Μίκης Θεοδωράκης: Η Ελλάδα που θέλουμε!

Του Γ. Λακόπουλου

Η μία Μεγάλη Αγαπημένη του -η πολιτική- δεν του έκανε ποτέ τα χατίρια, αλλά δεν την εγκατέλειψε ούτε στιγμή. Η άλλη, η μουσική, δεν του αρνήθηκε ποτέ τίποτε – και της το ανταποδίδει ακόμη, με ορμή εφήβου και ας διανύει τη δέκατη δεκαετία της ζωής του.

Το βράδυ της Δευτέρας ο Μίκης Θεοδωράκης απέδειξε ότι στους δύσκολους καιρούς που ζούμε και σε έναν κόσμο που κινείται προς όλες τις κατευθύνσεις ταυτόχρονα, είναι ο μόνος  Έλληνας που μπορεί να γεμίσει το Καλλιμάρμαρο.

Πρωτίστως ότι είναι ο μόνος που μπορεί να δημιουργήσει μια ορμητική κοίτη πάθους, ευαισθησίας και  προσδοκίας για το καλύτερο. Τα συμφραζόμενα της παρουσίας του διαμορφώνουν το ανάγλυφο της Ελλάδας που θέλουμε.

Η μουσική εκδήλωση που οργανώθηκε, παρουσία του και προς τιμήν του, ένωσε πάνω στο νήμα της ελπίδας γενιές, αντιλήψεις , πολιτικές προελεύσεις και  ιδεολογίες σε μια λυτρωτική μυσταγωγία -με νότες- ανεπανάληπτη.

Στα 92 του σήμερα, ο μεγάλος δημιουργός,  έχοντας χάσει πολλούς από τους φίλους του -ο τελευταίος ήταν ο Διαμαντής Πεπελάσης– παραμένει ο ακατάβλητος γητευτής της ψυχής του Ελληνισμού, όπου Γης και όχι μόνο. Κάθε εβδομάδα κάπου στον κόσμο παίζεται ένα έργο του.

Κατέκτησε οτιδήποτε μπορεί να ονειρευτεί ένας καλλιτέχνης. Πήρε εν ζωή τιμές, δόξα και αναγνώριση. Γνώρισε τους σημαντικότερους ανθρώπους του πλανήτη στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Ο Μεγαλύτερος Έλληνας, όπως είπε ο Λευτέρης Παπαδόπουλος δηλώνει ευτυχής, πλήρης και το ανταποδίδει αφειδώλευτα. Το περίσσευμα της καρδίας του είναι ανεξάντλητο – σαν την έμπνευσή του…

Το έργο του Μίκη αποτελεί αιώνια παρακαταθήκη προς τον Ελληνισμό -που ήταν πάντα η πηγή της έμπνευσης του. Η παρουσία του παραμένει μάχιμη, αιρετική και γόνιμη. Ανακυκλώνει το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένοι οι μεγάλοι, οι πατριώτες  και οι  ακατάβλητοι.

Ώρες ώρες γίνεται υπεράνθρωπος, επιβλητικός και ταυτόχρονα παραμένει οικείος και γήινος. Διαβάζει πολύ, γράφει πολιτικά κείμενα, διηγείται ιστορίες από τα παλιά, λέει ανέκδοτα, δέχεται κόσμο, παραμένει  οπαδός του Τσιτσάνη δακρύζοντας όταν ακούει το «Σαν απόκληρος γυρίζω». Και νιώθει  ταπεινός θαυμαστής του Χατζιδάκι, του Τσαρούχη και του Ρίτσου – και ας τους ξεπερνάει ο  ίσκιος του.

Δεν ξέρουμε τι θα ήταν η Ελλάδα χωρίς τον Μίκη – από την Κατοχή μέχρι σήμερα. Από τον μετεμφυλιακό πάθος της  επαναδελφοποίησης που ανέδειξε με τα συγκλονιστικά έργα της συνάντησής του με τους  μεγάλους ποιητές, τους Λαμπράκηδες, την αντιχουντική παγκόσμια παρουσία του, την μεταπολιτευτική αγωνία για λαϊκή ενότητα χάριν της εθνικής ακεραιότητας

Ο Μίκης με τον Προκόπη Παυλόπουλο, και πίσω του ο Σάκης Τοδουλος

Στο Καλλιμάρμαρο πήγε με το καροτσάκι αυτή τη φορά-  είναι σε καλή φόρμα, αλλά τα πόδια του δεν τον κρατάνε. Με την αυτοπεποίθηση που του έδινε δίπλα του η  παρουσία του αγαπημένου του Σάκη Τόδουλου  -βαθιά φιλία 55 χρόνων-  έδειχνε ότι νιώθει πως δεν τον άγγιξε ο χρόνος. Μπορεί και να μην αγγίξει ποτέ…

Ήταν μια ακόμη μυστική συνάντηση του με τα βλέμματα και τα αισθήματα των ανθρώπων, πέρα από καταγωγή, φυλή, έθνος και κουλτούρα. Αλλά οι στιγμές που άπλωσε τα τεράστια  χέρια του για να διευθύνει, πάντα ντυμένος στα μαύρα, μένουν στο συλλογικό υποσυνείδητο σαν προσκλητήριο ανάτασης της χειμαζόμενης ελληνικής κοινωνίας.

Στο πέρασμα των χρόνων, ο Μίκης δεν διαμόρφωσε μόνο την αισθητική και το συναίσθημα των Ελλήνων. Δίδαξε με τη μουσική του και το προσωπικό του παράδειγμα, στάση ζωης.

Πώς να δημιουργεί κάποιος με το αίμα της ψυχής του, να μένει όρθιος και να μάχεται ακόμη όταν όλα δείχνουν χαμένα, να προσαρμόζεται αλλά να μην συμβιβάζεται, να αρνείται  αλλά και να παίρνει πρωτοβουλία, να αντιστέκεται αλλά και να συνεισφέρει, να μένει ακλόνητος στις πεποιθήσεις του, αλλά να μην έχει σύνορα στις συναναστροφές του.

Δεν ξέρουμε τι θα ήταν η Ελλάδα χωρίς τον Μίκη – από την Κατοχή μέχρι σήμερα. Από τον μετεμφυλιακό πάθος της  επαναδελφοποίησης που ανέδειξε με τα συγκλονιστικά  έργα της συνάντησής του με τους  μεγάλους ποιητές, τους Λαμπράκηδες, την αντιχουντική παγκόσμια παρουσία του, την μεταπολιτευτική αγωνία για λαϊκή ενότητα χάριν της εθνικής  ακεραιότητας, με το λόγο και τα κείμενα του που συνεχίζει ακατάπαυστα να παράγει….

Δεν να το βάζει κάτω. Χαμογελάει μονίμως, εκπέμπει μαγεία, βρίσκεται σε αέναη κίνηση, εντός του και στο χώρο. Η δράση του σε πολλά μέτωπα ταυτόχρονα δείχνει ότι υπάρχει ακόμη πολύς Μίκης Θεοδωράκης μέσα στον Μίκη Θεοδωράκη. Ευτυχώς για μας.