Λεφτά υπάρχουν! Κίνδυνος για μεγάλο φαγοπότι με τους κοινοτικούς πόρους – Πώς δεν θα επαναληφθεί η αμαρτωλή ιστορία των ξένων κονδυλίων που λεηλατούνται από κυβερνήσεις και ημέτερους;

Του Γ. Λακόπουλου

Να αρχίσουμε με Ιστορία: Κάθε φορά που πρόκειται να έλθουν λεφτά στην Ελλάδα για στήριξη της οικονομίας και τις κοινωνίας, το πρώτο που στήνεται είναι οι μηχανισμοί που θα τα φάνε.

Οι κυβερνήσεις τα χρησιμοποιούν για ψηφοθηρία  και οι επιτήδειοι τα ενθυλακώνουν και τα μετατρέπουν σε καλή ζωή και καταθέσεις στο εξωτερικό.

Παλιά μας τέχνη κόσκινο. Τα πρώτα κόλπα στήθηκαν  με τα περίφημα «δανεια της Ανεξαρτησίας» που χάθηκαν στο δρόμο. Μια φάμπρικα που συνεχίσθηκε καθ’ όλον τον 19ο αιώνα και δημιούργησε «μεγάλες» οικογένειες.

Ακολούθησαν τα λεφτά της διεθνούς βοήθειας για την ανακούφιση της  Μικρασιατικής Καταστροφής– που επίσης φαγώθηκαν.

Αφού μεσολάβησε ο μαυραγοριτισμός στην Κατοχή και οι λίρες των Εγγλέζων για τη χρηματοδότηση της Αντίστασης -που έφτιαξαν περιουσίες και χρηματοδότησαν ακόμη και μεταπολεμικές πολιτικές φιλοδοξίες- το μηχανάκι της κλοπής πόρων δούλεψε πάλι με τα κονδύλια του Σχεδίου Μάρσαλ που  ιδιοποιήθηκαν  πάλι μερικές δεκάδες οικογενειών.

Ως τότε η διαχείριση του εισερχόμενου χρήματος τελούσε υπό τον έλεγχο  κυβερνήσεων και παραγόντων της Δεξιάς.

Μετά το 1981 πήραν σειρά οι σοσιαλιστικές κυβερνήσεις. Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα, πακέτα Delors, Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης, ΚΑΠ και Κοινωνικό  Ταμείο. Διαρθρωτικά προγράμματα παραδόθηκαν σε  εργολάβους, αλλά και στον απλό λαό που ευημερούσε ανέμελος. Στο τέλος έβαλαν στο χέρι και το ιδιωτικό χρήμα με το κόλπο του Χρηματιστηρίου.

Έτσι ολοκληρώθηκε η δημιουργία μία κάστας νεόπλουτων.

Αυτή η διαχείριση εγκατέστησε μηχανισμούς σήψης στην κοινωνία,  διαφθοράς στο κράτος και εξαγοράς του πολιτικού συστήματος. Μέχρι που επήλθε η χρεοκοπία και τα Μνημόνια.

Η χώρα χρεοκόπησε και πέρασε δανειακές θηλιές στο λαιμό της, αλλά η κάστα έμεινε ανέγγιχτη και συνέχισε ανεβάζει κυβερνήσεις: από τον Σημίτη, μετακινήθηκε στον Μητσοτάκη.

Εδώ σταματάει η Ιστορία και πιάνουμε την επικαιρότητα.

Πρώτα τα καλά νέα: Η Ευρώπη αποφάσισε να κινηθεί μπροστά και -μετά το πρώτο πακέτο παρέμβασης από το Γιουρογκρουπ και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα  για να αντιμετωπιστεί η κρίση από  τον κορονοϊό- η Κομισιόν, δηλαδή ο γαλλογερμανικό άξονας προτείνει για πρώτη φορά ανάληψη βαρών.

Το προτεινόμενο Ταμείο Ανάκαμψης των 750 δισ. συνιστά τομή στην πορεία της κοινοτικής Ευρώπης και η Ελλάδα μπορεί να διεκδικήσει υψηλά κονδύλια για τα επόμενα τρία χρόνια, που θα προστεθούν στα 18 δισ. του ΕΣΠΑ.

Μετά τα αβέβαια νέα: Προσοχή. Η χώρα δεν θα “εισπράξει” 32 δισ. όπως παιανίζουν οι κυβερνητικοί. Θα μπορεί χρηματοδοτήσει με δωρεάν επιδότηση και χαμηλότοκα δάνεια συγκεκριμένες δραστηριότητες σε συγκεκριμένους τομείς -κατόπιν εγκρίσεων κατά περίπτωση.

Το ακριβές ποσό και οι όροι απορρόφησής του τελούν υπό διαμόρφωση και υπό την έγκριση του Συμβουλίου Κορυφής -εν όψει την συνεδριάσεων του οποίου πυκνώνουν οι οι ενδοκοινοτικές διεργασίες και των εθνικών κοινοβουλίων. Τα υπόλοιπα είναι ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τον φωνάξαμε…

Τρίτο, τα περίεργα νέα: Στην Ελλάδα η κυβέρνηση άρχισε κιόλας να μοιράζει λεφτά, διακινώντας υποσχέσεις για μείωση φόρων, ασφαλιστικών εισφορών και άλλα ωραία και ψηφοθηρικά.

