Ξενοφών Κοντιάδης: “Η παραβίαση του Συντάγματος θα αποτελούσε για τους νεοναζί μεγαλύτερη νίκη από ό,τι η συμμετοχή τους στις εκλογές”

Συνέντευξη στον Βασίλη Σκουρή
«Κατά την προεκλογική περίοδο, η δικαστική διαμάχη σχετικά με την ανακήρυξη των συνδυασμών ενός κόμματος κατ’ ουσίαν αποτελεί μια μεγάλη, δωρεάν καμπάνια υπέρ του κόμματος αυτού», προειδοποιεί με συνέντευξή του στο iEidiseis για τις εξελίξεις γύρω από το θέμα της απαγόρευσης ή όχι ο Ξενοφών Κοντιάδης.

«Παρότι η δήλωση του αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου δεν είναι κατά τη γνώμη μου θεσμικά ενδεδειγμένη, ωστόσο επιβεβαιώνει τη δικαιοκρατική αστοχία της κυβέρνησης να μεταβάλει τον νόμιμο δικαστή και τον τρόπο λειτουργίας της δικαιοσύνης τις παραμονές της κρίσιμης διαδικασίας για τη συμμετοχή ή μη του κόμματος Κασιδιάρη στις εκλογές», τονίζει ο εκ των κορυφαίων καθηγητών και προσθέτει: «Μετά από όσα πρωτοφανή συμβαίνουν, αναπόφευκτα ο μεν αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου ορθότερο είναι να απόσχει από όλα τα στάδια της διαδικασίας που αφορούν την ανακήρυξη των συνδυασμών, η δε κυβέρνηση βρίσκεται στην εξαιρετικά δύσκολη θέση να αποδείξει ότι με τη νομοθετική πρωτοβουλία της δεν πλήττει τις εγγυήσεις της δικαστικής ανεξαρτησίας και της δίκαιης δίκης». Παράλληλα, αναφέρει πως διαφωνεί με τον Ευάγγελο Βενιζέλο να ανατεθεί η σχετική αρμοδιότητα στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, επειδή θεωρεί πρακτικά αδύνατο μέσα στο προβλεπόμενο, περιορισμένο χρονικό διάστημα των τριών ημερών να μπορεί να αποφανθεί ένας τόσο ευρύς δικαστικός σχηματισμός.

«Μια εναλλακτική λύση που σκέφτομαι, χωρίς να έχω προλάβει να την επεξεργαστώ, θα ήταν την απόφαση περί εκλογικού αποκλεισμού να λαμβάνει ένα πενταμελές δικαστικό συμβούλιο υπό την προεδρία του/της Προέδρου του Αρείου Πάγου, με τα λοιπά μέλη να κληρώνονται από το σύνολο των αρεοπαγιτών», δηλώνει χαρακτηριστικά, ενώ διαμηνύει: «Ανάμεσα στον εκλογικό αποκλεισμό των νεοναζί και τον σεβασμό του Συντάγματος, προτεραιότητα έχει ο σεβασμός του Συντάγματος. Ευκταίος είναι ο συνδυασμός και των δύο, όμως τυχόν παραβίαση του Συντάγματος για την αντιμετώπιση των εχθρών του θα αποτελούσε για τους νεοναζί μεγαλύτερη νίκη από ό,τι η συμμετοχή τους στις εκλογές».

Γιατί τώρα αυτή η τροπολογία για το κόμμα Κασιδιάρη;

Είναι προφανές ότι μία τροπολογία που αφορά τη διαδικασία της απαγόρευσης συμμετοχής πολιτικών κομμάτων στις εκλογές και κατατίθεται προς ψήφιση δύο εβδομάδες πριν από τη διάλυση της Βουλής όχι μόνο είναι ασύμβατη με στοιχειώδεις αρχές καλής νομοθέτησης, δηλαδή (υποτίθεται) ένα από τα βασικά συστατικά του λεγόμενου επιτελικού κράτους, αλλά ταυτόχρονα προκαλεί σοβαρά ερωτηματικά σε σχεση με τον σεβασμό της αρχής του κράτους δικαίου, ιδίως αν λάβουμε υπόψη ότι το θέμα είχε συζητηθεί εκτενώς στη Βουλή μόλις πριν από δύο μήνες και η κυβερνητική πλειοψηφία είχε τότε ψηφίσει τη σχετική ρύθμιση.

