Λιγότερες κραυγές, πιο πολλές δράσεις για τον πληθωρισμό

Toυ Νίκου Χριστοδουλάκη
Η μανιώδης ρητορική για την επέλαση της ακρίβειας, που προκαλεί ακόμα μεγαλύτερα προβλήματα και η ανάγκη για δράσεις.

Τους τελευταίους μήνες υπάρχει ένα αδιάκοπο κρεσέντο για τον πληθωρισμό και την ακρίβεια στην Ελλάδα: ότι μεγαλώνει διαρκώς, ότι απειλεί τους πάντες με οικονομικό αφανισμό, ότι θα αφήσει κακές συνέπειες για μεγάλο χρονικό διάστημα, ότι οι τιμές που τώρα ανεβαίνουν δεν θα ξαναπέσουν ποτέ. Εννοείται ότι έχει γίνει το επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης: Για μεν την αξιωματική αντιπολίτευση η άνοδος των τιμών είναι «ακρίβεια Μητσοτάκη» και προβάλλεται ως η στρατηγική ευκαιρία για να πέσει η κυβέρνηση, ενώ και για την ίδια την κυβέρνηση είναι η απειλή που μπορεί να της στοιχίσει την εξουσία – αν τυχόν και αργήσει να πάει σε εκλογές.

Αρκετές από αυτές τις επισημάνσεις είναι σωστές, συνήθως όμως η ένταση με την οποία προβάλλονται είναι πολλαπλάσια της σημασίας που έχουν στην πραγματικότητα. Και πάλι αυτό δεν είναι ασυνήθιστο στην πολιτική διαμάχη, όπου πολλά προβλήματα αναδεικνύονται με μεγεθυντικό φακό από την αντιπολίτευση αλλά αντιμετωπίζονται με φίλτρα σμίκρυνσης από την εκάστοτε κυβέρνηση. (Το αντίθετο συμβαίνει όταν πρόκειται για θετικές εξελίξεις, οπότε η κυβέρνηση διαστέλλει την σημασία τους και η αντιπολίτευση την συστέλλει).

Όμως ο πληθωρισμός έχει ένα απροσδιόριστο και ύπουλο χαρακτηριστικό που ή το αγνοούν ή το ξεχνούν όσοι ασχολούνται μαζί του: Δεν δημιουργείται μόνο από το τι πραγματικά έχει συμβεί σε μία αγορά, αλλά επίσης καθορίζεται σημαντικά και από το τι νομίζουν οι διάφοροι οικονομικοί παράγοντες ότι θα συμβεί στο μέλλον. Δηλαδή, οι πρόσφατες αιτίες που τον προκάλεσαν φουσκώνουν ή ξεφουσκώνουν αναλόγως με τις προσδοκίες που επικρατούν σε μια οικονομία για τις εξελίξεις που ενδέχεται να υπάρξουν στο προσεχές μέλλον.

Και πώς άραγε διαμορφώνονται αυτές οι προσδοκίες; Άγνωστο και μόνο στο περίπου μπορεί να προσεγγιστεί. Αν σε μια οικονομία όλοι φωνάζουν από το πρωί ως το βράδυ ότι ο πληθωρισμός θα ανέβει και άλλο, τότε όλο και περισσότεροι θα το πιστέψουν και την επόμενη μέρα θα φροντίσουν να κατοχυρώσουν την δική τους θέση απέναντι σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Αν είναι έμποροι θα πουλήσουν ακριβότερα, αν είναι μισθωτοί θα ζητήσουν προκαταβολικά αυξήσεις, αν είναι ιδιοκτήτες θα τσιμπήσουν τα ενοίκια για να είναι καλυμμένοι. Έτσι όμως με μαθηματική βεβαιότητα ο πληθωρισμός θα συνεχίσει να αυξάνεται, ακόμα και αν στην πραγματική οικονομία τελικά δεν καταγραφούν οι τάσεις που φόβισαν τους διάφορους οικονομικούς παράγοντες να κάνουν προληπτικές αυξήσεις. Ο φόβος αυτοεκπληρώνεται και ένας νέος ανοδικός κύκλος μπαίνει σε κίνηση. Όλοι θα χάσουν από αυτοί την εξέλιξη, και όμως πάλι θα σπεύσουν να κινηθούν πληθωριστικά πριν το κάνουν οι άλλοι. Και όλοι θα ξαναχάσουν, μέχρι να συμβεί κάποιο δυναμικό γεγονός που θα σπάσει το επικίνδυνο σπιράλ.

