Οι αμερικανικές εκλογές και ένα αμφίρροπο αποτέλεσμα

Του Μίνωα Ράπτη

          Πριν από λίγες εβδομάδες, ο τέως Αντιπρόεδρος των ΗΠΑ και υποψήφιος με το χρίσμα του Δημοκρατικού Κόμματος Τζο Μπάιντεν, επέλεξε τη Γερουσιαστή από την Καλιφόρνια, Κάμαλα Χάρις ως τη γυναίκα που θα είναι συνυποψήφια του.

          Ο Μπάιντεν είχε δηλώσει από πολύ νωρίς στην προεκλογική εκστρατεία, προτού καν σιγουρεύσει την επικράτησή του, έναντι των υπολοίπων υποψηφίων για το χρίσμα, ότι σκοπεύει να επιλέξει μια γυναίκα για τη θέση της υποψήφιου Αντιπροέδρου.

          Η κίνησή του αυτή, θεωρήθηκε συμβολική για τις εσωκομματικές ισορροπίες, καθώς το Δημοκρατικό Κόμμα των ΗΠΑ, και ιδιαίτερα η πιο προοδευτική – ριζοσπαστική τάση εντός αυτού, με αυξανόμενους ρυθμούς προάγει τη διαφορετικότητα και το diversity ως βασικές πτυχές της πολιτικής του κουλτούρας.

          Είναι ευδιάκριτη λοιπόν, η εισχώρηση των λεγόμενων Identity Politics 1 , στην κυρίως πολιτική ζωή των Ηνωμένων Πολιτειών, μια διαδικασία που έχει τις ρίζες της, στην εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα στο αξίωμα του Προέδρου, το 2008.

          Οι Δημοκρατικοί, επιθυμούν το εκλογικό μονοπώλιο στην έκφραση των μειονοτήτων οποιουδήποτε είδους, ενώ αντίστοιχα το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, ιδίως την περίοδο Tραμπ, επιθυμεί να εκφράσει εκείνη τη μερίδα του πληθυσμού που θεωρεί τον εαυτό της “ξεχασμένο” και “παραμελημένο”, από την εποχή της διαφορετικότητας.

          Όχι όμως εντελώς συνειδητά: η ρητορική του νυν Προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ, δεν αποσκοπεί απλά στη συσπείρωση των λευκών, παραδοσιακών ψηφοφόρων. Το δικό του αφήγημα, έχει διαφορετικό τρόπο ερμηνείας της κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής πραγματικότητας, και “διαιρεί” την κοινωνία – με ρητορεία ομολογουμένως πολωτική, αν όχι διχαστική – , με τρόπο που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ακόμη και ταξικό.

          Οι νέες μορφές εργασίας και η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, σε συνδυασμό με την φούσκα του στεγαστικού τομέα και την παγκόσμια οικονομική κρίση, γέννησαν σαν αποτέλεσμα, μια νέα φουρνιά ανέργων στην πάλαι ποτέ κραταιά οικονομία του πλανήτη.

          Οι άνθρωποι αυτοί, εργαζόμενοι κυρίως στις μεσοδυτικές πολιτείες (midwestern states), οργανωμένοι μέσω του συνδικαλιστικού κινήματος, παραδοσιακά μετριοπαθείς στις πολιτικές τους εκφάνσεις, χάριζαν επί πολλά χρόνια τη νίκη στους φυσικούς συμμάχους των εργατικών τάξεων, τους Δημοκρατικούς. Το περίφημο blue wall (μπλε τείχος) των Μίσιγκαν, Ουισκόνσιν και Πενσυλβάνια, που θεωρήθηκε δεδομένο από την καμπάνια της Χίλαρι Κλίντον το 2016, και τελικά της κόστησε την προεδρεία.

          Ως είναι λογικό, οι άνθρωποι που έχασαν τις δουλειές τους και το εισόδημά τους, δεν ενδιαφέρονταν να εκλέξουν την πολυδιαφημισμένη “πρώτη γυναίκα πρόεδρο” που φάνηκε να έχει στενούς δεσμούς με το τραπεζικό σύστημα και να πληρώνεται αδρά από αυτό, παρά ενέδωσαν στο λαϊκιστικό μήνυμα ενός υποψηφίου που ευθαρσώς τους έλεγε, ότι υπάρχει υπαίτιος για την δραματική κατάσταση στην οποία βρίσκονται: το establishment και το “φθαρμένο” και “διεφθαρμένο” πολιτικό σύστημα.