Βρισκόμαστε μπροστά σε μία απροκάλυπτα φωτογραφική διάταξη, με την οποία μεταβάλλεται ο δικαστικός σχηματισμός που θα κρίνει αν το κόμμα Κασιδιάρη μπορεί να μετάσχει στις εκλογές, προκαλώντας έτσι εύλογα ερωτηματικά κατά πόσον η κυβέρνηση επιχειρεί με αυτό τον τρόπο να επηρεάσει τη δικαστική κρίση. Όμως σε ένα κράτος δικαίου η δικαστική ανεξαρτησία είναι θεμελιώδης απαίτηση. Η θεσμοθέτηση της Ολομέλειας πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου για τη λήψη της επίμαχης απόφασης, αντί για την πενταμελή σύνθεση, είναι πρωτοφανής στα δικαστικά χρονικά και αποτελεί ευθεία παρέμβαση στη λειτουργία του ανωτάτου δικαστηρίου. Είναι σαν να υπονοείται ότι η πενταμελής σύνθεση δεν θα λάμβανε την “επιθυμητή” απόφαση και γι’ αυτό ανατίθεται στην Ολομέλεια του Τμήματος.

Τι καλείται να κρίνει το Α1 Τμήμα του Αρείου Πάγου στις 5 Μαΐου;

Δύο εξαιρετικά κρίσιμα ζητήματα: Πρώτον, αν οι κρίσιμες διατάξεις περί απαγόρευσης συμμετοχής κομμάτων στις εκλογές, που ψηφίστηκαν πρώτη φορά από τη Βουλή το 2021, τροποποιήθηκαν τον περασμένο Φεβρουάριο και τροποποιούνται ξανά αύριο, είναι σύμφωνες με το Σύνταγμα. Είναι η πρώτη φορά που το ανώτατο δικαστήριο καλείται να εφαρμόσει τις διατάξεις αυτές, άρα αναμένουμε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον την κρίση του περί της συνταγματικότητάς τους. Δεύτερον, εφόσον οι διατάξεις κριθούν συνταγματικές, καλείται να κρίνει αν το αποκαλούμενο κόμμα Κασιδιάρη εμπίπτει σε αυτές, ώστε να απαγορευτεί η συμμετοχή του ή, αντίθετα, δεν εμπίπτει, άρα μπορεί να ανακηρυχθούν οι συνδυασμοί του και να συμμετάσχει.

Τι γνώμη έχετε για τις προϋποθέσεις που θέτουν οι διατάξεις αυτές ως προς την εκλογική συμμετοχή των κομμάτων;

Τον περασμένο Φεβρουάριο η αξιωματική αντιπολίτευση έκανε ένα σημαντικό βήμα για τη σύγκλιση των θέσεων των πολιτικών δυνάμεων, εισηγούμενη ως συμβιβαστική λύση να υιοθετηθεί η νομοθετική πρόταση που είχα υποβάλει στις 18 Ιανουαρίου και δημοσιεύθηκε στο iEidiseis.gr και η παρεμφερής πρόταση που δημοσίευσε λίγες μέρες αργότερα ο συνάδελφος Νίκος Αλιβιζάτος. Ενα μέρος αυτής της πρότασης υιοθετήθηκε τότε και από την Κυβέρνηση, διατηρήθηκε όμως η ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου ως προς τη διαπίστωση αν υπάρχει μια κρυφή, πραγματική ηγεσία του κόμματος, στην οποία μετέχουν πρόσωπα καταδικασμένα για τα συγκεκριμένα αδικήματα που προβλέπονται σε πέντε κεφάλαια του Ποινικού Κώδικα. Παραμένει λοιπόν το ερώτημα πώς μέσα σε ελάχιστο χρόνο, μόλις σε τρεις μέρες και εν μέσω προεκλογικής περιόδου, με ανταλλαγή υπομνημάτων και αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων, θα διεξαχθεί μια δίκαιη δίκη, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και, επίσης, δεν θα εξελιχθεί η όλη διαδικασία σε μια ανέξοδη προεκλογική καμπάνια για ένα τέτοιο κόμμα.