Αυτό όμως μπορεί να πάρει πολλά χρόνια, όπως για παράδειγμα μετά την εισαγωγή του ευρώ στις ευρωπαϊκές οικονομίες. Σε πολλές χώρες – όπως η ελληνική και οι άλλες του ευρωπαϊκού Νότου – είχαν «συνηθίσει» σε μια εμμονή του πληθωρισμού και τον αναπαρήγαν σε υψηλότερα επίπεδα από τις βόρειες χώρες, παρά το γεγονός ότι η νομισματική πολιτική ήταν πλέον ίδια για όλους.

Ο φόβος των αυτοεκπληρούμενων προσδοκιών φυσικά καθόλου δεν σημαίνει ότι πρέπει να αγνοούμε τις επιπτώσεις του πληθωρισμού σε μια οικονομία, ιδιαίτερα μάλιστα αν πλήττει με μεγαλύτερη οξύτητα τα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα. Και η σημερινή ακρίβεια είναι ακριβώς μία τέτοια περίπτωση, γιατί οι πρωτογενείς αυξήσεις εκδηλώνονται αφενός στα καύσιμα και αφετέρου στα τρόφιμα, οι δαπάνες για τα οποία είναι υψηλότερο μερίδιο στα φτωχά νοικοκυριά παρά στα πλουσιότερα. Αυτή είναι και η πιο ύπουλη συνέπεια του σημερινού πληθωρισμού, την οποία πρέπει να αντιμετωπίσουμε με κάθε τρόπο.

Αντί δηλαδή η δημόσια συζήτηση να πλημμυρίζει από σκοτεινές προβλέψεις για την διάρκεια και τις επιπτώσεις του πληθωρισμού, θα έπρεπε από νωρίς να είχε στραφεί στην αντιμετώπιση των πρωτογενών αιτίων που τον προκάλεσαν, τον έλεγχο των μηχανισμών που τον διέδωσαν και τις συνέπειες που έχει στα χαμηλά εισοδήματα. Υπάρχουν κάποιες λύσεις, όχι τέλειες αλλά πάντως άξιες να δοκιμαστούν. Περιλαμβάνουν γρήγορες αλλαγές στους έμμεσους φόρους για να μετριάσουν τις τιμές (όπως κάνουν ήδη στην Ιταλία και την Ισπανία), αναστολή του χρηματιστηρίου ενέργειας για να μπλοκαριστεί η δημιουργία υπερκερδών για τις ενεργειακές εταιρείες (όπως αναγνωρίζει πλέον ακόμα και το ΔΝΤ) και άμεση ενίσχυση των φτωχών εισοδημάτων για να αντιμετωπίσουν τις αυξημένες τιμές τροφίμων και ηλεκτρισμού.

Μέχρι τώρα στην χώρα μας μόνο το τελευταίο έχει υιοθετηθεί και μάλιστα σε σχέση με τα καύσιμα και όχι για τα τρόφιμα. Αντί όμως εκεί να εστιαστεί η δημόσια συζήτηση και να συγκριθούν οι λύσεις που προτείνει κάθε πλευρά, βλέπουμε να συνεχίζεται ακάθεκτη η ρητορική για ανεξέλεγκτη άνοδο του πληθωρισμού, πράγμα φυσικά που όντως θα συντελέσει στην περαιτέρω άνοδο του.

Σε μια οικονομία όπως η ελληνική που υφίστανται ακόμα τα μύρια όσα προβλήματα παρεμπόδισης του ανταγωνισμού, ατονούν οι συστηματικοί έλεγχοι και απουσιάζει το πρότυπο της αυτοσυγκράτησης ως υπεύθυνη συμπεριφορά έναντι της κοινωνίας, η ρητορική της ακρίβειας φέρνει και άλλη ακρίβεια. Καλό θα είναι να γνωρίζουμε ότι η μανιώδης ρητορική για την επέλαση της ακρίβειας απλώς κάνει την προοπτική αναστροφής της να απομακρύνεται ακόμα περισσότερο και φυσικά να πλήττει δυσανάλογα τα πιο ασθενή κοινωνικά στρώματα που κανονικά θα έπρεπε να τα προφυλάσσουμε από τις συνέπειες της. Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να σχολιάσουμε και ένα ζήτημα που βγήκε πρόσφατα στην επιφάνεια με την εξαγγελία της ανόδου των επιτοκίων που θα ακολουθήσει η ΕΚΤ από τον επόμενο μήνα.

