Μανώλης Γλέζος: Πόνος

Του Γ. Λακόπουλου

Ο  νεκρός δεδικαίωται. Μόνο που ο συγκεκριμένος Νεκρός δεν περίμενε να πεθάνει για να δικαιωθεί.

Το είχε κερδίσει εκείνο το δραματικό  βράδυ του ΄ 41 . Όταν μαζί με τον Σάντα αποφάσισαν ότι τους ματώνει την ψυχή να κυματίζει ο αγκυλωτός σταυρός στην Ακρόπολη.

Το βράδυ που ο Γλέζος κατέβαζε τη γερμανική σημαία  κάποιοι είχαν ήδη αρχίσει να τυλίγονται με αυτήν: μαυραγορίτες, δωσίλογοι, συνεργάτες των δυνάμεων κατοχής, ταγματασφαλίτες, κουκουλοφόροι καταδότες των αντιστασιακών.

 Πονάει κάθε φορά που ρωτάμε την Ιστορία τι συνέβη στην Ελλάδα όταν τέλειωσε ο ναζιστικός εφιάλτης επειδή άνθρωποι σαν τον Γλέζο έκαναν αυτό που όφειλαν στις πατρίδες τους.

Αμείλικτη μας απαντάει: Οι Γλέζοι πήγαν στα στρατοδικεία, στα αποσπάσματα, στις φυλακές και τις εξορίες ως εχθροί του έθνους, του οποίου τις τύχες ανέλαβαν -και- όσοι συνεργάσθηκαν με τους κατακτητές. 

Όπως πονάει να θυμάται κανείς ποιοι τον λοιδορούσαν και ποιων τα ΜΑΤ τον ψέκαζαν, πολλές δεκαετίες μετά. Όταν ο Γλέζος πλησιάζοντας την 10η δεκαετία της  ζωής του -όρθιος πάντα και αλύγιστος – εναντιώθηκε στα μνημόνια.

Αντιστάθηκε σ’ αυτό που θεωρούσε νέα γερμανική απειλή. Αλλά ήξερε να ξεχωρίζει τον  Γερμανό διοικητή της κατεχόμενης Αθήνας που τον επικήρυξε από τον  πρέσβη της σημερινής Γερμανίας, στον οποίο εγγυήθηκε προσωπικά το δικαίωμα να καταθέσει στεφάνι στο Δίστομο.

Ο πόνος γίνεται πίκρα- λόγος για οργή δεν υπάρχει πλέον- όταν  βλέπει κανείς σήμερα τα φαντάσματα εκείνων που στην Κατοχή ήταν στο πλευρό του χιτλερικού κτήνους που πολέμησε ο Γλέζος και όσων έστησαν το μετεμφυλιακό κράτος που καταδίωξε τον Γλέζο, να μπαίνουν στο στόμα των πολιτικών επιγόνων τους και να τον  υμνούν. Με ,ή χωρίς ,διάθεση εξιλέωσης.

Κάποιοι  υποκριτές είχαν σπεύσει να φωτογραφηθούν μαζί του όσο ζούσε- όπως κάνουν και με τον Μίκη, τον άλλο Μεγάλο Διωχθέντα από το ίδιο κράτος του μετεμφυλιακού ζόφου. 

Άλλοι προβάλλουν ότι ο εκλιπών είχε εναντιωθεί στο Τρίτο Μνημόνιο  που υπέγραψε ο Τσίπρας, λες και είχε προσυπογράψει τα προηγούμενα.

 Ο βίος και η πολιτεία του Γλέζου δεν χωρούν σε επικοινωνιακές πατέντες που τον τοποθετούν δίπλα σε οποιονδήποτε επικεφαλής της παράταξης με την οποία δεν συνθηκολόγησε ποτέ με τη σκέψη, το ήθος, τις πολιτικές επιλογές και τον τρόπο της ζωής του.

Ήταν ατσάλινος. Αλλά «καλός και αγαθός» σαν άνθρωπος. Μεγαλόψυχος με τους πολιτικούς αντιπάλους του- ζώντες και νεκρούς. Και το μόνο σίγουρο είναι   πήγαινε κόκκινα γαρύφαλλα στο Σκοπευτήριο κάθε Πρωτομαγιά.

Η μνήμη του δεν προσφέρεται για  κολυμβήθρα του Σιλωάμ, ούτε για κρυψώνας όσων θέλουν να αποφύγουν την κρίση της Ιστορίας.  

Έγινε Ήρωας γιατί ακολούθησε τους χτύπους της ελληνικής καρδιάς του,  τον δονούσε η πίστη του στην ελευθερία, η εμπιστοσύνη στον λαό και τον παρακινούσε η έμπνευση της ιδεολογίας του. Και γιατί δεν εξαργύρωσε ποτέ τίποτε από αυτά.

Ο Γλέζος δεν είναι «εθνικό» δημιούργημα. Το «έθνος» τον θυμήθηκε τώρα που πέθανε. Δεν είναι καν ελληνική υπόθεση.  Είναι παγκόσμια και πανανθρώπινη. Δημιούργημα ψυχής, στάσης και κουλτούρας που δεν έδειξαν όλοι όταν χρειάσθηκε.

Δεν είχε μίσος για κανέναν. Αλλά ότι συγχώρεσε -ή αγνόησε- τους διώκτες του και έγινε κήρυκας της εθνικής ενότητας , δεν τους δίνει  πρόσβαση στα ιερά και τα όσια που τον έκαναν  σύμβολο του αγώνα  για  Ελευθερία, ενάντια  στην τυραννία.

Αυτός  ο Μεγάλος  Έλληνας – φεύγοντας άφησε μόνο έναν ακόμη σαν αυτόν: τον Μίκη-  ενέπνεε με το παραδείγματος λιτής ζωής του και την ακλόνητη θέληση του να μείνει έφηβος και μαχόμενος για τις ιδέες του ως το τέλος.

Αλλά αυτό δεν άρχισε τώρα που έφυγε. Συνέβαινε πάντα. Ήταν η  προσωποποίησης της φιλοπατρίας, της ανιδιοτέλειας, της σεμνότητας, της τόλμης και τότε που τον έσερναν στα στρατοδικεία  της χώρας που ίδιος έβαλε πλάτη να  ελευθερωθεί.

«Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπάει η Ελλάδα», όπως είχε πει ο Σικελιανός για τον Παλαμά. Αλλά η ανάγκη για εθνική ομοψυχία, συμφιλίωση και  καταλογή των παθών, η ενότητα του λαού, η λήθη του παρελθόντος δεν είναι  παραχωρήσεις που κάνουν στον Γλέζο όσοι δεν ασπάστηκαν ποτέ όσα τον κινητοποιούνταν σε κάθε περίοδο της λαμπρής και ταπεινής ταυτόχρονα ζωής του.

Είναι οι παρακαταθήκες, τα μαθήματα ζωής και πολιτικής συμπεριφοράς που άφησε ο ίδιος- έχοντας πληρώσει το τίμημα γι’ αυτό. 

Το σκήνωμά του δεν σηκώνει καπηλεία από καμία πλευρά. Πήγε να συναντήσει το Λαμπράκη και τον Μπελογιάννη. Όχι τον  Θρασύβουλο Τσακαλώτο και τον Ζαχαριάδη.

Ο νεκρός δεδικαίωται. Όχι όμως και οι διώκτες του, όσο ζούσε.