Με άλλα μάτια

Ένα διήγημα του Γ. Τεκίδη    

                                   

Έτρεμαν  τα χέρια και το κορμί του πονούσε. Προσπάθησε ν’ ανοίξει το φακελάκι με την άσπρη σκόνη, χωρίς να τα καταφέρνει. Δίπλα το βαμβάκι, η σύριγγα , όλα δηλαδή τα σύνεργα , πικρό εισιτήριο για ένα ακόμη ταξίδι στη «λύτρωση». Το τρέμουλο στα χέρια δεν τον άφηνε να κάνει όπως άλλοτε μεθοδικά τη δουλειά του και αυτό φούντωσε την ταραχή και τον εκνευρισμό του.

Σταμάτησε να πάρει μια βαθιά ανάσα παροτρύνοντας ταυτόχρονα τον εαυτό του να ηρεμήσει. Στο θρυμματισμένο του μυαλό ακάλεστος επισκέπτης ξαφνικά εμφανίστηκαν δυο μεγάλα πράσινα φωτεινά μάτια. «Εκείνη» ψιθύρισε ξέπνοα και βάλθηκε να θυμηθεί το όνομα της, «πως την έλεγαν, πως την έλεγαν γαμώτο….» και έτριβε τις ιδρωμένες του παλάμες στα γόνατα, χωρίς να θυμάται το όνομα. Τα άτιμα τα δηλητήρια, οι ουσίες , σαν ηλεκτρική σκούπα είχαν ρουφήξει το μνημονικό του και τώρα τελευταία σπάνια θυμόταν πρόσωπα και πράγματα. 

Την είχε δει στην καφετέρια που σύχναζε, πριν λίγες μέρες. Ήταν καινούργια και εντυπωσιακή, όχι τόσο για την εμφάνισή της, όσο για τον τρόπο που μιλούσε και συμπεριφέρονταν. Χαμογελούσε και έλαμπε ολόκληρη καθώς τον ρωτούσε τι θα πάρει. Ένοιωσε παράξενα μ’ αυτήν την κοπέλα. Πρώτη φορά θέλησε να πιάσει κουβέντα με άνθρωπο ξένο του σιναφιού του. Ντράπηκε για την εμφάνισή του, τα βρώμικα ρούχα, το οικτρό θέαμα που παρουσίαζε. Φρόντισε την επόμενη φορά ν’ αλλάξει ρούχα, να φροντίσει κάπως τον εαυτό του,  ακόμη επισκέφτηκε ύστερα από κάτι μήνες και τον κουρέα. Κι απορούσε κι ο ίδιος γι’ αυτή του την συμπεριφορά .

Άκουγε στην καφετέρια από τους συναδέλφους της να την φωνάζουν με το μικρό της όνομα, όμως τώρα η ρημαγμένη μνήμη του δεν τον βοηθούσε.

Η πόρτα της κάμαρας έτριξε ελαφρά και στο κατώφλι της φάνηκε η Ελένη η αδελφή του. Λίγο μεγαλύτερη από τον ίδιο, της έλαχε ο κλήρος να πορεύεται με ιώβεια υπομονή δίπλα του, τον δικό του Γολγοθά.

«Στάθη πάλι τα ίδια; Θα σε αφανίσουν τα καταραμένα αγόρι μου, δεν το βλέπεις; Δεν το νοιώθεις; Κάνε ρε συ μια φορά και το χατίρι της αδελφής σου. Θυμήσου τι μου υποσχέθηκες χθες. Μαζί θα ξαναπροσπαθήσουμε και που ξέρεις αυτή τη φορά μπορεί να σταθούμε τυχεροί».

Την κοίταζε εκείνος με άδεια μάτια, παγωμένο χλωμό και ανέκφραστο πρόσωπο, χωρίς να λέει κουβέντα. Κάθισε η Ελένη δίπλα του κι έγειρε εκείνος το κεφάλι του στην αγκαλιά της , ψιθυρίζοντας  «αχ αδελφούλα να ‘ξερες πόσο πονάω, πόσο κουρασμένος είμαι!»