Κατά τη γνώμη σας, οι σχετικές διατάξεις είναι σύμφωνες με το Σύνταγμα;

Στο άρθρο 29 του Συντάγματος δεν προβλέπεται η δυνατότητα απαγόρευσης της λειτουργίας ή διάλυσης πολιτικών κομμάτων, ενώ στο άρθρο 51 παρ. 3 Σ. η στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων προϋποθέτει αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Ωστόσο από το 2013, μετά την εμπειρία της εγκληματικής δράσης της Χρυσής Αυγής υπό τον μανδύα ενός πολιτικού κόμματος το οποίο έφτασε να είναι τρίτο σε κοινοβουλευτική δύναμη, επιχειρείται πλέον η μετατόπιση από το φιλελεύθερο προς το ρεπουμπλικανικό μοντέλο δημοκρατίας, δηλαδή προς τη μαχόμενη δημοκρατία, που πολεμάει τους εχθρούς της με απαγορεύσεις και κυρώσεις, με βάση μία εξελικτική ερμηνεία του Συντάγματος. Αφετηρία αυτής της μετατόπισης αποτέλεσε ο νόμος 4304/2014, που αφορά την αναστολή καταβολής της κρατικής χρηματοδότησης σε περίπτωση που ασκηθεί ποινική δίωξη και επιβληθεί προσωρινή κράτηση σε βάρος του αρχηγού ή του προέδρου της κοινοβουλευτικής ομάδας ή εκείνου που ασκεί την πραγματική διεύθυνση του πολιτικού κόμματος ή περισσότερων από το 1/5 των βουλευτών ή ευρωβουλευτών ή των μελών του οργάνου διοίκησης για τα εγκλήματα της συγκρότησης και της ένταξης σε εγκληματική οργάνωση ή της τέλεσης τρομοκρατικών πράξεων και οι πράξεις τελούνται στο πλαίσιο της δράσης του κόμματος ή στο όνομά του.

Ως προς τη συνταγματικότητα της ρύθμισης αυτής, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε στις αποφάσεις 83/2014 της Επιτροπής Αναστολών και 518/2015 της Ολομέλειας ότι δεν αντίκειται στο Σύνταγμα. Κρίσιμη είναι επίσης η απόφαση 55/2014 του Α’ Τμήματος του Αρείου Πάγου, με την οποία απορρίφθηκε ένσταση περί μη ανακήρυξης υποψηφίων της Νέας Δημοκρατίας, του ΠΑΣΟΚ και της Χρυσής Αυγής στις Ευρωεκλογές ως εγκληματικών οργανώσεων, με το σκεπτικό ότι χωρίς αμετάκλητη καταδίκη και συνακόλουθη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων δεν μπορεί να θιγεί η νομική θέση και η πολιτική δράση του κόμματος ως θεσμού.

Για να απαντήσω λοιπόν ευθέως στο ερώτημά σας, κατά την άποψή μου είναι δικαιοκρατικά επισφαλής, τεχνικά ανέφικτη και πολιτικά αλυσιτελής η ανάθεση στη δικαστική εξουσία να αξιολογήσει επί της ουσίας αν ένα κόμμα υπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του πολιτεύματος ή αν πίσω από τη δεδηλωμένη ηγεσία του κόμματος υποκρύπτεται μια πραγματική ηγεσία από πρόσωπα καταδικασμένα στις συγκεκριμένες πράξεις, και μάλιστα όλα αυτά να καλείται ένα δικαστήριο να τα αξιολογήσει μέσα στον εξαιρετικά περιορισμένο χρόνο που μεσολαβεί από την υποβολή μέχρι την ανακήρυξη των συνδυασμών των κομμάτων.

Σε τι διαφέρει η δική σας πρόταση για τη ρύθμιση του ζητήματος;

Το κρίσιμο είναι κατά τη γνώμη μου να μην καλείται να προβεί σε σταθμίσεις και σε ουσιαστική κρίση το δικαστήριο, αλλά να του ανατίθεται απλώς να διαπιστώσει αν ο πρόεδρος, ο γενικός γραμματέας, τα μέλη του κεντρικού οργάνου διοίκησης, ο νόμιμος εκπρόσωπος και οι υποψήφιοι βουλευτές του κόμματος έχουν καταδικαστεί για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση ή για τέλεση τρομοκρατικών πράξεων κατά τα άρθρα 187 και 187Α ΠΚ.

