Κλέβοντας τα βήματά μου

ΒΛΑΣΗΣ ΚΑΝΙΑΡΗΣ
Του Ιωάννη Δαμίγου

Βάδιζα γνωρίζοντας τον ανώμαλο δρόμο αλίμονο, έχοντας όλα εκείνα τα απαραίτητα εφόδια που θα με βοηθούσαν για να διαβώ ένα μεγάλο μέρος του, τουλάχιστον. Μια και τέλος του δεν υπάρχει αφού την συνέχειά του την ανοίγεις διαρκώς.

Κάποιοι λίγοι βάδιζαν γρηγορούντες πιο μπροστά, ως πιο έμπειροι, κάποιοι και οι περισσότεροι ακολουθούσαν πιο πίσω, αναλύοντας οδηγίες από δοσμένο χάρτη χαραγμένης ασφαλούς διαδρομής..

Ακολουθούσα το μονοπάτι της αίσθησης, της ωριμότητας της σκέψης μου, της γνώσης περί των επικίνδυνων σημείων, της πρόνοιας αποφυγής παγίδων και τρόπου διάνοιξης χώρου βάδισης δύσβατων προβλημάτων.

Μάκραιναν τα μουρμουρητά των πολλών, χάλασε η πυξίδα τους αίφνης κι άφησαν το δύσκολο μονοπάτι. Βγήκαν στην μεγάλη λεωφόρο, την πολυπληθή, βρήκαν κι άλλους κι ακολουθούν την ασφάλεια της πεπατημένης. Μα που πάνε χωρίς μια ανησυχία, έναν προβληματισμό; Οι πολλοί παρασύρουν σε χαμό, πάντα σε βγάζουν εκτός πορείας, επιτήδεια. Δεν φτάνεις εκεί που θέλεις, μα εκεί που νομίζεις με δαύτους. Δεν έχουν δρόμο, έχουν σκοπό χωρίς δρόμο, χωρίς βήματα σταθερά, σίγουρα, που θα σηκώνουν το βάρος της συνέπειας, της αλήθειας. Αυτοί δεν ήθελαν ποτέ βάρος, φιλότιμους γύρευαν και ενθουσιώδεις εργάτες να τους ανοίγουν έτοιμα περάσματα για εξουσία, για θέσεις. Θέλησαν να κόψουν δρόμο. Κι αυτό από καιρό πριν αποφασίστηκε, ερήμην των δρομέων.

Οι μπροστινοί αποκομμένοι κι έρημοι. Οι σίγουροι, τρομάρα τους, αργά και χωρίς άγχος στάσιμοι, σε αδράνεια δάφνης ο ηγέτης και κωλυσιεργώντας οι αυλικοί, πήγαιναν στο πουθενά.

Περπατούσα, ψυλλιασμένος, αλλά περπατούσα, συνέχιζα, αυτό ήξερα αυτό έκανα πάντα, προχωρούσα. Έκπληκτος στάθηκα, δεν άκουγα τα βήματά μου, δεν άκουγα τα ίδια μου τα βήματα. Κοίταξα πίσω μου να δω τα χνάρια μου. Εις μάτην. Δεν υπήρχαν βήματα. Μου είχαν κλέψει τα βήματά μου. Στάθηκα μετέωρος, ένιωσα αβαρής, έμεινα στην μέση του δρόμου χωρίς δρόμο. Ούτε μονοπάτι, ούτε βήματα, ουδέ πίσω μήτε εμπρός, με λεηλάτησαν. Μου έκλεψαν χώρο, τόπο, χρόνο, βήματα και χνάρια. Σαν να μην υπήρξα. Ανάθεμα. Αισθάνθηκα να μου έβγαλαν το σπίτι σε φτηνό πλειστηριασμό και να έμεινα άστεγος, πολιτικά.

Ίσως να είναι η πιο σκληρή πολιτική προδοσία που ένιωσα ποτέ, κλέβοντας τα βήματά μου, Όχι, δεν είμαι θλιμμένος. Θυμωμένος είμαι, θυμωμένος με τον εαυτό μου. Επειδή άφησα να κλέψουν τα βήματά μου, γι’ αυτό. Στα εξήντα τρία μου να μένω χωρίς βήματα, χωρίς χνάρια, από ερασιτέχνη, ε είναι ασυγχώρητο.