                                           *********************

Είκοσι πέντε χρόνια τώρα, όσα και τα χρόνια του Στάθη κύλησαν με ελάχιστες αναλαμπές χαράς. Παίδευε το μυαλό της πολλές φορές η Ελένη να ξετρυπώσει από το παρελθόν κάποιες ευχάριστες στιγμές για την ίδια και τον αδελφό της, χωρίς αποτέλεσμα. Μια ατέλειωτη ανηφόρα όλος ο καιρός, μέσα στο λιοπύρι και την παγωνιά, χωρίς διάλειμμα οι δοκιμασίες και ο πολυπόθητος ερχομός μιας φωτεινής μέρας, όνειρο άπιαστο.

Ήταν τριών χρόνων η ίδια όταν εξαφανίστηκε ο πατέρας της από το σπίτι. Έκλαψε , παρακάλεσε η μάνα της η Αφροδίτη, να λυπηθεί ο άσωτος την κόρη τους και το δεύτερο παιδί που κουβαλούσε στην κοιλιά της. Ασυγκίνητος εκείνος μάζεψε τα πράγματά του κι έριξε μαύρη πέτρα ξοπίσω του. Ο ερχομός ύστερα από λίγους μήνες στον κόσμο και του Στάθη , γέμισε με αγωνία και φόβο την Αφροδίτη. Το μεροκάματο σαν πωλήτρια σε κατάστημα λίγο, για να φτάσει να θρέψει τρία στόματα, να πληρώσει ενοίκιο, ν’ αγοράσει ρούχα . Τότε έπιασε δουλειά σαν σερβιτόρα σε ένα μπαρ. Καλλίτερο το μεροκάματο , της υποσχέθηκαν, χώρια τα τυχερά. Αυτά τα τυχερά γλύκαναν την Αφροδίτη και της άνοιξαν την όρεξη για περισσότερα χρήματα. Μόνο που για τα αποκτήσει έπρεπε και η ίδια να προσφέρει περισσότερα. Έτσι μαζί με το σερβίρισμα άρχισαν και οι παρέες με τους πελάτες, για να καταλήξει σύντομα και στο κρεβάτι τους. Κάποτε κατέληξε και στην αστυνομία για άσκηση του αρχαιότερου επαγγέλματος χωρίς την άδεια και τα σχετικά. Μονόδρομος πια η ζωή της, δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Πήρε τα δυο παιδιά και τα πήγε στην αδελφή της την Ιουλία, πριν εγκαταλείψει την πόλη για να δουλέψει μακριά σε κάποιο μπορντέλο. «Τα παιδιά και τα μάτια σου Ιουλία» ήταν οι τελευταίες κουβέντες που θυμόταν ο Στάθης και η Ελένη από τη μάνα τους. Την μάνα που δεν ξαναντίκρισαν και μόνο άκουγαν το μουρμουρητό της θείας όταν κάθε μήνα κατέφθανε το έμβασμα. Το φευγιό της στοίχισε ιδιαίτερα στον Στάθη που νευρικός , σκεφτικός και αμίλητος πετάγονταν από τη θέση του σε κάθε χτύπημα της πόρτας ελπίζοντας ξαφνικά να την αντικρίσει. Και επειδή τίποτα κρυφό για πάντα δεν μένει σ’αυτό τον κόσμο, οι φήμες για τη δουλειά της μητέρας του έφτασαν και στο σχολείο του. Εκείνοι οι ψίθυροι και τα υπονοούμενα των συμμαθητών του στο γυμνάσιο τον φαρμάκωναν κάθε μέρα. Ακόμη και το όνομα του είχε σταθεί πηγή δυστυχίας. Αστεφάνωτη η Αφροδίτη έφερε στον κόσμο τα δυο παιδιά της παρά τις υποσχέσεις του αχαΐρευτου όσο ήταν κοντά της. Ετσι πήραν  το επίθετο της μητέρας τους και στα χαρτιά μετά το όνομα και το επίθετο στη λέξη πατρός ακολουθούσε μια παύλα. Κάθε φορά κοίταζαν περίεργα τον Στάθη όταν του ζητούσαν τα στοιχεία του, γι’ αυτό το γεγονός. Κι αυτός κατέβαζε αμήχανα το κεφάλι του , κοιτούσε δεξιά και αριστερά σαν να ζητούσε απεγνωσμένα από κάποιον βοήθεια και κοκκίνιζαν μέχρι και τα αυτιά του. Μαρτύριο σωστό για το παιδί τα άπονα και γεμάτα περιέργεια και καχυποψία μάτια των άλλων που ζητούσαν να μάθουν τι και πως. Περίσσεψαν με τον καιρό τα χτυπήματα , μειώθηκαν οι αντοχές και η μπάλα της ζωής πήρε από κάτω το Στάθη. Κρυφά από την αδελφή του πριν πατήσει ακόμη τα δεκάξι το έριχνε στο πιοτό. Ήταν η ζάλη και τελικά το μεθύσι που γιάτρευαν για λίγες ώρες τον καημό, για να γυρίσει αυτός αργότερα δριμύτερος και πιο ανυπόφορος. Ακολούθησαν οι παρέες, το τσιγαριλίκι και στα δεκαοχτώ του τελειώνοντας το Λύκειο δοκίμασε και τις σκληρές ουσίες. Θεία και αδελφή ανήμπορες παρακολουθούσαν τον αργό χαμό του, αφού δεν άκουγε κανένα δοσμένος στις σκέψεις και στον δικό του κόσμο. Στο στρατό αργότερα τον κράτησαν μερικούς μήνες και χαρακτηρισμένο τοξικομανή τον έδιωξαν. Εκείνο το καταραμένο χαρτί του στρατού , τον σημάδεψε για όλη του τη ζωή. Οσες προσπάθειες έκανε για να βρει δουλειά στάθηκαν άκαρπες. Πόρτες κλειστές, στόματα βουβά, βλέμματα απέχθειας, ήταν η απάντηση σε όσους απευθύνθηκε. Τα παράτησε τελικά κι ο ίδιος κι αφέθηκε στη μοίρα του. Στις σκιές της νύχτας κυκλοφορούσε ανθρώπινη σκιά κι ο ίδιος αναζητώντας στα διάφορα σινάφια και τους μαύρους εμπόρους το εισιτήριο για μια πρόσκαιρη δραπέτευση από τον πόνο και τη δυστυχία. Διαδρομές του μυαλού από την αρχή σημαδεμένες και με σίγουρο τον γυρισμό στην αφετηρία. Στην αφετηρία , την ζωντανή πραγματικότητα που τόσο μισούσε και στην οποία θα ήταν αιχμάλωτος για πάντα.

