Κοινοβουλευτική αποχή: Too little, too late

Του Διογένη Λόππα

Η απόφαση του ηγέτη της προοδευτικής παράταξης να απέχει από τις ψηφοφορίες, ομολογουμένως ήταν αρκετά εντυπωσιακή επικοινωνιακά ώστε να σηκώσει και την ανάλογη σκόνη.  Αν όμως κάποιος από εσάς κατάλαβε κάτι επί της ουσίας, ας εξηγήσει και σε μένα.   Επειδή δεν είμαι ο εξυπνότερος άνθρωπος στη χώρα, έχω και εγώ τις απορίες μου και φαντάζομαι δεν είμαι ο μόνος. 

Εντάξει, επί της αρχής καταλαβαίνω αυτό που αντιλαμβάνεται ακόμα και μεγάλο μέρος της συντηρητικής παράταξης, ότι δηλαδή η εκτροπή από τις ιδρυτικές αξίες της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας είναι τόσο εξόφθαλμη, που κάποιος πρέπει να κάνει κάτι.  Και αν αυτό το κάτι αρνούνται πεισματικά να το πράξουν θεσμοί που είναι προορισμένοι για αυτό, ας πούμε η δικαιοσύνη (με το δ μικρό), η Πρόεδρος της Δημοκρατίας ή η Βουλή, και εφόσον στην παράταξη του Καραμανλή επιμένουν μαζοχιστικά ακόμα και οι κατά τα άλλα λαλίστατοι πρώην πρωθυπουργοί, επόμενος στη σειρά είναι ο κ. Τσίπρας με τη θεσμική του ιδιότητα.

Αλλά δεν καταλαβαίνω τον ακριβή συμβολισμό, από τη στιγμή που η αξιωματική αντιπολίτευση θα συμμετέχει κανονικά στις συνεδριάσεις και στις επιτροπές, αλλά θα αποχωρεί θεατρικά από τις ψηφοφορίες, τις οποίες έτσι και αλλιώς θα έχανε.  Είναι σαν να σας έχουν επιβάλλει μείωση αποδοχών και αύξηση ωραρίου και εσείς να τηρείτε ενός λεπτού σιγή πριν το μεσημεριανό διάλειμμα. Μοιάζει περισσότερο με τακτικισμό, παρά με υπεράσπιση της Δημοκρατίας.  

Επιπλέον, κανένας δε σκέφθηκε να συνεννοηθεί με τα υπόλοιπα κόμματα της αντιπολίτευσης, ώστε να υπάρξει κάποιος κοινός ακτιβισμός, που τουλάχιστον θα έστελνε προς τα έξω ένα κάποιο μήνυμα.  

Φευ! Τι συνεννόηση να υπάρξει, ιδίως με το ΠΑΣΟΚ το οποίο υμνεί ήδη κατά το ήμισυ την εκτροπή, ενώ η ηγεσία του φέρεται ως εκβιαζόμενη (ακόμα και αν δεν είναι), αρνούμενη να προχωρήσει ακόμα και σε υποτυπώδεις ενέργειες νομικής ή κοινοβουλευτικής άμυνας, αρκούμενη σε βελούδινες λεκτικές διατυπώσεις.

Aν έπρεπε να γίνει κάτι ανάλογο, θα έπρεπε να έχει γίνει στην ώρα του και όχι τρεις μήνες πριν από τις εκλογές, τις οποίες η κυβέρνηση έχει στο τσεπάκι, όχι γιατί έχει την υποστήριξη του εκλογικού σώματος, αλλά απλά επειδή ελέγχει πλήρως και ποικιλοτρόπως, τόσο τους θεσμούς, όσο και το σύμπλεγμα των ολιγαρχών, που με τη σειρά του ελέγχει καθολικά τη δημόσια διαμόρφωση άποψης, τις δημοσκοπήσεις και τη ροή του χρήματος, με το τελευταίο να είναι ίσως και το σημαντικότερο σε προεκλογική περίοδο. 

Το πρώτο καμπανάκι άλλωστε είχε χτυπήσει με την απομάκρυνση της κ. Θάνου από την επιτροπή ανταγωνισμού.  Μια κυβέρνηση που δε δίστασε να οικειοποιηθεί με ωμό τρόπο μια θεσμοθετημένη ανεξάρτητη αρχή, ήταν επόμενο να μη διστάσει μπροστά σε τίποτα.

Όταν χτύπησε η καμπάνα της παρακολούθησης Ανδρουλάκη, ήταν η σωστή ώρα για να παρθούν ριζοσπαστικές λύσεις, σε συνεννόηση με την αντιπολίτευση που τότε ήταν δικαιολογημένα στα κεραμίδια. 

