Αμήχανη κηδεία

Του Διογένη Λόππα

Ένας φίλος, Βρετανός, με ρώτησε, στα σοβαρά, αν αγόρασα το βιβλίο του Χάρι (όχι του Χαρι Κλυν, αλλά του έκπτωτου πρίγκιπα).  Του απάντησα φανερά ανήσυχος, αν στο κούτελό μου έχει πεταχτεί κάποια ταμπέλα που γράφει ”ίντιοτ”.  Φανερά ανήσυχος εκείνος με τη σειρά του, μου αντέτεινε πόσο παθιασμένος είναι αυτός και οι υπόλοιπη φάρα του με το παλάτι και τους ενοίκους του, συμπεραίνοντας ότι τα καπρίτσια μιας παρέας χαραμοφάηδων θα πρέπει απαραιτήτως να συγκινεί το σύνολο του πλανήτη.

Του εξήγησα λοιπόν ότι στην πατρίδα μου, ξεφορτωθήκαμε τον ευγενή θεσμό 3.100 χρόνια πριν και περάσαμε σταδιακά στη δημοκρατία.  Κάτι τύποι που μας φόρτωσαν στην πλάτη οι Ευρωπαίοι πάτρωνές μας, δεν είχαν συνήθως ούτε καλή σταδιοδρομία, ούτε καλό τέλος. Ο τελευταίος από αυτούς, έτυχε να έχει καλύτερο τέλος από αυτό που του άξιζε σύμφωνα με τα πεπραγμένα του, αλλά πάλι αισθανόμαστε ανακουφισμένοι, γιατί στην τάφο του θα πάρει και τον αναχρονιστικό θεσμό, που ποτέ δε ρίζωσε στα κακοτράχαλα χώματα της νότιας βαλκανικής.  

Η θλιμμένη φάτσα του Παύλου, δεν ξέρω αν οφειλόταν στο γεγονός του θανάτου του πατέρα του ή στο γεγονός του θανάτου της ξενόφερτης μοναρχίας, της οποίας, αν όλα εξελίσσονταν ομαλά, θα ήταν επικεφαλής.  Εγώ προσωπικά ποτέ δεν κατάλαβα γιατί ο δευτερότοκος Γλίξμπουργκ προορίζετο για υποτιθέμενος διάδοχος του ελληνικού θρόνου, αν υποθέταμε ότι θα ήταν ποτέ δυνατόν να υπάρξει παλιννόστηση, αφού δικαιωματικά ο θρόνος θα έπρεπε να ανήκει στην Αλεξία Μοράλες, πρωτότοκο παιδί του εκλιπόντος.  Εκτός αν το ελληνικό παράρτημα του θεσμού είναι τόσο αναχρονιστικό, που ακόμα και σήμερα αρνείται να αποδεχθεί την ισότητα των δύο φύλων.  

Στη χώρα που γέννησε τη δημοκρατία και τον ανθρωπισμό, υπάρχουν πολλές άλλες ευγενείς παραδόσεις.  Μία από αυτές είναι ο σεβασμός του νεκρού.  Καθώς μάλιστα ο έκπτωτος βασιλιάς μου ήταν αρκετά συμπαθής, τόσο ως ενδιαφέρουσα ιστορική προσωπικότητα, όσο και ως τραγική φιγούρα που πλήρωσε τον πατροπαράδοτο λογαριασμό ”Ύβρις – Νέμεσις” χωρίς έκπτωση, θα προσπεράσω τα γνωστά γεγονότα της δεκαετίας του ’60, όπως και τα υπόλοιπα θλιβερά γύρω από αυτό που το ευρωπαϊκό δικαστήριο αναγνώρισε τελικά ως προσωπική περιουσία της οικογένειας.

Άλλωστε αυτός το 1963 ήταν 23 χρονών παιδί και το 1967, 27.  27 χρονών είναι σήμερα ο δικός μου γιος και τρέμω στη σκέψη ότι θα έπρεπε να διαχειριστεί ως ηγέτης μια κρίση πραξικοπήματος. Ούτε πρέπει να ξεχνάμε ότι η Ελλάδα του 1967, εν μέσω ψυχρού πολέμου, δεν ήταν η Ελλάδα του σήμερα και η πολιτική της τάξη είχε άμεση εξάρτηση από τον αμερικανικό παράγοντα.  Αν λοιπόν πράγματι η CIA βρισκόταν πίσω από τους κολονέλους, τι ακριβώς μπορούσε κάποιος να περιμένει από έναν αδύναμο πολιτειακό παράγοντα ενός υποτελούς κράτους; 

Ούτε βέβαια ο ίδιος έκρυψε ποτέ στις συνεντεύξεις του τη συντηρητική του φύση, την απέχθειά του για αυτό που αντιλαμβανόταν ως εξτρεμισμό και φυσικά τη βαθειά πίστη του στην Ορθοδοξία και τον πλήρη σεβασμό του στην εκκλησιαστική ιεραρχία.  Όσο λοιπόν μπορούμε να κατηγορήσουμε τους συντηρητικούς αποστάτες πολιτικούς, τους επίορκους δημόσιους λειτουργούς και την επίσημη εκκλησία για την περιφρόνηση του πολιτεύματος, άλλο τόσο μπορούμε να κατηγορήσουμε και τον θανόντα.  

Η δε στάση του μετά το δημοψήφισμα που τον εκθρόνισε, αποτελεί υπόδειγμα στωικού ανθρώπου και παράδειγμα μίμησης προς νεότερους πολιτικούς ηγέτες.  Γιατί αντί να περιφέρεται και να φωνασκεί στα παγκόσμια φόρα και να εργαλειοποιεί τις κορυφαίες επαφές του με τους βασιλικούς οίκους της Ευρώπης εναντίον της χώρας μας, αποδέχθηκε τη θέση του και σεβάστηκε πλήρως τη βούληση των πολιτών.  

Ο απροσδόκητος θάνατος του Κ. Γλίξμπουργκ, έξω από τις αναμενόμενες ιδεοληψίες ακροδεξιά και ακροαριστερά του πολιτικού φάσματος,  έφερε στην επιφάνεια του δημόσιου διαλόγου δύο ενδιαφέροντα ερωτήματα που προβληματίζουν τους κανονικούς Έλληνες, δοκιμάζοντας τις πραγματικές ανοχές της κοινωνίας μας, αλλά και την πραγματική δυναμική της εξελικτικής μας δυνατότητας.  Θα προσπαθήσω να συμβάλλω με την ταπεινή γνώμη μου, χωρίς καθέδρας αφορισμούς και κυριότερα χωρίς ιδεοληπτικές αγκυλώσεις.  

Ήταν ο εκλιπών Έλληνας; 

Το ερώτημα αυτό κυριολεκτικά συνθλίβει απόρθητα ταμπού των δύο πολιτικών στρατοπέδων που ουδέποτε συμφιλιώθηκαν μετά τον εμφύλιο και βρίσκονται καθημερινά σε επικίνδυνη για τη δημοκρατία και τη συνύπαρξη διαμάχη:  Η μία πλευρά υποστηρίζει ότι η ελληνικότητα είναι θέμα αίματος, ενώ η άλλη πλευρά υποστηρίζει ότι είναι θέμα παιδείας και διαμόρφωσης χαρακτήρα, κοινώς ενσωμάτωσης (integration).  

Ως εκ τούτου, οι βέροι δεξιοί αρνούνται για παράδειγμα την ελληνικότητα στον Γιάννη Αντετοκούμπο που επειδή είναι και σοκολατί χρώματος και καταγόμενος από το μακρινό Λάγος, δεν μπορεί να είναι Έλληνας.  Για τους ίδιους όμως, μπορεί να είναι αδιαμφισβήτητα Έλληνας, ένας ξενόφερτος μονάρχης με γερμανικό αίμα στις φλέβες τουΑπό την απέναντι πλευρά, πολλοί καλοί σύντροφοι δέχονται με βεβαιότητα την ελληνικότητα του Greek Freak, αλλά αρνούνται την ελληνικότητα ενός ανθρώπου που γεννήθηκε στην Ελλάδα, μεγάλωσε στην Ελλάδα και ένιωθε Έλληνας ο ίδιος μέχρι το θάνατό του.

Για μένα και οι δύο είναι Έλληνες, καθώς το θέμα αυτό έχει επιλυθεί χιλιάδες χρόνια πριν.  Έλληνα δε σε κάνει ούτε το αίμα, ούτε το χρώμα, αλλά το μυαλό σου, η διάθεση δηλαδή να αποδεχθείς αυτό που αντιπροσωπεύει η ιστορία και ο πολιτισμός της χώρας αυτής και η ειλικρινής αγάπη που καίει πάντα μέσα σου για τα χώματα και τη θάλασσα, που παίρνει τη μορφή άγριου έρωτα, ιδίως όταν για κάποιο λόγο ζεις στο εξωτερικό.  Και οι δύο το έχουν αποδείξει ποικιλοτρόπως.  

Πρέπει να ταφεί με τιμές αρχηγού κράτους;

Η μια πλευρά, με την οποία παραδόξως συντάχθηκε και ο κ. Πρωθυπουργός, υποστηρίζει ότι ο τέως βασιλιάς δε δικαιούται καμία επίσημη τιμή και θα πρέπει να ταφεί ιδιωτικά.  Στο ισχυρό επιχείρημα ότι αυτός υπήρξε νόμιμα αρχηγός του κράτους, ανταπαντούν ότι επήλθε επίσης νόμιμα έκπτωση του αξιώματος αυτού.  Η άλλη πλευρά ισχυρίζεται ότι η δημοκρατία δεν εκδικείται και ότι η Ελλάδα δεν είναι κάποια τριτοκοσμική δικτατορία που αρνείται να συμφιλιωθεί με την κακόφημη πλευρά της ιστορίας της.

Γιατί όμως μια σύγχρονη δυτική δημοκρατία να προσφέρει τιμές σε ένα πρόσωπο που ιστορικά λειτούργησε ως φορέας κατάλυσής της;  Τι ακριβώς του οφείλει, όταν μάλιστα ήδη τον έχει αποζημιώσει χρηματικά και διαθέτει τα απαραίτητα νομικά επιχειρήματα για αυτή τη σκληρή ομολογουμένως στάση;

Και όμως, αυτή είναι μια μοναδική ευκαιρία συμφιλίωσης, έστω ανακωχής.  Η δημοκρατία δεν πρέπει να φοβάται τα φαντάσματα της μοναρχίας, γιατί έχει ενηλικιωθεί και διαθέτει αντανακλαστικά και μηχανισμούς αυτοπροστασίας.  Τα τελευταία 30 τουλάχιστον χρόνια, κανένας δεν κοιμάται με το φόβο ενός στρατιωτικού πραξικοπήματος, ενώ για τη συντριπτική πλειοψηφία ο θεσμός της βασιλείας αποτελεί ένα μάλλον γραφικό παρελθόν.

Η απόδοση τιμών σε έναν νεκρό που υπήρξε νόμιμα αρχηγός του κράτους είναι πράξη αυτοσεβασμού και πράξη αυτολυτρωτική.  Η ιστορία ενός έθνους ποτέ δεν είναι όπως την παρουσιάζουν τα σχολικά βιβλία του δημοτικού.  Έχει καλές στιγμές και βάρβαρες στιγμές.  Αυτό όμως δε σημαίνει ότι θα διαγράψουμε μέρος της ιστορίας μας επειδή δεν το αντέχουμε ηθικά ή επειδή προκαλεί ανεπιθύμητες έριδες. Μια δημοκρατία οφείλει ειλικρινή αυτοκριτική στις αποκρουστικές στιγμές της ιστορίας της, όχι διαγραφή τους. 

Ως μέρος της σύγχρονης ιστορίας της Ελλάδας, η αμφιλεγόμενη αυτή προσωπικότητα δικαιούνταν μια κηδεία ανάλογη του κύρους της χώρας που υπηρέτησε.  Η απόφαση της κυβέρνησης αποτελεί προσβολή της ιστορίας και είναι μια στάση που υπονοεί από τη μία φοβικά σύνδρομα και από την άλλη ελεεινές μικροπολιτικές σκοπιμότητες.

Ο θάνατος του πρώην μονάρχη, κλείνει οριστικά ένα αμήχανο κεφάλαιο του σύγχρονου κράτους, που όμως διήρκησε 140 ολόκληρα χρόνια και είναι αδύνατον να αγνοηθεί.  Ως συμπολίτες του οφείλουμε τον σεβασμό που αρμόζει σε έναν απελθόντα ηγέτη, είτε συμφωνούμε με τα πεπραγμένα του, είτε όχι.  Άλλωστε τα υπόλοιπα θα τα κρίνει η ιστορία.  Και επειδή την ιστορία τη γράφει ο νικητής, φοβάμαι ότι ούτε αυτή θα είναι ευγενική μαζί του.