Καπιταλιστικός ρεαλισμός;

Του Τάκη Ψαρίδη

Φτωχές υπάρξεις χωρίς «σχέδιο» στη ζωή τους είναι τα «παράσιτα» του Μπονγκ Τζουν-χο. Μια ταινία που μέχρις ενός σημείου θα μπορούσε να ήταν και αριστουργηματική, αν προς το τέλος δεν πρότεινε ένα συγκεκριμένο «σχέδιο» ζωής, μια λύση και μάλιστα με κραυγαλέα διδακτικό τρόπο.

Μια οικογένεια άνεργων που επιβιώνουν με μικροαπατεωνιές, διεισδύει σε ένα μεγαλοαστικό σπίτι και τα μέλη της αναλαμβάνουν όλες τις δουλειές του, έως και την διαπαιδαγώγηση των παιδιών των πλουσίων αφεντικών τους. Οι ρόλοι αντιστρέφονται στην κυριολεξία. Η κατώτερη τάξη εκμεταλλεύεται με αριστοτεχνικό τρόπο τα πλούσια αφεντικά, που φαίνονται «καλοί» άνθρωποι, έως και πολύ αφελείς, με εκείνη την χαρακτηριστική και ευπαρουσίαστη μεγαλοαστική ευγένεια.

Από την άλλη οι μικροαπατεώνες προσφέρουν μεν άψογα τις υπηρεσίες τους, αλλά δεν διαθέτουν ούτε καν μια στοιχειώδη ταξική και ανθρωπιστική αλληλεγγύη και με τις αδίστακτες ραδιουργίες τους έχουν κλέψει τις δουλειές των συναδέλφων τους οι οποίοι πετιούνται στον δρόμο. Ως εδώ όλα καλά και εξαιρετικά με την ταινία.

Όλα καλά και για τα πλούσια αφεντικά αρκεί να μην ξεπερνιούνται τα ταξικά όρια. Όπως για παράδειγμα ότι είναι μεγάλη ταξική ασέβεια ο σοφέρ να κάνει σεξ στο πίσω κάθισμα της πολυτελούς μερσεντές του αφεντικού και πολύ περισσότερο να αφήνει το σπέρμα του. Η ανώτερη τάξη μπορεί να ανεχτεί ακόμα και την χαρακτηριστική μυρωδιά της φτώχειας, ένα κράμα υγρασίας και αποχέτευσης που πλημμυρίζει τα υπόγεια όπου οι άνθρωποι ζουν σαν ποντίκια, αλλά ποτέ την υπέρβαση των ταξικών ορίων.

Αυτό μου θυμίζει την έννοια της Δικαιοσύνης στην πλατωνική «Πολιτεία». Κάθε τάξη να κοιτά τη δουλειά της και να μην παρεμβαίνει στα χωράφια της άλλης. Οι άρχοντες αιωνίως να  κυβερνούν, οι φύλακες να φυλάττουν και οι παραγωγοί αιωνίως να παράγουν. (Όλα τα κακά του κόσμου λες και ξεκινούν από τον Πλάτωνα).

Κάποια στιγμή αυτή η «κανονικότητα» ανατρέπεται και μάλιστα με πολύ αιματηρό και σουρεαλιστικό τρόπο. Η οικογένεια των μικροαπατεώνων τιμωρείται και ο σοφέρ πατέρας, που έλεγε ότι το καλύτερο σχέδιο για τη ζωή είναι να μην έχεις κανένα σχέδιο, αυτοφυλακίζεται στα υπόγεια.

Ο νεαρός γιος παθαίνει κρίσεις γέλιου που θυμίζουν Τζόκερ και οραματίζεται το «σχέδιο» που δεν είχε ο πατέρας του. Αν θέλει να ζει και αυτός όμορφα όπως και οι πλούσιοι και να βγάλει τον πατέρα του απ τα υπόγεια, τότε να ενταχθεί κανονικά στο σύστημα, να δουλέψει και να κάνει λεφτά και να αγοράσει το σπίτι γιατί δεν γίνεται αλλιώς. Αυτό είναι το μόνο «σχέδιο» στον καπιταλισμό και κάθε άλλος τρόπος είναι καταδικασμένος σε αποτυχία.

Θα δεχόμουν ακόμα και την όχι και τόσο πετυχημένη σκηνοθετική ανάμιξη του ρεαλισμού με τον σουρεαλισμό και το θρίλερ, ακόμα και το γκροτέσκο ιδιαιτέρως στο τελευταίο μέρος της ταινίας, (ειλικρινά απορώ για τους ύμνους των περισσότερων κριτικών σε αυτό το σημείο), αν η ταινία δεν κατέληγε σε έναν καθαρό διδακτισμό. Μου έκανε τρομερή εντύπωση το πόσο εύκολα ένας σπουδαίος σκηνοθέτης εξωκείλει στον διδακτισμό και σαν να ρίχνει μια κλωτσιά στην καρδάρα, αδικεί κατάφωρα την ίδια την ταινία του που θα μπορούσε να ήταν και αριστούργημα.

Δεν λέμε φυσικά να προτείνει την ανατροπή του καπιταλισμού και η εργατική τάξη «να οργανώσει την πάλη της», δηλαδή έναν ελληνικό «κουτσουμπισμό» ως την εύκολη  απάντηση που σαν την κόκα κόλα πάει με όλα.

Ήταν υπέροχη η ιδέα της ταινία και αυτό που μας έδειξε, αλλά αρκούσε η οξύτατη κοινωνική κριτική και δεν χρειαζόταν λύσεις. Η τέχνη πρέπει να δημιουργεί σκέψεις, αμφισβητήσεις και συναισθήματα αλλά όχι λύσεις. Διαβλέπω, αχνά ακόμα, ότι τείνει να δημιουργηθεί μια κινηματογραφική σχολή, που χρησιμοποιεί κορυφαία υπαρξιακά ζητήματα του βίου μας και την οποία θα ονόμαζα καπιταλιστικό ρεαλισμό, με στοιχεία που παραπέμπουν στον πάλαι ποτέ «σοσιαλιστικό ρεαλισμό». Πάντως τουλάχιστον ο διδακτισμός στην σύγχρονη τέχνη είναι προ πολλού ξεπερασμένος. Τον συναντάμε μόνο στο αναγνωστικό του δημοτικού, αν και αυτό η σύγχρονη διαπαιδαγώγηση το απαγορεύει.-