009, έχει διατελέσει και υπουργός Δικαιοσύνης.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