Άδειασε η ψυχή του από συναισθήματα και επιθυμίες και στην αρχή το κενό και αργότερο το μίσος φώλιασε εκεί για όλους και για όλα. Κάτι ψήγματα συμπόνιας και τύψεις είχαν απομείνει μόνο για την αδελφή του την Ελένη. Έλιωνε μαζί του και η ίδια από τον καημό. Έβλεπε την κατάρρευση του  και η απόγνωση διέλυε και την ίδια. Κίνησε γη και ουρανό ν’ αντιστρέψει τα πράγματα χωρίς επιτυχία. Μαζί με το φορτίο της επιβίωσης –τα εμβάσματα από την μητέρα τους είχαν σταματήσει εδώ και καιρό- έτρεχε από πόρτα σε πόρτα και από υπηρεσία σε υπηρεσία να βοηθήσει τον αδελφό της. Δυο φορές μπήκε στα προγράμματα απεξάρτησης ο Στάθης και τις δυο φορές το έσκασε στα μισά. «Δεν θα γίνω αδελφή , το άλλοθι για να τακτοποιούν αυτοί τις συνειδήσεις τους» έλεγε κάθε φορά που εγκατέλειπε την προσπάθεια.

Στο τέλος συμβιβάστηκε και η ίδια με την ιδέα ότι κομμάτι της ζωής της ήταν και η ζωή του Στάθη και έπρεπε να το βιώσει όσο πανάκριβα κι αν στοίχιζε αυτό. Τις νύχτες που αυτός παραληρούσε αυτή έτρεχε στα σοκάκια να βρει την δόση του, να τον ανακουφίσει.

