Μετά τον ιό, ποια «επόμενη μέρα»

Του Γιάννη Λούλη

Καθώς η πανδημία κορυφώνεται, είναι προφανές ποιο ερώτημα κυριαρχεί στον χώρο της πολιτικής ανάλυσης. Εδώ λοιπόν, πληθαίνουν οι εκτιμήσεις για το ποιο θα ‘ναι το τοπίο την «επόμενη μέρα», όταν δηλαδή ο ιός θα έχει τιθασευτεί.

Πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά, θα υπάρχει προφανώς ένα νέο σκηνικό στις φιλελεύθερες δημοκρατίες. Παράλληλα, η όποια ανίχνευση του σκηνικού της επόμενης μέρας καλείται να λάβει υπ’ όψιν της μια πρόσθετη κρίσιμη παράμετρο: ότι δηλαδή οι συνέπειες του ιού θα επικαθίσουν πάνω σε καπιταλιστικές δημοκρατίες που οι περισσότερες αντιμετωπίζουν έναν συνδυασμό κρίσεων.

Ηδη άλλωστε απορροφούν πολλαπλές τοξικές πραγματικότητες: από τη γύμνια ενός ικανού πολιτικού προσωπικού, τις νέες εκρηκτικές ανισότητες, την εντεινόμενη πόλωση (που πρόσκαιρα καταλαγιάζει) και τα ανερχόμενα λαϊκιστικά ακροδεξιά ρεύματα. Τα ρεύματα αυτά είναι στην καρδιά τους αντιδημοκρατικά. Ετσι, ο συνδυασμός των δυσμενών επιπτώσεων από την πανδημία αλλά και την κρίση των καπιταλιστικών δημοκρατιών διασπείρει στην «επόμενη μέρα» εκρηκτικά υλικά. Που δυσκολεύουν και οποιεσδήποτε ασφαλείς προβλέψεις.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά. Προϊόν της κρίσης των φιλελεύθερων δημοκρατιών είναι φυσικά η εντυπωσιακή άνοδος των ακροδεξιών λαϊκιστών. Αυτοί τροφοδοτούνται από το συναίσθημα της οργής που υπάρχει σε πολλές κοινωνίες.

Πρόκειται για ψηφοφόρους που νιώθουν περιθωριοποιημένοι και «ξεχασμένοι» (γνωστοί ως the left behind). Ενώ τα λαϊκιστικά κόμματα συγκέντρωναν 8% το 1980 στην Ευρώπη, το 2019 είχαν προσεγγίσει πλέον το 27%! Με τον λαϊκιστή Τραμπ, πρόεδρο πλέον της ηγέτιδας δύναμης του δημοκρατικού στρατοπέδου. Ηδη οι καπιταλιστικές δημοκρατίες πριν από τον κορονοϊό περνούσαν μια διπλή κρίση: Η πρώτη ήταν η άνοδος των ακροδεξιών, ως προϊόν στρεβλώσεων του πολιτικού συστήματος.

Ενώ η δεύτερη, που άλλωστε είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την πρώτη, αφορά τη δραματική έκρηξη των ανισοτήτων. Οι τελευταίες έγιναν ακόμη πιο κραυγαλέες με την οικονομική κρίση του 2008 καθώς όλο το βάρος έπεσε πάνω στους οικονομικά ασθενέστερους. Την ίδια ώρα, οι τραπεζίτες «την έβγαλαν καθαρή». Επίσης οι πανίσχυρες οικονομικές ελίτ έγιναν ακόμη πιο ισχυρές. Αυξάνοντας πλούτο και πολιτική επιρροή.

Ολοι οι σοβαροί αναλυτές εκτιμούν πως όταν ο κορονοϊός κλείσει τον κύκλο του, οι οικονομικές επιπτώσεις στις φιλελεύθερες δημοκρατίες θα είναι πιο βαριές από ό,τι συνέβη στην κρίση του 2008. Οι διάφορες κυβερνήσεις, ακόμα και οι δεξιόστροφες, δύσκολα θα στραφούν σε αμιγώς νεοφιλελεύθερες συνταγές. Αλλωστε η κρίση του 2008, πάνω απ’ όλα, επέφερε ένα ισχυρότατο πλήγμα στη θεοποίηση των αγορών.