Ο  Πρωθυπουργός είπε ότι πρέπει να υπάρχει… «κεντρική διαχείριση», όταν το πνεύμα της Επιτροπής είναι να διοχετεύονται οι πόροι, όχι στις χώρες και τις κυβερνήσεις, αλλά κυρίως στους φορείς και τις επιχειρήσεις. Οι κυβερνήσεις απλώς θα καταθέτουν τα  προγράμματα και τις προτεραιότητες  τους.

Ο Μητσοτάκης ισχυρίσθηκε ότι η χρηματοδότηση είναι αναγνώριση της πορείας της χώρας τον τελευταίο χρόνο. Αλλά ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν, Βάλντις Ντομπρόφσκις, έδειξε το αντίθετο: “Τα χρήματα να δοθούν πραγματικά στις χώρες που τα έχουν μεγαλύτερη ανάγκη».

Μαζί με τον Επίτροπο Οικονομικών Πάολο Τζεντιλόνι έθεσαν ήδη τους πρώτους όρους, υπό τους οποίους μέλη θα μπορούν να κάνουν χρήση του  συνδυασμού επιδοτήσεων και επιχορηγήσεων. Και διευκρίνισαν ότι δεν θα είναι «λευκή επιταγή», αλλά η στήριξη θα συνοδεύεται από σχέδιο  μεταρρυθμίσεων.

Για να έχουν πρόσβαση σε αυτά τα χρήματα, οι κυβερνήσεις της Ε.Ε. θα πρέπει να καταθέσουν -προς αξιολόγηση- τα εθνικά σχέδια 

Υπάρχουν και τα αστεία -αν όχι ύποπτα- νέα: Με αφορμή την ιδέα του Κον Μπεντίτ να αναλάβουν «κομισάριοι» κατά χώρα για να μην σπαταληθούν τα χρήματα από τις κυβερνήσεις, άρχισαν να διακινούνται και στην Ελλάδα …ονόματα. Μεταξύ τους και κάποιοι παλαιοί «εκσυγχρονιστές», ένας εκ των οποίων έχει καταδίκη από το ειδικό δικαστήριο στην πλάτη του.

Η κυβέρνηση σκοπίμως συγχέει τις  αποφάσεις του Γιουρογκρούπ- για την άμεση αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας – με την κατεύθυνση της Κομισιόν και του Συμβουλίου στη συνέχεια- για χρηματοδότηση   μεταρρυθμιστικών προγραμμάτων και αναπτυξιακών δράσεων. Γιατί έχει  δική της κομματική ατζέντα γι’ αυτούς τους  πόρους.

Πρώτα πήρε τον κομματικό έλεγχο της διοίκησης με τη φάμπρικα του επιτελικού κράτους. Δεν υπάρχουν πλέον υπουργοί, αλλά εντεταλμένοι  μετακλητών υπάλληλων και εξωκοινοβουλευτικών αξιωματούχων του Μεγάρου Μαξίμου.

Μετά επέβαλε κομματικό έλεγχο στην πληροφόρησης και τις πληροφορίες με την ΕΥΠ την ΕΡΤ.

Ακολούθησε ο έλεγχος των επενδύσεων και τελευταία των δημοσίων έργων που υπάγονται πλέον στο… πρωθυπουργικό γραφείο.

Τώρα μεθοδεύεται ο κεντρικός έλεγχος των νέων πόρων, με το  επιχείρημα ότι «το πρόγραμμα ταιριάζει απόλυτα με τις προτεραιότητες της κυβέρνησης”. 

Πολλοί διακρίνουν επέκταση του σχεδίου: ΙΧ κόμμα, ΙΧ κράτος , ΙΧ κυβέρνηση- και τώρα ΙΧ οικονομία. Με επιλεκτικές χρηματοδοτήσεις ημέτερων.

Ουσιαστικά κάποιοι θα τιμήσουν τη νεοελληνική παράδοση και θα στήσουν μεγάλο φαγοπότι με τα κοινοτικά λεφτά. Αντί για ανάπτυξη θα γίνουν υπερκέρδη και άνομος πλούτος των ιδίων  κυκλωμάτων. Θα χρηματοδοτήσουν τις ανάρμοστες σχέσεις κυβερνητικών ή κομματικών παραγόντων και κρατικοδίαιτων επιχειρηματιών.

 Κάποιος πρέπει να εμποδίσει αυτή την εξέλιξη. Να κατοχυρωθεί ότι οι πόροι θα φτάσουν στον προορισμό τους με διαφάνεια και όχι σε όσους ετοιμάζονται να τους απομυζήσουν τους πόρους με τις παλιές πρακτικές.  

Άραγε η αντιπολίτευση έχει ιδέα τι πάει να γίνει και ξέρει πώς θα το αποτρέψει; Ή θα βρίσκει και σε αυτό «απόθεμα αξιοπιστίας» με την κατευναστική πολιτική της;