Λίγο αργότερα ο θάνατος της θείας Ιουλίας γέννησε μέσα του απροσδόκητα την ελπίδα ότι στην κηδεία της τουλάχιστον θα εμφανίζονταν η μητέρα του η Αφροδίτη. Και δεν μπορούσες να καταλάβεις αν τα δάκρυά του ήταν για τον χαμό της θείας ή για την διάψευση της προσδοκίας του, αφού η Αφροδίτη δεν εμφανίστηκε ούτε στο τελευταίο κατευόδιο της αδελφής της.

                                              ********************

Τον ξύπνησε το φως του ήλιου που τρύπωσε ανάμεσα από τις μισάνοιχτες κουρτίνες του παράθυρου. Ανακάθισε στο κρεβάτι και διαπίστωσε ότι ήταν από τις λίγες φορές που αισθάνονταν καλά. Στο τραπεζάκι απέναντί του ήταν ακόμα αραδιασμένα και αχρησιμοποίητα τα σύνεργα της δόσης. Είχε αποκοιμηθεί την προηγούμενη το βράδυ στα γόνατα της Ελένης και ούτε πήρε μυρουδιά πότε σηκώθηκε αυτή, ετοιμάστηκε και έφυγε για την δουλειά της. Τράβηξε μέχρι την άκρη τις κουρτίνες και το δωμάτιο πλημμύρισε φως. Μπροστά στον καθρέπτη του μπάνιου με αργές κινήσεις σκούπιζε από τα νερά το πρόσωπό του και δεν τολμούσε να κοιτάξει το είδωλό του. Τρόμαζε κάθε φορά που το επιχειρούσε. Αυτός ο ξένος που τον κοίταζε απέναντί του δεν είχε καμιά σχέση με τον Στάθη της εφηβείας και της νιότης. Μάτια θολά, απλανή, χωμένα βαθιά στις κόγχες τους, πρόσωπο χλωμό, χείλη άσπρα σαν το πανί λες και κάποιος είχε ρουφήξει και την  τελευταία σταγόνα αίμα. Μόνο τα μαλλιά του, πυκνά και ατίθασα μισοσκέπαζαν μέτωπο και αυτιά.

Ένα κύμα θυμού τον συνεπήρε για το θέαμα που αντίκριζε. «Ισως δεν χάθηκαν ακόμη όλα»ψιθύρισε και την φράση αυτή επανέλαβε κάμποσες φορές. Εσφιξε τα χέρια του σε γροθιές και προχώρησε στο σαλόνι. Το φτεροκόπημα του σπουργίτι έξω από παράθυρο τράβηξε την προσοχή του. Έκανε δυο-τρεις γύρους στο μπαλκονάκι εκείνο και κάθισε στο περβάζι του παράθυρου κτυπώντας το ελαφρά με το ράμφος του. Εμεινε να κοιτά μετέωρος το θέαμα, αλλά γρήγορα συνήλθε και κατευθύνθηκε στην κουζίνα να φέρει ψίχουλα για το πουλί. Τρόμαξε εκείνο μόλις  τον αντίκρισε στο μπαλκόνι , όμως δεν απομακρύνθηκε για πολύ και λίγο αργότερα ξεθάρρεψε, επέστρεψε και έπεσε στο φαΐ με βουλιμία . Κάθονταν ο Στάθης και το χάζευε σαν μικρό παιδί. Πρωτόγνωρα συναισθήματα τον κυρίευαν σιγά-σιγά. Εικόνες , χρώματα , ήχοι ήταν σαν να έβλεπε και να άκουγε για πρώτη φορά . Σήμερα έβλεπε τον κόσμο με άλλα μάτια. Δεν τον ενοχλούσε η κίνηση, η βουή του δρόμου, αντίθετα ένοιωσε έντονα την επιθυμία να γίνει μέρος τους κι αυτός. Το χαμόγελο μετατράπηκε σε ασυγκράτητο γέλιο βλέποντας απέναντι την γειτόνισσα να κυνηγά τις γάτες που είχαν ξεσκίσει τις νάυλον σακούλες με τα σκουπίδια στο πεζοδρόμιο. Μεθυσμένος από την ξαφνική ψυχική του ευφορία θυμήθηκε την κουβέντα κάποιου φίλου  στην θεραπευτική κοινότητα «όλα τα μπορεί μάγκα ο άνθρωπος, όλα. Μοναχά να ‘ρθει εκείνη η μοναδική στιγμή για τη μεγάλη απόφαση»