Είχατε επισημάνει με έμφαση τον κίνδυνο το κόμμα Κασιδιάρη να εκμεταλλευτεί αστοχίες και ατέλειες της διάταξης για να επιτύχει να συμμετάσχει στις εκλογές. Με ποιο τρόπο θα μπορούσε να συμβεί αυτό;

Υπάρχει ένα ακόμη πρόβλημα στις σχετικές ρυθμίσεις, που είχα επισημάνει σε ανύποπτο χρόνο και αναφέρθηκε επίσης τον Φεβρουάριο στη Βουλή, δηλαδή ότι ο αποκλεισμός δεν καταλαμβάνει και συνασπισμούς ανεξάρτητων υποψηφίων. Με έναν τέτοιο εκλογικό συνδυασμό ο αποκλεισμός παρακάμπτεται και η ρύθμιση καθίσταται αλυσιτελής, μέσα στη γενική χλεύη από τους εχθρούς της δημοκρατίας. “Μισές δουλειές” θεωρώ λοιπόν τις βελτιώσεις που έγιναν από την κυβέρνηση.

Τι σας ανησυχεί σήμερα περισσότερο ως προς τις εξελίξεις αυτές;

Κατά την προεκλογική περίοδο, η δικαστική διαμάχη σχετικά με την ανακήρυξη των συνδυασμών ενός κόμματος κατ’ ουσίαν αποτελεί μια μεγάλη, δωρεάν καμπάνια υπέρ του κόμματος αυτού. Ο περιορισμός συμμετοχής στις εκλογές ενός πολιτικού κόμματος θα έπρεπε να θεσμοθετηθεί με εξαιρετικά προσεκτικά βήματα, με γνώμονα την αρχή της αναλογικότητας και με προϋποθέσεις η πλήρωση των οποίων θα προκύπτει από δεδομένα αδιαμφισβήτητα, δηλαδή από οριστικές δικαστικές αποφάσεις. Ανάμεσα στον εκλογικό αποκλεισμό των νεοναζί και τον σεβασμό του Συντάγματος, προτεραιότητα έχει ο σεβασμός του Συντάγματος. Ευκταίος είναι ο συνδυασμός και των δύο, όμως τυχόν παραβίαση του Συντάγματος για την αντιμετώπιση των εχθρών του θα αποτελούσε για τους νεοναζί μεγαλύτερη νίκη από ό,τι η συμμετοχή τους στις εκλογές.

Η αντιπαράθεση Τζανερίκου-Βορίδη τι σηματοδοτεί; Και η δική σας άποψη;

Παρότι η δήλωση του αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου δεν είναι κατά τη γνώμη μου θεσμικά ενδεδειγμένη, ωστόσο επιβεβαιώνει τη δικαιοκρατική αστοχία της κυβέρνησης να μεταβάλει τον νόμιμο δικαστή και τον τρόπο λειτουργίας της δικαιοσύνης τις παραμονές της κρίσιμης διαδικασίας για τη συμμετοχή ή μη του κόμματος Κασιδιάρη στις εκλογές. Μετά από όσα πρωτοφανή συμβαίνουν, αναπόφευκτα ο μεν αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου ορθότερο είναι να απόσχει από όλα τα στάδια της διαδικασίας που αφορούν την ανακήρυξη των συνδυασμών, η δε κυβέρνηση βρίσκεται στην εξαιρετικά δύσκολη θέση να αποδείξει ότι με τη νομοθετική πρωτοβουλία της δεν πλήττει τις εγγυήσεις της δικαστικής ανεξαρτησίας και της δίκαιης δίκης. Ωστόσο δεν είμαι σύμφωνος με την πρόταση που διατυπώθηκε από τον Ευ. Βενιζέλο, μετά από όσα συνέβησαν, να ανατεθεί η σχετική αρμοδιότητα στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, επειδή θεωρώ πρακτικά αδύνατο μέσα στο προβλεπόμενο, περιορισμένο χρονικό διάστημα των τριών ημερών να μπορεί να αποφανθεί ένας τόσο ευρύς δικαστικός σχηματισμός. Μια εναλλακτική λύση που σκέφτομαι, χωρίς να έχω προλάβει να την επεξεργαστώ, θα ήταν την απόφαση περί εκλογικού αποκλεισμού να λαμβάνει ένα πενταμελές δικαστικό συμβούλιο υπό την προεδρία του/της Προέδρου του Αρείου Πάγου, με τα λοιπά μέλη να κληρώνονται από το σύνολο των αρεοπαγιτών.

ΑΠΟ ΤΟ IEIDISEIS.GR