          Χωρίς να στρογγυλεύει καταστάσεις και ευθύνες για εσωκομματικές ισορροπίες: παρακολουθώντας κανείς τις τηλεμαχίες (debates) για το χρίσμα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος την περίοδο 2015-2016, μπορεί να διακρίνει τον Ντόναλντ Τραμπ να κατηγορεί εξίσου, αν όχι κυρίως, τους καθιερωμένους πολιτικούς του ίδιου του, του κόμματος, με αυτούς των Δημοκρατικών, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα φυσικά, τις επιθέσεις του προς τον Τζεμπ Μπους, μικρότερο αδερφό του 43ου Προέδρου των ΗΠΑ, Τζωρτζ Μπους Τζούνιορ, οι πολιτικές του οποίου στην οικονομία και την εξωτερική πολιτική απέβησαν καταστροφικές για μεγάλη μερίδα της αμερικανικής κοινωνίας και οδήγησαν το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα σε μια ηχηρή ήττα το 2008, αλλά και τον Μπους στο να εγκαταλείψει “ατιμασμένος” το Οβάλ Γραφείο, με ποσοστά αποδοχής στο 17% (σ. Gallup).

          Σε μια αποτίμηση λοιπόν της συνολικής προεκλογικής καμπάνιας του 2015-2016, μπορεί να πει κανείς ότι ο Ντόναλντ Τραμπ, κέρδισε τις εκλογές με το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, αλλά κατεβαίνοντας ως Δημοκρατικός, με μια “έκρηξη” φιλίας προς τις ασθενέστερες οικονομικά κοινωνικές τάξεις, εκφράζοντας τους “άλλους” παραμελημένους, που στο δικό του αφήγημα, δεν ήταν πια οι μειονοτικές ομάδες.

Η Επιλογή Κάμαλα Χάρις

          Κατά πολλούς πολιτικούς αναλυτές, η επιλογή Χάρις θεωρούνταν προδεδικασμένη, με μοναδική πιθανή εναλλακτική την πρώην Πρέσβειρα των ΗΠΑ στον ΟΗΕ, επί διακυβέρνησης Ομπάμα, επίσης αφροαμερικανίδα, Σούζαν Ράις, με στόχο να υπάρξει συσσώρευση της κοινωνικής συμμαχίας που ανέδειξε τον Ομπάμα στην προεδρεία.

          Η Χάρις προτιμήθηκε τελικά, απ’ ότι φαίνεται για τρεις λόγους: α) ήταν μακράν ισχυρότερη εσωκομματικά, έχοντας διεκδικήσει λίγους μήνες πριν και η ίδια το χρίσμα του Δημοκρατικού Κόμματος, με ό,τι αυτό συνεπάγεται και για την δημόσια παρουσία της, την αναγνωρισιμότητα γύρω απ’ το όνομα της αλλά και την προετοιμασία της για τα αδιάκριτα βλέμματα της δημόσιας σφαίρας. β) δεν είχε το “αμαρτωλό” ή τουλάχιστον αμφιλεγόμενο παρελθόν της Ράις σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και πιθανότα σημαντικότερο, γ) είχε αναπτύξει πρόσφατα θέσεις που θα ήταν πολύ πιο εύκολα εύπεπτες και αποδεκτές από την πιο ριζοσπαστική πτέρυγα του Δημοκρατικού Κόμματος, που από την προηγούμενη τετραετία πασχίζει να αποκτήσει μεγαλύτερη εκπροσώπηση στις κεντρικές φυσιογνωμίες του κομματικού μηχανισμού.

          Ο εσωτερικός διχασμός στο Δημοκρατικό Κόμμα και η ιδεολογική μάχη για την κατεύθυνσή του, ήταν και είναι μια υπόθεση που απασχόλησε και θα συνεχίσει να απασχολεί την αμερικανική πολιτική επικαιρότητα και έχει ως κύριο σημείο αναφοράς την απρόβλεπτα επιτυχημένη – κατά την πρώτη της τουλάχιστον φάση – προεκλογική εκστρατεία του Ανεξάρτητου Γερουασιαστή από το Βερμόντ, Μπέρνι Σάντερς, έναντι της Χίλαρι Κλίντον για το χρίσμα του κόμματος το 2016.

          Η προαναφερθείσα ιδεολογική μάχη έγινε πιο έμφανης κατά την περίοδο διεκδίκησης του χρίσματος για τις φετινές εκλογές, παρ’ότι δεν ήταν τόσο εύκολο να γίνουν ευδιάκριτες και σαφείς οι διαχωριστικές γραμμές, λόγω του μεγάλου κατακερματισμού που υπήρξε στις ιδεολογικές τάσεις μέσω των δεκάδων (!) υποψηφίων. Με λίγα λόγια, δεν υπήρξε ένα συκεκριμένο πρόσωπο που να εκπροσωπεί το κάθε ρεύμα όπως έγινε το 2016. Η πιο ριζοσπαστική τάση, υποστήριξε κυρίως τους Μπέρνι Σάντερς, Ελίζαμπεθ Ουόρεν και Τούλσι Γκάμπαρντ. Το πιο μετριοπαθές ρεύμα, βρήκε στέγη στους Μάικλ Μπλούμπεργκ, Έιμι Κλόμπουτσαρ και Πιτ Μπάτετζετζ, με τον Τζο Μπάιντεν να προσπαθεί διαρκώς να ακροβατήσει μεταξύ των δύο τάσεων και να αποτελέσει μια ενωτική φυσιογνωμία, κάτι που παρά τις αρχικές απανωτές εκλογικές ήττες, φαίνεται να κατάφερε.

          Ακόμη και η απόσυρση του Μπέρνι Σάντερς – του τελευταίου εναπομείναντος αντιπάλου για τον Μπάιντεν –  από την κούρσα για το χρίσμα, και η επακόλουθη στήριξη στον μόνο εναπομείναντα διεκδικητή Μπάιντεν, έγιναν πολύ πιο γρήγορα και πιο αναίμακτα, από τις αντίστοιχες του Σάντερς το 2016 υπέρ της Χίλαρι Κλίντον. Με την – οριστική, λόγω ηλικίας – απόσυρση του Σάντερς, ξεκίνησαν και οι διεργασίες των πιο προοδευτικών, ώστε να αποκτήσουν μεγαλύτερο βήμα και φωνή στη διαμόρφωση των πολιτικών πραγμάτων.

          Η διεκδίκηση αυτή αφορούσε κυρίως δύο επίπεδα: α) την επιλογή του προσώπου που θα συνοδεύσει τον Μπάιντεν στο προεδρικό ψηφοδέλτιο, θέτοντας ζητήματα “ιδεολογικής ισορροπίας” και β) την προγραμματική πλατφόρμα αυτή καθ’ αυτή, με την οποία θα κατέβει ο Μπάιντεν στις εκλογές.

          Ο ίδιος ο Σάντερς γνώριζε ότι δε θα μπορούσε ποτέ να διεκδικήσει για τον εαυτό του το πρώτο, παρά το γεγονός ότι υπήρξε τα τελευταία χρόνια ο de facto εκφραστής της ριζοσπαστικής μερίδας εντός (αλλά και εκτός) του Δημοκρατικού Κόμματος: άλλωστε ο Μπάιντεν εάν εκλεγεί θα είναι ο γηραιότερος νεοεκλεχθείς Πρόεδρος στην Ιστορία της χώρας, και ο Σάντερς είναι ακόμη μεγαλύτερος ηλικιακά.

          Συν τοις άλλοις, λόγω και του σημαίνοντα ρόλου που έχουν τα identity politics στις εσωκομματικές ισορροπίες των Δημοκρατικών, δε θα μπορούσαν να φανταστούν ότι θα οδηγηθούν στις κάλπες με τον υποψήφιο Πρόεδρο και Αντιπρόεδρο να είναι και οι δύο λευκοί, υπερήλικες άνδρες. Εξ ου και η πρώιμη δέσμευση του Μπάιντεν για επιλογή γυναίκας για τη θέση της Αντιπροέδρου.

          Ως προς την πλατφόρμα, παρατηρήθηκε πράγματι “στροφή αριστερά” όσον αφορά τις θέσεις του Μπάιντεν, κάτι που αναγκάστηκε να κάνει και η Κλίντον το 2016, ώστε να κερδίσει την εκλογική βάση που στήριξε τον Σάντερς προκριματικά. ”Έσπρωξαν” προς αυτήν την κατεύθυνση διάφοροι παράγοντες: πέραν της νέας φουρνιάς προοδευτικών στελεχών – με “ηγέτιδα” την Αλεξάντρια Οκάσιο-Κορτέζ, νεαρή βουλευτή των Δημοκρατικών – η εξέλιξη της Πανδημίας του COVID-19, που έπληξε ιδιαίτερα τις ΗΠΑ και έφερε ξανά στο τραπέζι με δυναμικό τρόπο τη συζήτηση περί δημόσιας και ιδιωτικής υγείας, ένα θέμα ταμπού για την αμερικανική πολιτική, αλλά και το κίνημα I Can’t Breathe, που ξέσπασε μετά τη δολοφονία του Αφροαμερικανού Τζωρτζ Φλόιντ, από λευκό αστυνομικό.

          Ο Μπάιντεν, απέφυγε να υιοθετήσει θέσεις που θεωρούνται ακραίες για τα αμερικανικά δεδομένα, όπως εκκλήσεις για διακοπή χρηματοδότησης της Αστυνομίας, αλλά αναγκάστηκε όπως και να ‘χει να στηρίξει το κίνημα Black Lives Matter, προαναγγέλοντας ριζικό μετασχηματισμό της Αστυνομίας σε περίπτωση που εκλεγεί, ενώ πρόσφατα μίλησε για εθνική εντολή χρήσης μάσκας (για την αντιμετώπιση του μεταδοτικού COVID-19).

          Ως προς την επιλογή του προσώπου για την αντιπροεδρεία απ’ την άλλη, θα έλεγε κανείς ότι ο Μπάιντεν προσπάθησε ξανά να κρατήσει ισορροπίες: η Χάρρις, ως γυναίκα αλλά και μιγάδα, αποτελεί μία επιλογή που μόνο θετικά μπορεί να δει η πιο προοδευτική εκλογική βάση, που κινείται εντόνως πολιτικά, με βάση τα identity politics. Πέραν αυτού, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας διεκδίκησης του χρίσματος για την προεδρεία, η Χάρρις υιοθέτησε αρκετές προοδευτικές θέσεις, ακόμα και εναντίον του ίδιου του Μπάιντεν, λέγοντας πως πιστεύει τις γυναίκες που τον κατηγορούν για σεξουαλική παρενόχληση και βιασμό, κάτι που μετά την ανακοίνωση του ονόματός της ως συνυποψήφια, απομείωσε ως μέρος του διαλόγου και της πολιτικής αντιπαράθεσης του ντιμπέιτ.

          Απέφυγε όμως και η ίδια να προσφύγει σε ακρότητες, πλασσάροντας τον εαυτό της ως “ιδεολογική πραγματίστρια”. Δε θα μπορούσε άλλωστε να κάνει κι αλλιώς, καθώς ως δημόσια κατήγορος της Πολιτείας της Καλιφόρνια, οδήγησε μεγάλα ποσά αφροαμερικανών στη φυλακή, ακόμη και για μικροεγκλήματα, όπως η απλή κατοχή μαριχουάνας. Έχτισε στα χρόνια της ως εισαγγελέας λοιπόν ένα συντηρητικό, για τα δεδομένα του Δημοκρατικού Κόμματος, προφίλ, που την καθιστά θελκτική και για την πιο μετριοπαθή μεριά αυτού.

          Ο Μπάιντεν, που αν εκλεγεί θα ορκιστεί Πρόεδρος των ΗΠΑ στα 78 του χρόνια, ανακοινώνοντας ως συνυποψήφιά του την 55χρονη Χάρρις, δήλωσε ότι εκείνη θα είναι έτοιμη να ηγηθεί από την πρώτη μέρα, ενώ έχει χαρακτηρίσει στο παρελθόν τον εαυτό του “μεταβατικό υποψήφιο” που θα σηματοδοτήσει την αλλαγή φρουράς, ως προς την ηλικία, στην ηγεσία των Δημοκρατικών.

          Αυτές οι διαφωτιστικές δηλώσεις, σε συνδυασμό με τις ελάχιστες δημόσιες εμφανίσεις του Μπάιντεν ενώπιων του Τύπου, αλλά και τα πολύ γνωστά πλέον σαρδάμ του, που έδωσαν μια εικόνα μειωμένης αντιληπτικής ικανότητας, οδηγούν πολλούς συντηρητικούς αναλυτές στο να πιστεύουν ότι το πραγματικό ντέρμπι σε αυτές τις εκλογές θα βρίσκεται ανάμεσα στον Τραμπ και την Χάρις, όχι τον Μπάιντεν.

          Και το επιτελείο του εν ενεργεία Προέδρου, φαίνεται να εκμεταλλεύται ήδη αυτήν την πραγματικότητα, δημοσιεύοντας διαφημίσεις κατά της Χάρις, και δημιουργώντας γύρω απ’ το όνομα της, την εντύπωση μιας ιδεολογικά ακραίας και πολιτικά κυνικής αντιπάλου.

          Ως προς την εκλογική στρατηγική που ακολουθείται από το μέτωπο των Δημοκρατικών, και με βάση την οποία κινήθηκαν και το 2016, μόνο ιδιότυπη θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε. Η λογική θα έλεγε, ότι κατά τη φάση των προκριματικών (primaries and caucuses), οι υποψήφιοι θα αναδείκνυαν τις πιο αντισυμβατικές ιδέες τους, και θα φρόντιζαν να εκφράσουν όσο το δυνατόν περισσότερους ήδη υποστηρικτές του κόμματος, αντί ενός άλλου υποψηφίου, και με την εξασφάλιση της νίκης έναντι των άλλων υποψηφίων, η προσοχή θα στραφόταν προς τους ανεξάρτητους, μη ταγμένους ψηφοφόρους του μεσαίου χώρου (median voter) 2 ή ακόμη και ψηφοφόρους του αντίπαλου κόμματος.

          Και η Κλίντον το 2016, και ο Μπάιντεν φέτος, φαίνεται να ακολουθούν μια αντίστροφη λογική ως προς τις ιδεολογικές διακυμάνσεις των προγραμματικών τους προκηρύξεων, εστιάζουν δηλαδή στο να κερδίσουν το κομματικό χρίσμα εμφανίζοντας ιδεολογική μετριοπάθεια, και αφού εξασφαλίσουν την υποψηφιότητά τους, δεν επιχειρούν να κερδίσουν τους ψηφοφόρους του Κέντρου, παρά εγκλωβίζονται στην προσπάθεια του να πείσουν τους ψηφοφόρους της πιο ριζοσπαστικής (μειοψηφικής καθώς φαίνεται) πτέρυγας του κόμματος, που εξέφραζαν οι ηττημένοι εσωκομματικοί τους αντίπαλοι (εν προκειμένω ο ίδιος – ο Μπέρνι Σάντερς).

Η πανδημική κρίση και το Black Lives Matter:

          Ο δρόμος προς τις φετινές προεδρικές εκλογές έμοιαζε σχετικά ήρεμος στις αρχές της χρονιάς, με την πλειοψηφική μερίδα των πολιτών να “βλέπουν” σε έρευνες αντίστοιχες της παράστασης νίκης στην Ελλάδα, δεύτερη εκλογή Τραμπ το Νοέμβρη, κάτι που προέκυπτε ως άποψη από τη θετική απόδοση του νυν Προέδρου στην εξωτερική πολιτική (είναι άλλωστε ο πρώτος Πρόεδρος των ΗΠΑ εδώ και δεκαετίες που δεν εκκίνησε καμία νέα πολεμική σύγκρουση, εφαρμόζοντας το δόγμα “America First”), στην Οικονομία και τις θέσεις εργασίας, αλλά και από την εσωστρέφεια που δημιούργησαν οι εσωκομματικές διαμάχες των Δημοκρατικών αλλά και το φιάσκο της καταμέτρησης αποτελεσμάτων στην πρώτη προκριματική αναμέτρηση για το χρίσμα της προεδρείας, στην Άιοβα.

          Ακόμα και η διαδικασία παραπομπής (impeachment) κατά του Τραμπ, μετά την – σχεδόν βέβαιη – αθώωσή του από την Γερουσία των ΗΠΑ, στην οποία πλειοψηφούν οι Ρεπουμπλικανοί, φάνηκε να του έκανε εκλογικά περισσότερο καλό, παρά κακό, ενώ η δυσκολία ανάδειξης frontrunner στη διεκδίκηση του χρίσματος των Δημοκρατικών, έκανε έκδηλη την έλλειψη μιας αρκετά ισχυρής φυσιογνωμίας εντός του κόμματος, που να μπορεί να ηγηθεί μιας, καθαρά Anti-Trump προσπάθειας.

          Ήρθαν να αλλάξουν αυτή τη σχετική – για τα δεδομένα αμερικανικών εκλογών – νηνεμία, δύο πολύ καθοριστικοί παράγοντες: αρχικά, η ανεξέλεγκτη έξαρση του νέου κορονοϊού COVID-19, που χάλασε σε αρκετά μεγάλο βαθμό, την θετική εικόνα των πολιτών για τον Τραμπ. Ο Τραμπ, από την αρχή της πανδημίας στην Κίνα, προτού καν ξεκινήσει να αποτελεί πρόβλημα για τις ΗΠΑ, ξεκίνησε μια σειρά από αλλεπάλληλες και αντικρουόμενες δηλώσεις για τον ιό, αμφισβητώντας μέχρι και την ίδια του την ύπαρξη (κάτι που βρήκε φυσικά αντίκρυσμα σε χιλίαδες – αν όχι εκατομμύρια – Αμερικανούς), ενώ κατέληξε να συνδέει την ύπαρξη της πανδημίας με την μακροχρόνια διαμάχη που διεξάγει έναντι της Κίνας, φτάνοντας μέχρι και στην απόσυρση της χρηματοδότησης των ΗΠΑ από τον ΠΟΥ (Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας), στοιχειοθετώντας μια σειρά από περιστάσεις που φάνηκε να λειτουργεί με τρόπο μεροληπτικό υπέρ της Κομμουνιστικής Κυβέρνησης της Κίνας.

          Ως προς τα μέτρα που πάρθηκαν, ξανά η Κίνα βρέθηκε στο στόχαστρο του Αμερικανού Προέδρου, καθώς υπήρξε η πρώτη χώρα στην οποία απαγορεύθηκαν οι πτήσεις προς ΗΠΑ, για τη μη μετάδοση του ιού. Σημείο ακραίας σύγκρουσης του Τραμπ με τους Δημοκρατικούς, και ιδιαίτερα την Πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων, Νάνσι Πελόζι, ήταν η άρνηση του να κηρύξει lockdown για το σύνολο της αμερικανικής επικράτειας, στα πρότυπα ευρωπαϊκών αλλά και άλλων κρατών. Ο Τραμπ, επικαλέστηκε για την άρνησή του αυτή, και την τεράστια ζημία που μια τέτοια πολιτική θα έφερε αναπόφευκτα στην οικονομία της χώρας, αλλά και τις προβλέψεις του Αμερικανικού Συντάγματος, που ποτέ στο παρελθόν δεν είχε “χαρίσει” τέτοια αρμοδιότητα σε αμερικανό πρόεδρο, και θα δημιουργούσε ένα τεράστιο νομικό, συνταγματικό και πολιτικό τετελεσμένο.

          Αποτέλεσμα αυτής της διαμάχης, ήταν το lockdown να εφαρμοστεί τελικά σε πολιτείες που έχουν εκλέξει Δημοκρατικούς Κυβερνήτες, αλλά όχι σε πολιτείες με Ρεπουμπλικανούς ηγέτες.

          Τα Αμερικανικά – και όχι μόνο – ΜΜΕ, κατά τη βάση τους φιλελεύθερα, επιδώθηκαν σε μια τεράστια αντιπολιτευτική καμπάνια κατά του Τραμπ, κατηγορώντας τον για ανεύθυνη στάση, ενώ αξιομνημόνευτο είναι το εξώφυλλο των New York Times 3, με εκατοντάδες ονόματα νεκρών από την πανδημία. Η πραγματικότητα είναι, ότι οι ΗΠΑ μπορεί να θρηνούν τα περισσότερα θύματα αριθμητικά, βρίσκονται  όμως αυτή τη στιγμή στη 10η θέση παγκοσμίως στους θανάτους ανά εκατομμύριο πολίτες, πίσω από ευρωπαϊκές χώρες όπως το Βέλγιο, η Ισπανία, η Ιταλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Σουηδία, ενώ έχει ολοένα και αυξανόμενο ρυθμό διεξαγωγής τεστ για τη διάγνωση του ιού.

          Η δεύτερη καταλυτική εξέλιξη για την προεκλογική καμπάνια, ήταν η δολοφονία του αφροαμερικανού Τζωρτζ Φλόιντ από έναν λευκό αστυνομικό, συμβάν που καταγράφηκε μάλιστα σε βίντεο. Τα τελευταία λόγια του δολοφονημένου Φλόιντ – “Δε μπορώ να αναπνεύσω – I Can’t Breathe” , ενέπνευσαν το σύνθημα που έκανε το γύρο του κόσμου, ενώ εκκίνησαν μια σειρά από διαδηλώσεις, αρχικά στην πολιτεία που συνέβη το τραγικό επεισόδια, τη Μινεσότα, αργότερα στο σύνολο σχεδόν της επικράτειας.

          Η κατάσταση, δεν άργησε να γίνει ανεξέλεγκτη, με μαζικά επεισόδια καταστροφών δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας, πλιάτσικα σε εμπορικά καταστήματα, την κύρηξη “αυτόνομων” και “αυτοδιοίκητων” περιοχών εντός μεγάλων αστικών κέντρων από αναρχικούς, αλλά και μια ευρεία έκρυθμη κατάσταση σε θέματα φυλετικά, που ως αποτέλεσμα είχαν το να βρεθεί ένας αφροαμερικανός διαδηλωτής απαγχωνισμένος (έναν τρόπο εκτέλεσης που θυμίζει την ρατσιστική και εγκληματική Κου Κλουξ Κλαν), αλλά και την πρόσφατη εκτέλεση ενός 5χρονου λευκού αγορίου από αφροαμερικανό δράστη, με σφαίρα στο κεφάλι, ένα έγκλημα που σύμφωνα με την Αστυνομία και τα λεγόμενα του δράστη, είχε ρατσιστικά κίνητρα.

          Το κύμα των διαμαρτυριών, έφερε ξανά στο προσκήνιο και το κίνημα Black Lives Matter, που συνάντησε την αποδοχή και τη στήριξη του συνόλου του Δημοκρατικού Κόμματος αλλά και του μιντιακού κόσμου, ενώ ταυτόχρονα ώθησε και μια μερίδα συντηρητικών ιδεολογικά αφροαμερικανών, δυσαρεστημένων με την συνεχή βία και ανεξέλεγκτη διαμαρτυρία, να εκφραστούν δημοσίως υπέρ του Τραμπ και της πολιτικής “Νόμος και Τάξη” που προανήγγειλε για την αντιμέτωπιση των βίαιων επεισοδίων.

          Στην προσπάθεια επανάκτησης ελέγχου της κατάστασης, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ προέβη και σε ακρότητες, δίνοντας βάσιμες αφορμές για καταγγελίες αυταρχικότητας της κυβέρνησης, αυθαιρεσίας της αστυνομίας, αλλά και συνταγματικότητας: στο Πόρτλαντ, δεκάδες διαδηλωτές κατήγγειλαν ότι απήχθησαν ουσιαστικά από τους δρόμους, από ανθρώπους που δεν έφεραν κανένα διακριτικό της ομοσπονδιακής – ή οποιασδήποτε άλλης – αστυνομίας, και οδηγήθηκαν από αυτούς, σε οχήματα που επίσης δεν ήταν έκδηλο που ανήκουν, χωρίς να ενημερωθούν γιατί συλλαμβάνονται, ή ποια είναι τα δικαιώματά τους.

          Ένα ακόμη σημείο σύγκρουσης μεταξύ των δύο κομμάτων, κατέληξε να είναι και ο ίδιος ο τρόπος διεξαγωγής των εκλογών: οι Δημοκρατικοί είναι πάγιοι υποστηρικτές του δικαιώματος ψήφου χωρίς ταυτότητα, η υποχρεοτικότητα επίδειξης της οποίας, θεωρούν ότι αποκλείει τεράστια μερίδα κόσμου που έχει δικαίωμα ψήφου, από το να ψηφίσει, αν και ενδέχεται και να θεωρούν ότι ένα τέτοιο μέτρο θα αποκλείσει από τη διαδικασία δυσανάλογα περισσότερο ψηφοφόρους που ανήκουν σε μειονότητες, που όπως προαναφέραμε αποτελούν και το κυρίως εκλογικό κοινό τους. Οι Ρεπουμπλικανοί απ’την άλλη είναι υπέρ της υποχρεωτικής επίδειξης ταυτότητας για την άσκηση της ψήφου, ενώ τάσσονται και κατά της διεύρυνσης του δικαιώματος στην επιστολική ψήφο (mail-in ballot), καθώς στις τελευταίες προεδρικές εκλογές, χιλιάδες ψήφοι που στάλθηκαν ταχυδρομικά κατέληξαν να μην προσμετρούνται ποτέ και να μην αθροίζονται στο τελικό εκλογικό αποτέλεσμα. Ο ίδιος ο Τραμπ, έφτασε στο σημείο να ζητήσει από τους ψηφοφόρους του, να επιχειρήσουν να ψηφίσουν και δια ζώσης και με επιστολική, ώστε να αποδείξει ότι με διεύρυνση της επιστολικής ψήφου, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα υπάρξει νοθεία του αποτελέσματος, δήλωση που φυσικά, έφερε κύμα αντιδράσεων.

          Οι Δημοκρατικοί, επικαλούμενοι την πανδημία, ζητούν την διεύρυνση της επιστολικής ψήφου, στην οποία διεκδίκηση οι Ρεπουμπλικανοί “απάντησαν” με το σύνθημα “if you can protest, you can vote” – “αν μπορείς να διαδηλώσεις, μπορείς και να ψηφίσεις”, αναφερόμενοι φυσικά στις διαμαρτυρίες με το κίνημα Black Lives Matter, ενώ ο Ντόναλντ Τραμπ, άνοιξε και θέμα μετάθεσης της ημερομηνίας των εκλογών, γεγονός που δημιούργησε (ξανά) τεράστιες αντιδράσεις των Δημοκρατικών, οι οποίοι έκαναν λόγο για προσπάθειες απολυταρχικού ελέγχου της κρατικής λειτουργίας από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, αλλά και εξωθεσμικής και αντισυνταγματικής συμπεριφοράς.

          Οι “εύκολες” και “προβλέψιμες” κατά πολλούς λοιπόν εκλογές, έχουν καταλήξει να διεξάγονται μέσα σε ένα κλίμα ακραίας πόλωσης, υψήλης κομματικής επιθετικότητας αλλά και βρώμικων παιχνιδιών. Το ούτως ή άλλως ισχνό δημοσκοπικό προβάδισμα που απολάμβανε ο Τραμπ στις αρχές του έτους, έχει δώσει τη θέση του σε ένα άνετο δημοσκοπικό προβάδισμα του Μπάιντεν σε ό,τι αφορά τη λαϊκή ψήφο, όμοιο όμως με το ίδιο που απολάμβανε η Κλίντον την ίδια περίοδο πριν από 4 χρόνια, και που (ξανά) έχει αρχίσει να μικραίνει, δημιουργώντας ντέρμπι στις battleground states (αμφίρροπες πολιτείες). Άλλωστε να μην ξεχνάμε, ότι αυτό που είναι καθοριστικό για την εκλογή Προέδρου στις ΗΠΑ, δεν είναι το συνολικό ποσοστό των ψήφων σε εθνικό επίπεδο, αλλά η κατανομή των εκλεκτόρων με βάση τις νίκες και τις ήττες των υποψηφίων ανά Πολιτεία. Τα πάντα είναι ανοιχτά, και κανείς δε μπορεί να προδικάσει το αποτέλεσμα του Νοέμβρη, πάντως το μόνο σίγουρο είναι ότι οι Αμερικανοί θα συνεχίσουν να μας προσφέρουν θεαματικές εξελίξεις.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία:

1 Definition of identity politics – Merriam-Webster (μτφρ) “πολιτική κατά την οποία ομάδες ανθρώπων με συγκεκριμένη φυλετική, θρησκευτική, εθνική, κοινωνική ή και πολιτισμική ταυτότητα, τείνουν να προωθούν τα δικά τους συγκεκριμένα συμφέροντα ή ανησυχίες, χωρίς να υπολογίζουν τα συμφέροντα ή τις ανησυχίες οποιασδήποτε μεγαλύτερης πολιτικής ομάδας”

2 Why Politics Revolves Around the Median Voter – New York Times

3 The Project Behind A Cover Full of Names – New York Times

*Τελειόφοιτου Πολιτικής Επιστήμης ΔΠΘ