ΜMΕ και δημοσιογραφία: αν οι Αγγελόπουλοι δεν είχαν αποσυρθεί…

Toυ Γ. Λακόπουλου

Η επικαιρότητα για την προετοιμασία του μιντιάρχη -πλην των άλλων- Βαγγέλη Μαρινάκη να μπει στον τηλεοπτικό χάρτη, μετά τα ερτζιανά και τον Τύπο, φέρνει στο προσκήνιο μια παλιά ιστορία στην οποία σε πρώτη φάση μετείχε και ο ίδιος: την ιστορία της εφημερίδας Ελεύθερος Τύπος. Μέρες που είναι…

Τον Απρίλιο του 2006, ύστερα από μια πορεία προς την κορυφή των κυκλοφοριών, η εφημερίδα κατέρρευσε και -έχοντας ήδη μεταβιβασθεί σε Ίδρυμα στο οποίο τον πρώτο λόγο είχαν φίλοι της ΝΔ- εξέπνεε, με χρέη άνω των 15 εκατ. ευρώ και πλήρη απαξίωση.

Τότε εμφανίσθηκε μια ομάδα αγοραστών με επικεφαλής τον Βαγγέλη Μαρινάκη. Οι φήμες μιλούσαν για πρωτοβουλία της φιλόδοξης Ντόρας Μπακογιάννη να αποκτήσει το προσωπικό της φύλο.

Αλλά δεν πρόλαβαν να επιβεβαιωθούν: με μια αιφνίδια κίνηση το ζεύγος Αγγελοπούλου απέκτησε την εφημερίδα. Πρόθεσή τους είναι «η συμβολή στον ανοιχτό δημόσιο διάλογο, με τον σεβασμό και τη στήριξη της δουλειάς των δημοσιογράφων και όλων εκείνων που μοχθούν για τον Ελεύθερο Τύπο».

Έκαναν τη σημαντικότερη επένδυση που υπήρξε ποτέ στην ιστορία του ελληνικού τύπου. Αρχίζοντας από την εκ θεμέλιων αναδιάρθρωση της εφημερίδας, με τις συμβουλές μιας από τις πιο φημισμένες εταιρίες σ’ αυτό τον χώρο.

Η ισπανική Innovation σχεδίασε την εφημερίδα του μέλλοντος,-για τα ελληνικά δεδομένα – όχι μόνο ως προς τη μορφή, αλλά και ως προς το περιεχόμενο και κυρίως ως προς τη νοοτροπία των ανθρώπων που θα υπηρετούσαν το νέο κόνσεπτ . Ότι αυτή η εφημερίδα δεν εκδόθηκε ποτέ πλήρως, είναι άλλη υπόθεση.

Αυτό που καθιστούσε την αλλαγή ιδιοκτησίας του ΕΤ τομή στην ιστορία του ελληνικού Τύπου ήταν ότι για πρώτη φορά μια εφημερίδα μπορούσε να λειτουργήσει με πλήρη ελευθερία. Οι Αγγελόπουλοι είχαν πολλά και υγιή λεφτά και δεν είχαν καμία εξάρτηση, καθώς ούτε έκαναν, ούτε ήθελαν να κάνουν δουλειές την Ελλάδα.

Υπό την προσωπική εποπτεία της Γιάννας Αγγελοπούλου διαμορφώθηκαν προϋποθέσεις να εκδοθεί μια σύγχρονη, αυτόνομη και λειτουργική εφημερίδα που να υπηρετεί με εγγυημένο επαγγελματισμό τη δημοσιογραφία και την ενημέρωση.

Για να μην τα πολυλογούμε αυτό το όραμα δεν κατέστη δυνατόν να υλοποιηθεί για ένα λόγο. Οι Αγγελόπουλοι διέθεσαν άφθονους πόρους και είχαν καλές προθέσεις, αλλά έλειπε κάτι: δεν ήξεραν τα μυστικά του βάλτου.

Με άλλα λόγια δεν ήξεραν τη δουλειά. Και πολύ σύντομα η “δημοσιογραφική πεπατημένη” ακύρωσε στην πράξη τους σχεδιασμούς τους. Ωστόσο στα τρία χρόνια που είχαν την εφημερίδα – και τον ραδιοσταθμό Πλάνετ- υπήρξαν υποδειγματικοί εκδότες.

Οι εργαζόμενοι μεταφέρθηκαν στις καλύτερες εγκαταστάσεις εφημερίδας που υπήρξαν ποτέ, είχαν υψηλές αμοιβές, πληρώνονταν στην ώρα τους και δεν είχαν καμία εργοδοτική παρέμβαση στη δουλειά τους. Τα Ασφαλιστικά Ταμεία έπαιρναν στην ώρα τους τις εισφορές.

Τελικά οι Αγγελόπουλοι διαπίστωσαν τη ματαιότητα του εγχειρήματος και αποσύρθηκαν με μοναδικό τρόπο: πλήρωσαν τους εργαζομένους, έδωσαν τρεις επιπλέον μισθούς και τους μοίρασαν και τα λεφτά από την πώληση της εφημερίδας. Δεν είχε ξαναγίνει.

Ότι κάποιοι τους έβριζαν -οι πιο αγοραίοι συνδικαλιστές και οι χειρότεροι από το δημοσιογραφικό δυναμικό- είναι συστατικό στοιχείο της νοοτροπίας προσώπων, ομάδων και… κομμάτων.

