«Κοινωνικό κεκτημένο», «δόγμα Τ.Ι.Ν.Α.» και «κυβερνώσα αριστερά»

Του Πέτρου Μηλιαράκη

Το «κοινωνικό κεκτημένο» παρά την «τυπική αναγνώρισή» του από τους συνταγματικούς κανόνες, δεν συνεπάγεται και εξαναγκασμό του κράτους. Πράγματι υφίσταται αυτή η «αντίφαση».

Με δεδομένο ότι ο «νεοφιλελευθερισμός» βάλλει κατά των «κοινωνικών δικαιωμάτων» και με αναφορά στο κράτος δικαίου που εισήγαγε και θεσμοθέτησε το «αμιγώς αστικό κράτος», χρήσιμα είναι να λεχθούν τα εξής:

Ο σύγχρονος νομικός και πολιτικός πολιτισμός εισάγει την Αρχή του Κράτους Δικαίου για μια δικαιοκρατικά οργανωμένη εξουσία, που από τη συγκρότηση και αποστολή της, πρέπει να είναι: α) κανονιστικά οριοθετημένη και β) θεσμικά αντισταθμισμένη.

Η οργάνωση και αντιστάθμιση των εξουσιών προκύπτει μέσα από τη διάκριση των λειτουργιών. Αυτή η διάκριση επιβάλλει στα κρατικά Όργανα να δρουν μόνο βάσει των αρμοδιοτήτων που τους απονέμονται από το Σύνταγμα και φυσικά από τους προβλεπόμενους (από το Σύνταγμα) Νόμους.

Ωστόσο η Αρχή του Κράτους Δικαίου δεν είναι μονοσήμαντη. Εκφράζεται ποικιλοτρόπως στις σύγχρονες κοινωνίες και ειδικότερα μέσω της δικαιοδοτικής λειτουργίας διαμορφώνει Αρχές Ασφάλειας Δικαίου, όπως είναι η Αρχή της Δικαιολογημένης Εμπιστοσύνης του Πολίτη, η Αρχή του Απρόσωπου Χαρακτήρα των Νομοθετικών και Κανονιστικών Πράξεων, η Αρχή της Νομιμότητας και η Αρχή της Αναλογικότητας.

Η συγκρότηση της Πολιτείας δεν αφορά μόνο στη διάκριση των λειτουργιών. Αφορά και στη θέσπιση δικαιωμάτων, πολλά των οποίων εντάσσονται στο σκληρό πυρήνα –μη αναθεωρητέο, συνταγματικών κανόνων και προσδιορίζουν σε μέγιστο βαθμό τον πολιτισμό που πρέπει να χαρακτηρίζει όχι μόνο τις σχέσεις του κράτους προς τον πολίτη, αλλά και των πολιτών μεταξύ τους.

Ειδικότερα ως προς τα δικαιώματα

Η νομική επιστήμη και η κρατούσα πολιτική άποψη του «λεγόμενου δυτικού πολιτισμού», έχουν διαμορφώσει από την Αμερικανική και Γαλλική Επανάσταση, την παραδοσιακή «τριπλή διάκριση» των συνταγματικών δικαιωμάτων. Έτσι, τα δικαιώματα διακρίνονται σε «ατομικά», «πολιτικά» και «κοινωνικά». Αυτή είναι η βασική διάκριση των θεμελιωδών δικαιωμάτων όπου: α) τα ατομικά χαρακτηρίζονται ως status negativus, β) τα πολιτικά χαρακτηρίζονται ως status activus και γ) τα κοινωνικά χαρακτηρίζονται ως status positivus. Τι σημαίνουν οι χαρακτηρισμοί αυτοί; Οι χαρακτηρισμοί αυτοί σημαίνουν τα παρακάτω:

1) Τα ατομικά δικαιώματα προκύπτουν από την «αρνητική κατάσταση» (status negativus), όπου το περιεχόμενο των δικαιωμάτων αυτών, είναι «αρνητικό». Δηλαδή, γεννάται αξίωση η οποία επιβάλλει την «αποχή» της κρατικής εξουσίας από επεμβάσεις. Αναφερόμαστε σε πεδίο δικαιωμάτων εντός του οποίου τα άτομα δρουν ελευθέρως. Το κράτος δε, δεν μπορεί να επέμβει σε επίπεδο τέτοιας έκτασης, ώστε να θίγεται ο πυρήνας του δικαιώματος.

2) Τα πολιτικά δικαιώματα προκύπτουν από την «ενεργητική κατάσταση» (status activus) όπου το περιεχόμενο των δικαιωμάτων αυτών, είναι «ενεργητικό». Δηλαδή, τα άτομα έχουν δικαίωμα συμμετοχής στην άσκηση της κρατικής εξουσίας.