Με τον τρόπο αυτό, ελπίζει να κάνει τον δανεισμό και την καταναλωτική πίστη ακριβότερη και ελπίζει να οδηγήσει σε μείωση της ζήτησης και αύξηση της αποταμίευσης των νοικοκυριών. Το μέτρο ήδη επικρίθηκε ότι δεν είναι αρκετά αυστηρό για να λειτουργήσει αποτρεπτικά, όπως θα ήθελαν οι σκληροί του ευρωπαϊκού Βορρά.

Το χειρότερο που μπορεί να κάνει η ΕΚΤ είναι να τους ακούσει και να αυξήσει και άλλο τα επιτόκια, βάζοντας έτσι σε κίνηση ένα νέο κύμα ύφεσης. Ο λόγος είναι ότι τα υψηλότερα επιτόκια θα εμποδίσουν την άνετη αναχρηματοδότηση των κρατικών χρεών – ιδιαίτερα στις χώρες του Νότου – και έτσι θα ψαλιδίσουν την προσπάθεια τους να χρηματοδοτήσουν πολιτικές επενδύσεων και ανάκαμψης. Η Ιταλία κινείται ήδη για να εξασφαλίσει μια προνομιακή μεταχείριση των κρατικών ομολόγων στις χώρες του Νότου και η Ελλάδα πρέπει τάχιστα να συμμαχήσει με την πρωτοβουλία αυτή για να αποφύγει μια δυσάρεστη πίεση από τις διεθνείς αγορές.

Όμως και στον ιδιωτικό τομέα μία δραστική αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ θα έχει αμφίβολα αποτελέσματα διότι ο τωρινός πληθωρισμός δεν οφείλεται σε υπερβάλλουσα ζήτηση, αλλά σε μείωση της προσφοράς επειδή περιορίστηκαν οι ροές του φυσικού αερίου και μπλόκαραν τα σιτηρά στα λιμάνια της Ουκρανίας. Άρα η αύξηση των επιτοκίων θα πλήξει τις επενδύσεις και τις επιχειρήσεις, οι οποίες μάλλον θα συμπιέσουν περαιτέρω την παραγωγή τους ενώ θα έπρεπε να έχουν κίνητρα να την αυξήσουν και έτσι να εκτρέψουν τις πληθωριστικές πιέσεις από τα εμπορεύματα και τις υπηρεσίες που παράγουν.

Και σε αυτόν τον τομέα η ανεξέλεγκτη ρητορική για την επέλαση της ακρίβειας προκαλεί ακόμα περισσότερα προβλήματα γιατί απλούστατα η επικράτηση πληθωριστικών προσδοκιών θα απαιτεί όλο και υψηλότερα επιτόκια της ΕΚΤ για να αντιστραφεί. Το αντίτιμο θα είναι πάλι μια νέα σκληρή ύφεση και ξέρουμε όλοι ποιους θα πλήξει κατά κύριο λόγο.

Για αυτό λοιπόν χρειάζεται να πέσουν οι τόνοι της άμετρης πολιτικής αντιπαράθεσης για την ακρίβεια που έρχεται και να αφοσιωθούμε περισσότερο σε δράσεις που είναι πιθανό να την αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά. Μερικές τις έχουμε ήδη περιγράψει, αλλά προφανώς χρειάζονται ακόμα πιο δραστικές. Οι παραλείψεις της κυβέρνησης στον τομέα αυτό είναι τόσο κραυγαλέες, ώστε ο χώρος που θα καλύψει το κενό πολιτικής σύντομα θα ανακαλύψει και πόσο θα τον ωφελήσει στην γνώμη των πιο ευάλωτων κοινωνικών ομάδων.

ΑΠΟ ΤΟ NEWS 247