Η εφημερίδα με την νέα της μορφή, εκδόθηκε την άνοιξη του 2007 και έκλεισε το καλοκαίρι το 2009. Σ’ αυτό το διάστημα οι Αγγελόπουλοι και ειδικά η Γιάννα, πρόλαβαν να αποδείξουν ότι δεν είναι απαραίτητο να εμπλέκεται ένα ΜΜΕ σ’ αυτό που ονομάζεται διαπλοκή. Υπήρξαν φωτεινό παράδειγμα αντί διαπλοκής- λόγω της οικονομικής επιφάνειας, αλλά και της επιχειρηματικής κουλτούρας τους.

Γι’ αυτό άλλωστε η διαπλοκή … προκήρυξε τη Γιάννα με συγκεκριμένους κεφαλοκυνηγούς στα ΜΜΕ. Και έκανε ό,τι μπορούσε για να μειώσει το επιχειρηματικό εκτόπισμα του Θόδωρου Αγγελοπούλου, ενίοτε με αθέμιτους τρόπους.

Η διαπλοκή είναι το σύστημα κατά το οποίο οι πολιτικοί με τη δύναμη της ενημέρωσης -που κατείχαν δια των εφημερίδων δια της τηλεόρασης που σφετερίσθηκαν, αλλά και δια του χρήματος ενίοτε- χειραγωγούσαν πολιτικούς για να απομυζήσουν τους κρατικούς, τους κοινοτικούς και τους τραπεζικούς πόρους.

Χρησιμοποιούσαν τα μέσα ενημέρωσης ως μοχλούς πίεσης για δουλειές: κρατικές προμήθειες, δημόσια έργα, ανάληψη δραστηριοτήτων του κράτους με ψίχουλα. Ως «νταβατζήδες» του δημοσίου βίου -με στρατιές διαμεσολαβητών και διατεταγμένων δίπλα τους.

Οι Αγγελόπουλοι δεν πέρασαν ούτε από έξω από αυτή τη σχολή. Δεν είχαν δοσοληψίες με το δημόσιο, δεν πήραν κρατικό χρήμα, δεν μετείχαν σε δουλειές και σε κόλπα, δεν διατηρούσαν ιδιωτικούς στρατούς στα κόμματα για κάθε χρήση.

Στα ΜΜΕ ενεπλάκησαν κατά τύχη -για να μην αφήσουν μια εφημερίδα της παράταξης με την οποία είχε πολιτευτεί η Γιάννα να κλείσει. Αλλά ενεπλάκησαν με καθαρό τρόπο και καθαρά λεφτά: με τα δικά τους, όχι με δάνεια.

Προσπάθησαν να δημιουργήσουν μια σοβαρή, ανεξάρτητη και αξιόπιστη εφημερίδα, κάνοντας ό,τι κανείς εκδότης δεν είχε κάνει ως τότε -με δικά τους μέσα αποκλειστικά. Έχασαν λεφτά και δεν έβλαψαν κανέναν. Ούτε ως εκδότες επιχείρησαν να παίξουν κόλπα παρασκηνίου.

Έδωσαν μια ελπίδα στην ανεξάρτητη ενημέρωση. Δεν ντρεπόσουν να δουλεύεις στην “εφημερίδα της Γιάννας”. Δεν τα κατάφεραν, αποσύρθηκαν αξιοπρεπώς και αυτό ήταν.

Οι Αγγελόπουλοι απέτυχαν, αλλά μόνο οι ίδιοι δεν ευθύνονται- ούτε παραπονέθηκαν σε κανέναν. Κάποιοι μπορεί να μην τους συμπαθούν, αλλά δεν μπορούν να τους προσάψουν κάτι επιλήψιμο σε σχέση με το δημόσιο συμφέρον από τη σύντομη θητεία τους στα ΜΜΕ.

Αντίθετα είναι εξοργιστικό να βάλλονται ακόμη και σήμερα από τους συνήθεις πελάτες τους κρατικού πρυτανείου. Στην περίπτωση του «Ελεύθερου Τύπου» η Γιάννα επικρίθηκε γιατί απέτυχε. Στην περίπτωση των Ολυμπιακών Αγώνων γιατί… πέτυχε.

Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια. Ο ΕΤ έχει εκ νέου πρόβλημα επιβίωσης ενώ μεγάλοι εκδότες κατέρρευσαν και το μόνο που δεν τους απασχόλησε ήταν να πληρώσουν το προσωπικό.

Σήμερα ο Βαγγέλης Μαρινάκης, που έχασε την εφημερίδα πριν από 13 χρόνια, είναι ισχυρός μιντιάρχης- και προφανώς έχει εργοδοτικές αντιλήψεις εντελώς διαφορετικές από τους Αγγελόπουλους.

Παρακολουθώντας κανείς τα πράγματα στα ΜΜΕ από το 2006 ως τώρα , δεν μπορεί να μην μελαγχολήσει για τις εφημερίδες που έγιναν παραρτήματα κομμάτων, για την ενημέρωση του κατάντησε μηχανική -αν όχι … υποχρεωτική- δημοσίευση non paper και κομματική σχολιογραφία χαμηλού επιπέδου. Για τους δημοσιογράφους που εργάζονται χωρίς να πληρώνονται σε πολλά ΜΜΕ και σε άλλα να παίρνουν ψίχουλα.

Αυτή η διαπίστωση δημιουργεί τον πειρασμό του ερωτήματος: πώς θα ήταν σήμερα τα πράγματα στα ΜΜΕ και στη δημοσιογραφία αν δεν είχαν αποσυρθεί οι Αγγελόπουλοι;