Υπ’ όψιν δε ότι στο ελληνικό συνταγματικό δίκαιο το Ανώτατο Όργανο του κράτους συγκροτείται από πολίτες και όχι από το λαό ευρύτερα. Το ανώτατο όργανο είναι συλλογικό και αφορά στο εκλογικό σώμα. Έτσι στον κάθε πολίτη ανήκει το αυτό ποσοστό κυριαρχίας.

3) Τα κοινωνικά δικαιώματα προκύπτουν από την «θετική κατάσταση» (status positivus), όπου το περιεχόμενο των δικαιωμάτων αυτών είναι «θετικό». Δηλαδή, τα άτομα ως φορείς του δικαιώματος απαιτούν από το κράτος ορισμένες κοινωνικές παροχές. Ως εκ τούτου το κράτος επιβάλλεται να προβεί σε θετική ενέργεια για την υλοποίηση «συγκεκριμένου έννομου αγαθού».

Από τη θεωρία όμως και την πρακτική των κοινωνικών δικαιωμάτων προκύπτει ότι το κοινωνικό κράτος έχει μεν καθήκον να αποβλέπει έτσι ώστε τα δικαιώματα αυτά να αποκτούν ουσιαστικό περιεχόμενο, ωστόσο η κρατική εξουσία δεν είναι δεκτική επιβολής για να υλοποιήσει ένα κοινωνικό δικαίωμα. Δηλαδή δεν μπορεί ένας πολίτης να ασκήσει αξίωση κατά του κράτους ζητώντας να του παραχωρηθεί μία κατοικία εφόσον αυτός είναι άστεγος.

Τα «κοινωνικά δικαιώματα» συνεπώς δεν έχουν δυνατότητα αξίωσης. Αυτή η αποδυνάμωση δικαιώματος και η σχετικοποίηση του δικαιώματος, παρέχει το «έδαφος» για την εφαρμογή των «δογμάτων» του «νεοφιλελευθερισμού». Η αποδυνάμωση δε αυτή έχει παραχωρηθεί από το «αμιγώς αστικό κράτος».

Το κοινωνικό κεκτημένο

Ας εστιάσουμε στην Ελλάδα. Με βάση τα προαναφερόμενα η πολιτική και συνταγματική τάξη στην Ελλάδα δημιουργεί το περίγραμμα του κράτους δικαίου του «κοινωνικού κεκτημένου».

Το «κοινωνικό κεκτημένο» παρά την «τυπική αναγνώρισή» του από τους συνταγματικούς κανόνες, δεν συνεπάγεται και εξαναγκασμό του κράτους. Πράγματι υφίσταται αυτή η «αντίφαση». Και τούτο διότι το ιδρυθέν δικαίωμα , ως προεκτίθεται, δεν παράγει αυτοδικαίως και δικαίωμα αξίωσης. Ο εκάστοτε δε Κοινός Νομοθέτης έχει τη δυνατότητα να διαμορφώσει κανόνες που μπορεί να μεταβάλουν τα κοινωνικοικονομικά δεδομένα. Ως εκ τούτου:

α) Το δικαίωμα στην παιδεία (άρθρο 16 του Συντάγματος),
β) το δικαίωμα στη μητρότητα (άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος),
γ) το δικαίωμα για την προστασία της παιδικής ηλικίας (άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος)
δ) το δικαίωμα για την προστασία της οικογένειας (άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος)
ε) το δικαίωμα των ατόμων για τα οποία θα πρέπει να υπάρξει ειδική φροντίδα του κράτους π.χ. πολύτεκνες οικογένειες, ανάπηροι πολέμου και όσοι πάσχουν από ανίατη σωματική ή πνευματική νόσο (άρθρο 21 παρ. 2 και 6 του Συντάγματος),
στ) το δικαίωμα στην υγεία (άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος)
ζ) το δικαίωμα για την απόκτηση κατοικίας (άρθρο 21 παρ. 4 του Συντάγματος),
η) το δικαίωμα στην εργασία (άρθρο 22 παρ. 1 του Συντάγματος),
θ) το δικαίωμα για κοινωνική ασφάλιση (άρθρο 22 παρ. 4 του Συντάγματος),
ι) το δικαίωμα για την προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος (άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος), αφορούν θεσπισμένα μεν και αναγνωρισμένα κοινωνικά δικαιώματα, χωρίς όμως τη δυνατότητα για την κατευθείαν αξίωσή τους από την πλευρά του προστατευόμενου ανθρώπου. Ως εκ τούτου προκύπτει η σχετικοποίηση των κοινωνικών δικαιωμάτων!