«Εμπρός λοιπόν, φώναζε με όλη του τη δύναμη, εμπρός Στάθη τι περιμένεις:» και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα ελπίδας αυτή τη φορά

Από το περίεργο αυτό μεθύσι ψυχής και αισθημάτων, τον συνέφεραν  τα κτυπήματα της πόρτας. Την άνοιξε και στο κατώφλι της στέκονταν ο Μιχαλάκης το γειτονόπουλο με την μπάλα στη μασχάλη. «Θα παίξουμε σήμερα Στάθη:» ρώτησε και τον κοιτούσε με τα μεγάλα αθώα μάτια του.

Δυο ψευτοκάγκελα χώριζαν τα μπαλκόνια τους στον ίδιο όροφο. Πολλές φορές πλησίαζε ο μικρός στο χώρισμα και έπιανε κουβέντα με τον Στάθη. Τον μάλωνε η μάνα του, τον έπαιρνε μέσα στο σπίτι και τον δασκάλευε να μην μιλά σ’ αυτόν τον παράξενο γείτονα. Ρωτούσε ο φουκαράς ο Μιχαλάκης και ξαναρωτούσε γιατί να μην μιλά στον Στάθη και εκείνη για να κόψει αυτή την κουβέντα του έλεγε «γιατί είναι κακός, γι’αυτό». Δεν το ‘βαζε κάτω όμως ο μικρός και όλο και τριγύριζε τον Στάθη.

Έτοιμος ο Μιχαλάκης με την ποδοσφαιρική του φορεσιά περίμενε την απάντηση του Στάθη. «θα παίξουμε ρε Μιχαλάκη. Θα παίξουμε και σήμερα και αύριο και μεθαύριο. Τι φίλοι είμαστε:» Έβαλε γρήγορα μια φόρμα και τα παπούτσια του και με τον μικρό ξεχύθηκαν στην απέναντι αλάνα.

Εντρομη η γειτόνισσα , η μητέρα του Μιχαλάκη, είδε κάποια στιγμή από το μπαλκόνι τον γιο της να παίζει ποδόσφαιρο με τον ναρκομανή τον γείτονα τους. Ξυπόλητη έτρεξε αλαφιασμένη να μαζέψει τον μικρό. Όμως πρώτη φορά έβλεπε τον Στάθη να της μιλά ευγενικά και ήρεμα. «Μην ανησυχείτε κυρία Λίζα , σε δέκα λεπτά θα σας τον φέρω εγώ» Κατάπληκτη , έκανε δυο βήματα πίσω ασυναίσθητα και κάθισε λίγο απόμακρα , παρακολουθώντας το παράξενο θέαμα.

                                     **************************

Εκείνο το ηλιόλουστο πρωινό του Απριλίου, οι γείτονες ξαφνιασμένοι έβλεπαν να περνά από μπροστά τους ο σεσημασμένος τοξικομανής Στάθης Αβαλιώτης, καθαρός, περιποιημένος και προπάντων χαμογελαστός. Χαιρετούσε ευγενικά τον καθένα και είχε για όλους μια καλή κουβέντα. Κοίταζαν απορριμμένοι , σχεδόν εμβρόντητοι και δεν πίστευαν στα μάτια τους.

Λίγο πιο κάτω  κοντοστάθηκε. Το πρόσωπό του φωτίστηκε « Χαρά, Χαρούλα τη λένε. Ναι μωρέ έτσι την φωνάζανε όλοι» είπε μεγαλόφωνα και άνοιξε πιο ζωηρά το βήμα του.      

                                                 *******************