Το βιβλίο του Adam Tooze για την κρίση (Crashed) θεωρείται ήδη κλασικό. Οπως άλλωστε κλασική, και ευρύτατα αποδεκτή, είναι η άποψή του ότι πέθανε το νεοφιλελεύθερο δόγμα πως δήθεν «δημοκρατία και αγορές βρίσκονται σε κατάσταση αλληλοσυμπλήρωσης». Εχει επίσης καταρρεύσει και ο μύθος ότι οι «αγορές είναι σε θέση να ρυθμίζουν τον εαυτό τους» (Kutter, Martin Wolf, Bremmer). Ο κεϊνσιανισμός, με το κράτος να παίζει πλέον κεντρικό ρόλο στην οικονομική δραστηριότητα, είναι φανερό ότι επιστρέφει δυναμικά ως κυρίαρχη αντίληψη.

Οι πιέσεις άλλωστε από την ίδια την κοινωνία θα είναι στην κατεύθυνση ενός κράτους που θα είναι πιο παρεμβατικό και ρυθμιστικό, ανάλογα φυσικά με την ιδεολογία της κάθε κυβέρνησης. Από το ιδεολογικό χρώμα των κυβερνήσεων άλλωστε θα κριθούν το εύρος και το βάθος της μάχης κατά των ανισοτήτων.

Η μάστιγα των ανισοτήτων είναι τέτοια που θα τη βρούμε μπροστά μας, ούτως ή άλλως, και μετά το τέλος του κορονοϊού. Η έκταση των ανισοτήτων είναι τεράστια και όσα ποσοστά καταγράφω είναι απλώς η κορυφή του παγόβουνου. Αναφερόμενος στην Αμερική, ο οικονομολόγος Branko Milanovic επισημαίνει πως για πρώτη φορά τώρα το 0,1% διαθέτει το ίδιο ποσοστό εθνικού πλούτου (22%) με το 90% των πολιτών (22,8%)! Ακόμη και το 1980, που οι ανισότητες ήδη αυξάνονταν, το χαμηλότερο ποσοστό 90% διέθετε πάντως το ένα τρίτο του εθνικού πλούτου. Τι συνέβη λοιπόν; Αποδυναμώθηκαν τα συνδικάτα.

Τα λόμπι υπέρ των οικονομικά ισχυρών έγιναν πανίσχυρα. Οι φορολογίες άφησαν αλώβητο τον μεγάλο πλούτο που διέθετε τεράστια επιρροή στις κορυφές της εξουσίας. Οπως θα παρατηρούσε ο πρώην νεοφιλελεύθερος και διάσημος διανοητής Francis Fukuyama, «οι δημοκρατικές διαδικασίες επηρεάζονται πλέον από τους λίγους και ισχυρούς». Αλλωστε το πανίσχυρο λόμπι των φαρμάκων στην Αμερική έχει καταφέρει να αποτρέψει τη δημιουργία κρατικού συστήματος υγείας, δημιουργώντας ένα πανάκριβο σύστημα που ευνοεί τους πιο εύπορους πολίτες (Robert Reich, Saving Capitalism).

Καθώς οι ακροδεξιοί φλερτάρουν με τους «ξεχασμένους» της ζωής, μερικοί συντηρητικοί πολιτικοί όπως ο Μπόρις Τζόνσον κάνουν μια «κοινωνική» στροφή. Ετσι κέρδισε τις πρόσφατες εκλογές, σαρώνοντας τα προπύργια των Εργατικών (το λεγόμενο «κόκκινο τείχος») όχι μόνο με το Brexit, που ήταν το κεντρικό μήνυμά του, αλλά και με υποσχέσεις για τεράστιες δημόσιες δαπάνες στις υποβαθμισμένες περιοχές, καθώς και μαζική οικονομική στήριξη του κρατικού συστήματος υγείας (NHS)!