Το ενωσιακό κεκτημένο

Ας εστιάσουμε, εν συνεχεία, και στην ευρωπαϊκή τάξη πραγμάτων. Στη Συνθήκη της Λισαβόνας εισάγεται η Αρχή του Κράτους Δικαίου με το άρθρο 2 ΣΕΕ, με βάση το οποίο στο ευρωπαϊκό ενωσιακό δίκαιο η Ευρωπαϊκή Ένωση βασίζεται στις αξίες του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της ισότητας, του κράτους δικαίου και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ με το άρθρο 3 ΣΕΕ η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ως σκοπό να προάγει όχι μόνο την ειρήνη (ιδιαίτερο έννομο αγαθό), αλλά και την ευημερία των λαών της, αποβλέπουσα παραλλήλως και στο αγαθό της κοινωνικής συνοχής.
Περαιτέρω στο ευρωπαϊκό ενωσιακό δίκαιο εισάγεται το κοινωνικό κράτος δικαίου με προτεραιότητα συνδρομής σε αυτόν που έχει ανάγκη και με στόχο την άρση των κοινωνικών ανισοτήτων, ενώ στοχεύει στην δίκαιη επίλυση των κοινωνικών προβλημάτων. Ειδικότερα με βάση το άρθρο 6 ΣΕΕ υπ’ όψιν ότι:

• Η Ένωση αναγνωρίζει τα δικαιώματα, τις ελευθερίες και τις αρχές που περιέχονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 7ης Δεκεμβρίου 2000, όπως προσαρμόσθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2007, στο Στρασβούργο, ο οποίος έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες.

• Η Ένωση προσχωρεί στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, ενώ η προσχώρηση στην εν λόγω Σύμβαση δεν μεταβάλλει τις αρμοδιότητες της Ένωσης όπως ορίζονται στις Συνθήκες.

• Η Ένωση αναγνωρίζει τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και όπως απορρέουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, και αποτελούν μέρος των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης. Παραταύτα στο ενωσιακό πεδίο υπερισχύει σήμερα το «δόγμα του νεοφιλελευθερισμού». Ιδού μια περαιτέρω απόδειξη για τη σχετικοποίηση των κοινωνικών δικαιωμάτων.

Το συμπέρασμα και το «δόγμα Τ.Ι.Ν.Α.»

Από τα προαναφερόμενα προκύπτουν τα εξής:

• Ως προς την εσωτερική και ενωσιακή έννομη τάξη τα κοινωνικά δικαιώματα ως «κοινωνικό κεκτημένο», παρά το ότι ιδρύονται με τους συνταγματικούς και ενωσιαλούς κανόνες, εν τούτοις σχετικοποιείται η δυνατότητα επιβολής τους. Επ´ αυτού ευρίσκει έρεισμα η πολιτική αποδυνάμωσης του δικαιώματος και το δόγμα του νεοφιλελευθερισμού. Επ’ αυτών δε των συνθηκών εδράζεται και το «δόγμα Τ.Ι.Ν.Α.» (There Is No Alternative), ότι δηλαδή δεν υπάρχει εναλλακτική ή άλλως ότι βρισκόμαστε ενώπιον μονόδρομου.

Η απάντηση στο «δόγμα Τ.Ι.Ν.Α.»

Παρά ταύτα, προοδευτική κατεύθυνση, ως «ριζοσπαστική αριστερά», μπορεί να αναδειχθεί ακόμη και εντός του «όλου συστήματος».

Η πολιτική δε για μια προοδευτική κατεύθυνση μπορεί να προκύψει με την ανένδοτη υπεράσπιση και ισχυροποίηση των εννόμων αγαθών που αφορούν στην ουσιαστική σχέση δημοκρατίας και κοινωνικών δικαιωμάτων.

Προς την κατεύθυνση αυτή η πολιτική εκπροσώπηση που υπηρετεί τα δικαιώματα αυτά, μπορεί να καταστεί πλειοψηφικό ρεύμα και να αναδείξει το παρεμβατικό κοινωνικό κράτος δικαίου, ως θεσμικό αντιστάθμισμα στο «εκκρεμές» : ανάμεσα στην κοινωνική συνοχή και την ελεύθερη αγορά!

Ειδικότερα όμως ως προς την ελληνική πραγματικότητα θα πρέπει να τονιστεί ότι: αριστερές δυνάμεις δεν μπορούν να «συνυπάρξουν» προκειμένου να γίνουν ανεκτές μνημονιακές αντιλήψεις και μνημονιακές πολιτικές. Και τούτο διότι ευθέως θα συνιστά τοξικό πολιτικό περιβάλλον αριστερές δυνάμεις, (ως «κυβερνώσα αριστερά») να υπηρετούν μνημόνια λιτότητας της κοινωνίας και πολιτικές που ευθέως αντιστρατεύονται τα κοινωνικά δικαιώματα και το κοινωνικό κράτος δικαίου!

* Ο Πέτρος Μηλιαράκης δικηγορεί στα Ανώτατα Ακυρωτικά Δικαστήρια της Ελλάδας και στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια του Στρασβούργου και του Λουξεμβούργου (ECHR και GC-EU).

AΠΟ ΤΟ ΙΕIDISEIS.GR