Όταν μια κυβέρνηση στο δυτικό κόσμο εκτίθεται με τέτοιου είδους ευρήματα, δεν κάθεσαι να περιμένεις αν θα πέσει από μέσα.  Γιατί ακόμα και αν υποθέσουμε ότι πέφτει από μέσα, θα ξαναγυρίσει ξεπλυμένη από τις εκλογές που με άνεση θα κερδίσει, αφού με τις μεθόδους που αποδεδειγμένα ασκεί, είναι αδύνατον να χάσει.  Ίσως χρειαστεί να νομοθετήσει λίγο ακόμα για τους οικονομικούς και μιντιακούς της συμμάχους, να αλλάξει δυο τρεις ”ενοχλητικούς” δικαστές ή να συμμαχήσει με ένα κόμμα στο οποίο ελέγχει καθολικά μια σοβαρή πλειοψηφία στελεχών εντός και εκτός κοινοβουλίου και χειραγωγεί την ηγεσία του χωρίς έλεος.  Αλλά να παραδώσει το Μαξίμου, δε διαφαίνεται ως πιθανότητα.  

Όποιος πιστεύει ότι θα κάνει πορεία στο λαό, θα ξεσηκώσει τα πεινασμένα πλήθη εν έτι 2023 και θα δημιουργήσει αντισυστημικό ρεύμα εκτός επίσημων καναλιών κοινωνικής δικτύωσης και διαμόρφωσης άποψης, είναι απλά αφελής.

‘Ενα κόμμα που κινείται στην καλύτερη περίπτωση περί του 30% και που ουσιαστικά εκλιπαρεί τον (ο θεός να τον κάνει) προοδευτικό εταίρο για να σχηματίσει συμμαχική κυβέρνηση με υπουργό τον Λοβέρδο και ινστρούχτορα τον Βενιζέλο, οφείλει να κάνει πολλά περισσότερα από τηλεοπτικές εμφανίσεις και δημόσιες ομιλίες του μοναδικού του στελέχους που μπορεί ακόμα να εμπνεύσει κοινωνικές διεργασίες.

Χρειάζεται συμμαχίες εκεί που δημιουργούνται οι συγκεκριμένες διεργασίες, δηλαδή στην εκάστοτε περιρρέουσα ατμόσφαιρα, την οποία δυστυχώς σήμερα παράγουν συγκεκριμένοι επαγγελματίες που για πολλούς λόγους στηρίζουν προσωπικά Μητσοτάκη (με Καρατζαφέρη ή Γιατρομανωλάκη, αδιάφορο).

Ένας από τους λόγους αυτούς, είναι η άλωση της δικαιοσύνης και οι υποκλοπές.

Η τυφλή κυρία μοιάζει με πτώμα σε επαρχία του τρίτου κόσμου, το οποίο ο κ. Μητσοτάκης έχει δέσει πίσω από το Tesla και το περιφέρει στο χωριό για παραδειγματισμό.

Όποιος έχει ανοιχτούς λογαριασμούς με τη δικαιοσύνη, είτε γιατί τον υποψιάζονται για διακινητή, είτε γιατί έχει κατακλέψει το κράτος κατά τη δημόσια λειτουργία του, καταλαβαίνει πολύ καλά με ποιόν πρέπει να συμμαχήσει, ακόμα και αν ο Άδωνης του προκαλεί εμετό. 

Όποιος τώρα μιλούσε εμπιστευτικά στο τηλέφωνο με το δικηγόρο, το γιατρό, τη γυναίκα του ή τον εραστή του, καταλαβαίνει επίσης πολύ καλά ποιον πρέπει να στηρίξει στις εκλογές, ακόμα και αν διαφωνεί δημοσίως σε διάφορα ζητήματα.  Είναι ζήτημα επιβίωσης.

Είναι όμως ζήτημα επιβίωσης και για το πολίτευμα και την κοινωνία μας όπως τη γνωρίσαμε μέχρι τώρα.  Γι αυτό είναι επικίνδυνος ο Πρωθυπουργός και όχι επειδή υπήρξε ανίκανος διαχειριστής ή προκλητικός νομοθέτης.  Υπήρξαν και άλλοι τέτοιοι στο πρόσφατο παρελθόν, αλλά δεν κακοποίησαν τις κοινές μας αξίες.

Τα κόμματα της αντιπολίτευσης θα πρέπει εγκαίρως να αντιληφθούν, όλα μαζί, ότι βαδίζουν προς εκλογική παρωδία.  Και πως η μόνη σοβαρή απάντηση που διαθέτουν είναι η παραίτηση από τις βουλευτικές έδρες και το μποϊκοτάρισμα των ”εκλογών”, έως ότου υπάρξει πλήρης κάθαρση για τις υποκλοπές, ανάκτηση των φακέλλων και παραδειγματική τιμωρία των υπευθύνων.  

Όταν υπογράφεις μια αγοραπωλησία, ο συμβολαιογράφος, παρουσία των δικηγόρων, επικυρώνει ότι το συμβόλαιο δεν αποτελεί προϊόν εκβιασμού.

Κάποιος πρέπει να κάνει το ίδιο και για τις εκλογές.