Εξαφάνισε ταυτόχρονα από το λεξιλόγιό του το εικόνισμα του θατσερισμού! Αλλοι συντηρητικοί πολιτικοί ασφαλώς θα τον μιμηθούν. Την ίδια ώρα η Κεντροαριστερά γίνεται όλο και πιο ριζοσπαστική, απορρίπτοντας ξεκάθαρα τον νεοφιλελεύθερο μπλερισμό. Ενώ βεβαίως οι επιπτώσεις από τον ιό θα αφήσουν πίσω τους ακόμα πιο πολλούς ευάλωτους πολίτες. Αυτοί θα κληθούν οι κοινωνίες να τους προστατεύσουν από τη νέα σκληρή πραγματικότητα.

Μια ευπρόσδεκτη ελπίδα από την Αμερική θα ήταν ο Μπέρνι Σάντερς εφόσον κέρδιζε το χρίσμα του Δημοκρατικού Κόμματος. Αλλωστε προηγείται του Τραμπ σε όλες τις δημοσκοπήσεις. Ριζοσπαστική για τα δεδομένα της Αμερικής είναι η θέση του για ένα ολοκληρωμένο κρατικό σύστημα υγείας που να καλύπτει τους πάντες, όταν σχεδόν 30 εκατ. Αμερικανοί είναι ανασφάλιστοι.

Δυστυχώς όμως, οι εκλέκτορες του κόμματος, αν και είναι πιο κοντά στις ιδέες του, θεωρούν πως μια υποψηφιότητα του πολιτικά πλαδαρού Τζο Μπάιντεν είναι εκείνη που διασφαλίζει μια ήττα του Τραμπ. Τούτο είναι αμφίβολο. Ομως είναι ταυτόχρονα αναμφίβολο πως ο Μπάιντεν ελάχιστα πράγματα θα αλλάξει στην Αμερική. Και επειδή ό,τι συμβαίνει στην Αμερική επηρεάζει και τον υπόλοιπο κόσμο, τούτο είναι ιδιαίτερα αρνητικό.

Κλείνοντας: Οι επιπτώσεις, οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές, μετά τον κορονοϊό, θα είναι λοιπόν πολύ βαριές. Σηματοδοτούν ταυτόχρονα την ανάγκη να γίνει το κράτος πρωταγωνιστής στη δημιουργία ενός διχτυού ασφαλείας για τους οικονομικά ευάλωτους.

Το κράτος επίσης καλείται να πρωταγωνιστήσει και στην οικονομική ανάπτυξη, περιορίζοντας δραστικά τις ανισότητες. Αρα η καπιταλιστική οικονομία επιβάλλεται να γίνει πολύ πιο κοινωνική στους δύσκολους καιρούς που έρχονται. Πόσο πιθανό είναι να συμβούν όλα αυτά; Η τραγωδία είναι πως το πολιτικό προσωπικό συνολικά είναι από ανεπαρκές έως μέτριο.

Και οι προκλήσεις είναι πολύ πιθανό να υπερβούν τις δυνάμεις του. Μόνη παρηγοριά είναι ίσως ότι οι νεότερες γενιές, όπως ομολογεί ο συντηρητικός διανοητής Niall Ferguson, δηλαδή οι millennials και η generation Z που έρχονται για να κυριαρχήσουν, έχουν αυτά τα χρόνια ριζοσπαστικοποιηθεί. Ως θύματα της εποχής μας, απαιτούν βαθιές κοινωνικές αλλαγές. Η μόνη ελπίδα λοιπόν είναι αυτές ακριβώς οι γενιές να κάνουν τη διαφορά!

* Επικοινωνιολόγος, πολιτικός αναλυτής και συγγραφέας πολλών βιβλίων. Επαγγελματικά δραστηριοποιείται εκτός Ελλάδας

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