Οι τρεις προϋποθέσεις μιας ουσιαστικής αναθεώρησης

Του Γιώργου Γεραπετρίτη*

Είναι σημαντικό για το πολίτευμα να ανοίξει το κεφάλαιο της συνταγματικής αναθεώρησης. Είναι όμως πιο σημαντικό να ανοίξει με όρους που θα διασφαλίζουν μια ουσιαστική αναθεώρηση. Και τούτο λαμβάνοντας ιδίως υπόψιν ότι οι τρεις έως σήμερα αναθεωρήσεις του Συντάγματος δεν εισέφεραν ένα θεσμικό μείγμα που θα έδινε πνοή στο πολίτευμα και στη χώρα. Η αναθεώρηση του 1986, σε κλίμα πολιτικού διχασμού, δημιούργησε έναν υδροκεφαλικό πλειοψηφικό κοινοβουλευτισμό, ώστε σήμερα να συζητάμε για επαναφορά ορισμένων από τις καταργηθείσες αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας· η αναθεώρηση του 2001, με εκσυγχρονιστική διάθεση και σε πνεύμα εξαιρετικά συναινετικό, δεν άφησε μείζονα παρακαταθήκη για το πολίτευμα· η αναθεώρηση του 2008, σε κλίμα αμήχανου πολιτικού καιροσκοπισμού, ξεχάστηκε πριν καν προλάβει να αφομοιωθεί. Ποιες όμως είναι οι προϋποθέσεις μιας ουσιαστικής αναθεώρησης;

Προϋπόθεση πρώτη: μια ορθολογική αναθεώρηση. Αυτό που πρωτίστως απαιτείται είναι μια έλλογη προσέγγιση στη διαδικασία της αναθεώρησης. Απαιτείται, πρώτα από όλα, η διαπίστωση των παθογενειών που η πολιτική πρακτική ανέδειξε σε σχέση με την εφαρμογή των συνταγματικών διατάξεων ώστε να προσδιοριστούν και οι προς αναθεώρηση διατάξεις. Οι βασικές παθογένειες του συνταγματισμού της Μεταπολίτευσης συνδέονται με την έλλειψη θεσμικών αντιβάρων, τις αντιπαραγωγικές κρατικές δομές με υπερσυγκέντρωση αρμοδιοτήτων σε κεντρικές δομές του κράτους, την ανυπαρξία μηχανισμών δημοσιονομικού ελέγχου και οικονομικής ρύθμισης, την έλλειψη επαρκούς και αποτελεσματικής λογοδοσίας.

Προϋπόθεση δεύτερη: μια διαβουλευτική αναθεώρηση. Πρέπει οι πολιτικές δυνάμεις που συμμετέχουν στη διαδικασία, καθώς και οι εκπρόσωποι της επιστήμης που συμβάλλουν στον διάλογο, να θέτουν τις προτάσεις τους αλλά να είναι έτοιμοι να δεχθούν και τις προτάσεις των άλλων με γνώμονα τον ορθό λόγο και το μακροσκοπικό δημόσιο συμφέρον. Η αναθεώρηση δεν πρέπει να χυθεί στον μύλο της πολιτικής δημαγωγίας. Αφορά την παρούσα και τις επόμενες γενιές και είναι, συνεπώς, ολέθριο να υποτάσσεται σε μικροπολιτικές σκοπιμότητες, προβάλλοντας ένα πρότυπο ανέξοδης ευτυχίας αντί να θέσει ένα νέο δυναμικό θεσμικό υπόδειγμα. Τυχόν υπερεκτίμηση του ιδεολογικού συμβολισμού του Συντάγματος με διατάξεις-ευχολόγια θα υποβαθμίσει την κανονιστική πρόσληψη και δύναμή του, αφού το Σύνταγμα από μόνο του δεν συνιστά συνθήκη ευημερίας των πολιτών και, άρα, θεσμική πανάκεια. Η στείρα και ιδεοληπτική εμμονή θα σημάνει μια ακόμη χαμένη ευκαιρία.

Προϋπόθεση τρίτη: μια γενναία αναθεώρηση. Απαιτείται ενίσχυση της κοινοβουλευτικής λειτουργίας του πολιτεύματος, ώστε η Βουλή να καταστεί φορέας ουσιαστικού ελέγχου έναντι της κυβέρνησης και να βελτιωθεί η ποιότητα του νομοθετικού έργου. Απαιτείται εδραίωση της πολιτικής κανονικότητας με κατάργηση των λόγων διάλυσης της Βουλής για προφανή πολιτική σκοπιμότητα και με παγιοποίηση αρχών εκλογικού συστήματος που θα διασφαλίζει την κυβερνησιμότητα. Απαιτείται, αποκατάσταση της λειτουργικής ισορροπίας των κρατικών οργάνων, με σύμμετρη ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας, με ισχυροποίηση της τοπικής αυτοδιοίκησης, ώστε ουσιαστικές αρμοδιότητες να ασκούνται όσο το δυνατόν κοντύτερα στον πολίτη, οι σχετικοί πόροι να περιέρχονται απευθείας στους δήμους και τις περιφέρειες και να υφίσταται ουσιαστική λογοδοσία και έλεγχος, με περαιτέρω εγγυήσεις ανεξαρτησίας των δικαστών και των μελών των ανεξαρτήτων Αρχών έναντι της κυβέρνησης, με αναβάθμιση της αξιοκρατίας και της διαφάνειας στη Δημόσια Διοίκηση, με συρρίκνωση των πολιτικών προνομίων για βουλευτές και υπουργούς. Απαιτείται διασφάλιση της χρηστής δημοσιονομικής λειτουργίας, με την εισαγωγή δημοσιονομικών κανόνων σε όλα τα επίπεδα κρατικής οργάνωσης για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και περιορισμένο δανεισμό. Απαιτείται, τέλος, η διαμόρφωση συνθηκών ασφάλειας του φορολογικού και επενδυτικού περιβάλλοντος και η ενίσχυση της υψηλού επιπέδου και ανταγωνιστικής ανώτατης εκπαίδευσης.

Η ευθύνη του πολιτικού προσωπικού της χώρας, το οποίο δεν έχει καταφέρει μεταπολιτευτικά να προβεί σε απαιτούμενη αυτοδιόρθωση, ακόμη και όταν δεν απαιτείτο συνταγματική αναθεώρηση, είναι σήμερα, λόγω και της προϊούσας απώλειας της εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στους θεσμούς, ιστορική. Εστω και αν φαίνεται ότι σήμερα ελλείπουν οι πολιτικές προϋποθέσεις για μια μεγάλη αναθεώρηση, υπάρχουν βασικά σημεία τα οποία έχουν ήδη αναδειχθεί στον αναθεωρητικό διάλογο και στα οποία είναι αδύνατον να μη συμφωνεί κάποιος. Στη βάση αυτή θα πρέπει να χτιστεί μια ουσιαστική αναθεώρηση με χαρακτήρα ορθολογικό, διαβουλευτικό και γενναίο, χωρίς στείρα πολιτική πλειοδοσία, αλλά με πλεόνασμα ουσίας.

*Ο Γιώργος Γεραπετρίτης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ

ΑΠΟ ΤΑ ΝΕΑ