Μανώλης Γλέζος: Άξιος της Πατρίδας

Του Γιαννάκη Λ. Ομήρου

«Αλλά θεωρήσαντες ότι η τιμωρία των εχθρών ήτο πλέον ποθητή παρά τα πράγματα αυτά, και ότι δεν ημπορούσαν να  εκθέσουν την ζωήν των χάριν ευγενεστέρας υποθέσεως, αποφάσισαν, διακινδυνεύοντες αυτήν, να εκδικηθούν μεν εκείνους, παραιτήσουν δε  όλα τα λοιπά. Και ενεπιστεύθησαν μεν εις την ελπίδα το άδηλον της επιτυχίας του αγώνος, αλλ’ ότι αφορά εις τον παρόντα και προ των οφθαλμών των κινδύνων, εστηρίχθησαν μόνο εις εαυτούς και  το προσωπικό των θάρρος. Και όταν  ευρέθησαν εις το μέσον του κινδύνου, κρίνοντες προτιμότερον  ν’ αποθάνουν υπερασπίζοντες εαυτούς παρά να σωθούν υποχωρούντες, απέφυγαν μεν το όνειδος της δειλίας, αντιμετώπισαν όμως ψυχή τε και σώματι τον κίνδυνο, και συγχρόνως  εις στιγμήν ωρισμένην υπό της ειμαρμένης μετάλλαξαν βίον, όχι τρέμοντες από φόβον, αλλά περιβαλλόμενοι από τον φωτοστέφανον της δόξης». Περικλέους Επιτάφιος. (Έκδοση Βουλής των Ελλήνων Ιούνιος 1998. Θουκυδίδου ιστοριών Β΄ Μετάφραση Ελευθέριου Βενιζέλου).

Αυτή η ρήση του Περικλή,  όπως την αποτύπωσε ο Θουκυδίδης, αποδίδει με ακρίβεια την στάση ,την πορεία, τον ψυχικό πλούτο, την ίδια τη ζωή του Μανώλη Γλέζου. Ως εκπροσώπου μιας γενιάς Ελλήνων, που δεν γονάτισε, δεν κιότεψε , και δεν συμφιλιώθηκε με την κατοχή της πατρίδας αλλά και την κάθε μορφής καταπίεση. Πέρα από την υποστολή της ναζιστικής σημαίας από τον βράχο της Ακρόπολης μαζί με τον σύντροφο του Απόστολο Σάντα, ο Γλέζος υφίσταται δεκάδες δικαστικές διώξεις και καταδικάζεται  δις εις θάνατον. Μένει στις εξορίες και στις φυλακές για 16 ολόκληρα χρόνια.

Χαρακτηριστική περίπτωση μιας προσωπικότητας η οποία, χωρίς αμφιβολία, θα εξουδετερώσει δια της μνήμης τον χρόνο και τον θάνατο. Αυτονόητα,  τα έργα και οι μέρες του, τα μαρτύρια και οι αγώνες του, η σχέση του με τις έννοιες της ελευθερίας της πατρίδας, του λαού, της κοινωνικής δικαιοσύνης, έχουν καταγραφεί ανεξίτηλα στη συλλογική συνείδηση του έθνους, του απανταχού Ελληνισμού. Στην πραγματικότητα, ολόκληρη η ζωή του Μανώλη Γλέζου αποκωδικοποιεί την ατμόσφαιρα, μιας ταραγμένης εποχής, κατοχής, πολέμων,  δικτατοριών, ηρωισμών, εμφυλίου, προδοσίας, αντίστασης.

Και αυτή η ζωή, καταγράφεται  ως μια  πνευματικά και ηθικά αυθεντική πράξη. Και γι’ αυτό, αναπόδραστα, ως μια σπάνια ζωή και ως μια σπάνια προσωπικότητα, θα επιζήσει  δια της μνήμης.

Μεταφέρω απομαγνητοφωνημένο  απόσπασμα από το λόγο του σε εκδήλωση στη Λευκωσία για την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940  και την εθνική αντίσταση. Ένα λόγο, από στήθους , που εκφώνησε εκατοντάδες φορές, σε όλες τις γωνιές του κόσμου. Ένα απόσπασμα που  αποτυπώνει γλαφυρά την αντίληψη για τον πατριωτισμό.

« Αγαπητοί φίλοι ήλθε η κατοχή η πιο μαύρη όπως σας είπα, με όλες αυτές τις φοβερές συνέπειες και τότε από την πρώτη  μέρα, κιόλας γεννήθηκε μέσα σε κάθε άτομο, σε κάθε οικογένεια, σε κάθε σπίτι, σε κάθε χωριό, σε κάθε πόλη, το μεγάλο ερώτημα. Και τώρα τι θα γίνει;

Τρεις υπήρξαν οι απαντήσεις. Η πρώτη απάντηση, που αμέσως δόθηκε όπως καταγράφηκε και είναι καταγεγραμμένη, χωρίς σχολιασμό δικό μου. Για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε  καλύτερα την κατοχή, πρέπει να συνεργαστούμε με τον κατακτητή, για να  είναι πιο ελαφρύ το βάρος της κατοχής.

Εμείς θυσιαζόμαστε, γινόμαστε κυβέρνηση  συνεργασίας για να υποστούμε εμείς τα πρώτα κτυπήματα, να μην υποφέρει ο λαός μας. Αυτή η πρώτη απάντηση.

Η δεύτερη απάντηση. Ας περιμένουμε να δούμε τι θα γίνει. Η καιροσκοπική αντιμετώπιση των προβλημάτων. Να δούμε τι θα γίνει, στην πλάστιγγα. Όσοι ακολούθησαν  αυτή την γραμμή  το ίδιο λάλησαν.

Και η τρίτη απάντηση. Θα σας την πω κάπως αλλιώς. Τις πρώτες μέρες της κατοχής, ακόμα έρχονταν από το μέτωπο φαντάροι στα προάστια των Αθηνών, Και γίνονταν οι εξής σκηνές. Ο φαντάρος ψειριασμένος, μαυρισμένος από την ήλιο, αξύριστος, θρυμμένα τα χείλη του από τη δίψα, έμπαινε στο πρώτο σπίτι, μαζευόταν η γειτονιά τριγύρω, λίγο νερό να πιώ έλεγε, την ώρα που έπινε το νερό,

οι γυναίκες του έδειχναν φωτογραφίες και ρωτούσανε μήπως είδε κανένα δικό τους. Και να μην το είχε δει, ο καημένος τι θάλεγε; Έρχεται, έρχεται έλεγε. Και εκεί, μέσα σε αυτό το  πελώριο εθνικό αυτί, γεννιότανε το ερώτημα. Και τώρα τι θα γίνει; Και κει για πρώτη φορά άκουσα μια γριά να λέει. Είμαστε κι άλλη φορά σκλάβοι και ξεσκλαβωθήκαμε. Αυτή ήταν η απάντηση του Έθνους».

Εδώ ο Μανώλης Γλέζος κόμπιαζε κάθε φορά από συγκίνηση και τα μάτια του βούρκωναν.

Μανώλη Γλέζο από τον ιερό βράχο της Ακροπόλεως, βροντώδης η ιαχή. ΑΞΙΟΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ!