Ουκρανικό: Μια αλλαγή αφήνει την πόρτα ανοιχτή για να μπουν και άλλες

Του Διογένη Λόππα 

Η διενέργεια ενός πολέμου είναι μια πολύ δύσκολη εξίσωση, πρωτίστως για τον επιτιθέμενο. Ο μεγάλος θεωρητικός του κυνισμού (Νικολό Μακιαβέλλι), εκτός από τη φράση του τίτλου, έχει επίσης πει ότι έναν πόλεμο τον ξεκινάς όποτε θες, αλλά τελειώνει όποτε θέλει εκείνος.  

Για να ξεκινήσει ένας πόλεμος και μάλιστα στην καρδιά της Ευρώπης, χρειάζονται δύο βασικές αρχές: Πρώτον μια καλή πρόφαση και δεύτερον ένας σωστός συσχετισμός δυνάμεων. Και αν μια καλή πρόφαση είναι πάντοτε εύκολο να βρεθεί, ιδίως μετά τις παράλογες εισβολές σε Σερβία και Ιράκ, που εντελώς απροσχημάτιστα εξυπηρέτησαν γεωπολιτικές επιδιώξεις,  αυτό που ανησυχεί τους ανά τον κόσμο αναλυτές είναι η πεποίθηση του κ. Putin ότι οι συσχετισμοί ισχύος είναι με το μέρος του. Διότι, για να συμβαίνει κάτι τέτοιο, πρέπει να συντρέχουν δύο προϋποθέσεις, και οι δύο εξαιρετικά ανησυχητικές για τη Δύση, σε αντίθετη περίπτωση οι Ρώσσοι δεν θα τολμούσαν να εισβάλλουν: 

  • Η Κίνα, όχι μόνο να βλέπει θετικά τη διευθέτηση του Ουκρανικού, αλλά επιπλέον να σκέφτεται σοβαρά τόσο μια παράλληλη ”λύση” του προβλήματος της Ταϊβάν, όσο και μια de facto επιβολή ενός νέου παραπετάσματος που θα χωρίζει τον πλανήτη στα δύο
  •  Οι υπηρεσίες πληροφοριών της Ρωσικής Ομοσπονδίας να έχουν προεξοφλήσει μια μη αναστρέψιμη αναζωπύρωση του φαινομένου ”domestic terrorism”, δηλαδή μιας γενικευμένης ”εφόδου στο Καπιτώλιο” που αυτή τη φορά θα μπορούσε να διχάσει οριστικά τις ΗΠΑ, να παραλύσει τους θεσμούς του κράτους και να περιορίσει δραστικά τις στρατιωτικές επιλογές της ηγεσίας 

Όλοι βέβαια συμπάσχουμε με τις οικογένειες των Ουκρανών που ξύπνησαν υπό τους ήχους των πολεμικών σειρηνών και κάθε σώφρων άνθρωπος καταδικάζει, πρώτα από όλα μέσα του και κατόπιν δημοσίως, τον παραλογισμό ενός βάναυσα επιθετικού πολέμου. Ωστόσο, ως μελετητής του Θουκυδίδη, θα προσπεράσω το δραματικό μέρος, που ευχαρίστως θα ήθελα να γράψω, για να ασχοληθώ με την ουσία του προβλήματος και τις ευρύτερες διαστάσεις που παρουσιάζει, όπως και τους υπαρξιακούς κινδύνους που ελλοχεύουν. Ελπίζω να μην παρεξηγηθώ ως ”επιτήδειος ουδέτερος”, άλλωστε όσοι διαβάζουν τα κείμενά μου γνωρίζουν καλά ότι οι θέσεις μου περί γεωπολιτικής σχεδόν ταυτίζονται με τις αμερικανικές.   

”Γεωμετρία” μιας παγκόσμιας σύρραξης 

Δυστυχώς για όλους μας, υπάρχουν άγραφοι κανόνες στη διεθνή σκακιέρα που λειτουργούν όπως τα γεωμετρικά αξιώματα: Ο δικός μας ο Πυθαγόρας για παράδειγμα απέδειξε με το γνωστό θεώρημά του ότι, το τετράγωνο της υποτείνουσας ενός ορθογωνίου τριγώνου ισούται με το άθροισμα των τετραγώνων των δύο καθέτων πλευρών. Αυτό το θεώρημα θα παραμείνει έτσι για πάντα, γιατί αποτελεί μια καταγραφή ενός νόμου της φύσης.  

Αντίστοιχα, ο Θουκυδίδης ξεκινάει την εξιστόρησή του από τα λεγόμενα Κερκυραϊκά, όπου όταν η Κέρκυρα (πχ Ουκρανία) με πραξικοπηματικό τρόπο περνάει στην επιρροή των Αθηναίων (πχ ΗΠΑ), οι Κορίνθιοι (πχ Ρωσία), επεμβαίνουν δυναμικά για να επαναφέρουν την αποικία τους στη δική τους σφαίρα επιρροής, επαναφέροντας την ολιγαρχική παράταξη στην εξουσία. Οι Αθηναίοι αποφασίζουν να επέμβουν για να βοηθήσουν τους δημοκρατικούς και αποφασίζουν να χτυπήσουν τον Κορινθιακό στόλο, για να προκαλέσουν τελικά την ακαριαία αντίδραση της Σπάρτης (πχ Κίνα) και να ξεσπάσει ο πρώτος ολοκληρωτικός πόλεμος στην παγκόσμια ιστορία. 

Πιο πρόσφατα, το 1914, μια πολιτική δολοφονία χρησιμοποιείται ως πρόφαση από την Αυτοκρατορία για να επέμβει και να εξοντώσει τη μικρή και ενοχλητική Σερβία. Η Ρωσία, ουσιαστικά ως εγγυήτρια δύναμη για την ύπαρξη της Σερβίας, εξαναγκάζεται να κηρύξει τον πόλεμο στην Αυτοκρατορία, ενέργεια που έχει ως συνέπεια να κηρύξει η Γερμανία τον πόλεμο στη Ρωσία, τιμώντας τη συμμαχία της με τους Αψβούργους. Αμέσως η Αγγλία και η Γαλλία με τη σειρά τους μπαίνουν στον πόλεμο στο πλευρό της Ρωσίας και τη συνέχεια, δυστυχώς, τη γνωρίζουμε όλοι λεπτομερώς. 

Προφάσεις 

Από την εποχή του Περικλή μέχρι σήμερα, η αναζήτηση προφάσεων ποικίλει και ενίοτε προκαλεί από ενδιαφέρον μπροστά σε μια έξυπνη ιδέα, μέχρι αγανάκτηση και περιφρόνηση για τον εξευτελισμό του διεθνούς δικαίου και της στοιχειώδους ηθικής. Για παράδειγμα η ιδέα του Αλέξανδρου να εισβάλει στην Περσία και να τιμωρήσει τους υβριστές που βεβήλωσαν τα ιερά της Αθήνας, ήταν αρκετά ευρηματική. Αντίθετα η επίκληση του αλησμόνητου κ. Blair στα υποτιθέμενα χημικά όπλα του ιρακινού καθεστώτος ήταν απροκάλυπτα κυνική.  

Ομοίως προβληματική ήταν όλη η διαχείριση του ζητήματος του Κοσόβου, όπου μπορεί η πρόφαση να φαινόταν λογικοφανής, τουλάχιστον η ανθρωπιστική της πλευρά, όμως ο γενικότερος σχεδιασμός ήταν παράλογος και ιδιαίτερα το μέρος εκείνο που επαναχάραξε τα σύνορα της Ευρώπης. Δε βοήθησε επίσης καθόλου την αξιοπιστία της Δύσης το γεγονός ότι η τελευταία παρέλαση του προβληματικού UCK, έγινε στη Χάγη. Αυτή η καθολικά ηλίθια απόφαση που δημιούργησε ανεξάρτητο κράτος στο Κόσοβο, σήμερα γυρίζει μπούμερανγκ στους δυτικούς ηγέτες, οι οποίοι μοιάζουν εντελώς αφελείς (για να μη χρησιμοποιήσω βαρύτερες εκφράσεις) όταν επικαλούνται το διεθνές δίκαιο εναντίον της Ρωσίας. 

Ισχύς 

Προσπερνώντας λοιπόν την αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη της επαρκούς αιτιολόγησης ενός πολέμου, μπορούμε να εστιάσουμε στην ουσία του ζητήματος, η οποία βέβαια είναι η ισχύς. Ποτέ ένα κράτος δεν διενεργεί έναν επιθετικό πόλεμο, αν πρώτα δεν έχει επαρκείς ενδείξεις ότι διαθέτει επαρκή ισχύ για να επιβάλει τετελεσμένα, αλλά και αρκετό περίσσευμα ισχύος το οποίο θα αποτρέψει ανταγωνιστικές δυνάμεις από το να αδράξουν την ευκαιρία να υποστηρίξουν τους αμυνόμενους.   

Πριν ο Χίτλερ εισβάλλει στην Τσεχοσλοβακία, είχε αδρανήσει τη Ρωσία μέσω διπλωματίας, είχε μοιράσει ρόλους με την ισχυρή στρατιωτικά φασιστική Ιταλία για τον έλεγχο της Βαλκανικής και την έξοδο προς τις ενεργειακές πηγές της Αφρικής και της Αραβίας και βέβαια προφανώς γνώριζε για την εμπλοκή της Ιαπωνίας στον ειρηνικό, που με μαθηματική ακρίβεια (όπως και έγινε), θα απέτρεπε τις ΗΠΑ από μια έγκαιρη επέμβαση στην Ευρώπη. Δεν ήταν λάθος οι εκτιμήσεις του Χίτλερ για την πραγματική ισχύ της γερμανικής πολεμικής μηχανής, αλλά απρόβλεπτοι παράγοντες όπως η υπερτίμηση της δύναμης της Ιταλίας, η λυσσαλέα ρωσική άμυνα στο Στάλινγκραντ και κυρίως η εμφάνιση της ατομικής βόμβας, που άλλαξε τον ρου της ιστορίας. 

Βλέποντας λοιπόν σήμερα μια μεσαία/μεγάλη δύναμη (μένοντας στα συμβατικά όπλα) όπως η Ρωσία να προσπερνάει με χαρακτηριστική άνεση τις απειλές μιας συνασπισμένης Δύσης και να προχωρεί και να επιμένει σε μια τολμηρή επιθετική ενέργεια χωρίς να υπολογίζει τις οικονομικές κυρώσεις και την πολιτική απομόνωση, δημιουργείται μια ανησυχία για το που ακριβώς εδράζεται αυτή η αυτοπεποίθηση, εφόσον το γενικότερο οπλοστάσιο μπορεί να είναι αρκετά αποτελεσματικό απέναντι σε έναν υποδεέστερο αντίπαλο, αλλά σίγουρα δεν θα είχε καμία τύχη απέναντι στο ΝΑΤΟ. 

Εύλογα λοιπόν οι αναλυτές προσπαθούν να ανακαλύψουν ποιες ακριβώς συμμαχίες έχει εκ των προτέρων εξασφαλίσει η ρωσική ηγεσία, αν λειτουργεί ως λαγός μιας μεγαλύτερης δύναμης (Κίνα) ή ενός προσυμφωνημένου αντιδυτικού συνασπισμού, που θα μπορούσε να περιλαμβάνει από αναδυόμενες δυνάμεις έως κράτη παρίες ή ακόμα και εξτρεμιστικά μορφώματα. Δύσκολη εξίσωση επίσης παραμένει και το ενδεχόμενο χρήσης του πυρηνικού οπλοστασίου, το οποίο πράγματι εξισώνει (αν δεν ξεπερνάει κι’όλας) τη Ρωσία με τη Δύση. 

Πότε τελειώνει αυτή η άγρια κατηφόρα    

Κατανοώ τον ενθουσιασμό των δυτικών μέσων ενημέρωσης για την ηρωική αντίσταση των Ουκρανών, αλλά δεν τον συμμερίζομαι. Πρώτα από όλα όποιος περιμένει τη στρατιωτική επικράτηση μιας πολεμικής μηχανής απέναντι σε ένα κράτος στο μέγεθος της Γαλλίας σε μερικές μέρες ή ώρες, είναι βαθιά νυχτωμένος από στρατηγική. Θυμίζω ότι σε μια αντίστοιχη εκστρατεία, στο Ιράκ, οι τεχνολογικά ανώτερες δυτικές δυνάμεις χρειάστηκαν έναν ολόκληρο μήνα για να καταλάβουν τη Βαγδάτη. 

Απευθύνθηκα σε πηγή μου στο ΝΑΤΟ και η απάντηση που πήρα ήταν η εξής (σας την μεταφέρω ασχολίαστη): 

Το Ρωσικό σχέδιο προέβλεπε αρχικά πυραυλικά χτυπήματα ακριβείας, με στόχο κυρίως την αεράμυνα και καίριες στρατιωτικές υποδομές. Στη συνέχεια και με την κάλυψη της αεροπορίας, αυτό που θα αποκαλούσαμε ”βαλούτα” του ρωσικού οπλοστασίου, θα περικύκλωνε τις πόλεις – στόχους, με σκοπό το σύρσιμο της ουκρανικής ηγεσίας σε διαπραγματεύσεις. Σε περίπτωση αποτυχίας του σχεδίου αυτού (σημ: που εκ των πραγμάτων έχει αποτύχει λόγω άρνησης της ηγεσίας να διαπραγματευθεί και λόγω μιας ειλικρινούς και αξιοθαύμαστης συσπείρωσης των απλών πολιτών που κατατάσσονται κατά χιλιάδες στις πολιτοφυλακές) η επόμενη φάση προβλέπει αφενός τον βομβαρδισμό των κυβερνητικών και στρατιωτικών κτιρίων εντός των πόλεων, αφού πρώτα ζητηθεί από τους civilians να αποσυρθούν και τους παραχωρηθεί διάδρομος διαφυγής, και αφετέρου την είσοδο στο πεδίο των υπερσύγχρονων ρωσικών δυνάμεων, όπως τα τεθωρακισμένα Τ90 και τα επιθετικά ελικόπτερα Mi 28. 

Ανεξάρτητα από το στρατηγικό σχέδιο των Ρώσων, αν αυτό πέτυχε ή όχι και αν υπάρχουν ή όχι σοβαρές απώλειες ανδρών και εξοπλισμού, πράγμα που στο στάδιο αυτό βρίσκεται κάτω από τους αμείλικτους νόμους της προπαγάνδας, ένας εξωτερικός παρατηρητής χωρίς δεσμεύσεις, οφείλει να αποδεχτεί δύο γεγονότα (facts): 

  • Ο αντικειμενικός σκοπός του στρατιωτικού σκέλους της επιχείρησης, είτε έχει ήδη επιτύχει (κατοχή των δύο επίμαχων επαρχιών στο σύνολό τους, αποκλεισμός της Ουκρανίας από τη θάλασσα, στρατηγική περικύκλωση, εξουδετέρωση αεράμυνας, διενέργεια διαπραγματεύσεων από θέση ισχύος με εφαρμογή τετελεσμένων στο πεδίο), είτε πρόκειται σύντομα να επιτύχει (αναμενόμενη παράδοση της πρωτεύουσας εντός ημερών) 
  •  Τα χρονικά περιθώρια πλήρους επικράτησης είναι ακόμα πλήρως αποδεκτά, συγκρινόμενα με το μέγεθος της χώρας και με αντίστοιχες επεμβάσεις του παρελθόντος (Ιράκ) και θα συνεχίσουν να είναι για ακόμα δύο τουλάχιστον εβδομάδες.  

Συνεπώς με το να μιλάμε πρόωρα για ρωσική αποτυχία, για τρομακτικές απώλειες, για βάλτωμα κ.λπ, δεν εξυπηρετούμε τίποτα άλλο από τις πολιτικές σκοπιμότητες της μίας πλευράς και σίγουρα όχι την πραγματικότητα. Αν τώρα η κατάσταση αυτή συνεχιστεί για καιρό, αν το δεύτερο κύμα επίθεσης αποτύχει, αν η ουκρανική ηγεσία αρνηθεί να συνθηκολογήσει και αν οι απώλειες αρχίσουν να γίνονται μη αντιμετωπίσιμες επικοινωνιακά (στο εσωτερικό), τότε ναι, μπορούμε να αρχίσουμε να μιλάμε για αποτυχία. 

Αλλά, δυστυχώς, σήμερα το κυρίαρχο ερώτημα δεν είναι αν οι Ρώσοι έφαγαν τα μούτρα τους και αν οι Ουκρανοί συνθηκολογήσουν ή όχι. Δυστυχώς το ερώτημα αυτό απαντήθηκε εβδομάδες πριν την έναρξη της εισβολής και απαντήθηκε ευθαρσώς από τους ίδιους τους δυτικούς, οι οποίοι αρνήθηκαν κατηγορηματικά να βοηθήσουν στρατιωτικά την Ουκρανία. Αυτή η στάση από μόνη της, λειτούργησε σαν πράσινο φως για τις ρωσικές τεθωρακισμένες ταξιαρχίες.  Και σήμερα είναι αφόρητα υποκριτικό να φωταγωγούμε με τα ουκρανικά χρώματα, να στέλνουμε φορτία απαρχαιωμένων όπλων που δε θα φθάσουν ποτέ στον προορισμό τους και να ηρωποιούμε με το ζόρι έναν ηγέτη που  εγκαταλείψαμε μόνο του απέναντι στην αρκούδα και, βάζοντας το στα πόδια, του δίναμε τα εύσημα για τη στάση του. 

Το κυρίαρχο ερώτημα σήμερα είναι μέχρι που θα φθάσουμε για να ικανοποιηθεί η όρεξη της άρτι αφυπνισθείσας αρκούδας και αν αυτή θα περιορισθεί στα αναμενόμενα κέρδη της Ουκρανίας ή αν θα μπει στον πειρασμό να περάσει μια βόλτα και από την Μολδαβία. Και μετά, έχοντας φρέσκιες τις μνήμες της καταστροφής, αν δεν θα απαιτήσει και την ουδετεροποίηση (ελπίζω όχι και την αποναζιστοποίηση) των χωρών της Βαλτικής. Και αν αυτές θα ενδώσουν ή όχι. Και αν η Πολωνία (εστιάζω στην Πολωνία γιατί λόγω της εθνικιστικής κυβέρνησης θεωρείται από τους ειδικούς επιρρεπής στο λάθος) θεωρήσει χρήσιμο να εκχωρήσει το έδαφός της για πρόθυμους που θα επιθυμούσαν να επιφέρουν πλήγματα στις ρωσικές δυνάμεις (π.χ. με αεροπορικές προσβολές). Και τότε κανένας δεν ξέρει ποια θα είναι η αντίδραση της Ρωσίας και ποια η ανταπάντηση της Δύσης και αν αυτή θα μοιάζει με την αντίδραση των Αθηναίων στην Κέρκυρα ή όχι.